Το κράτος έχασε την κρίση
Οι κρίσεις αποτελούν ευκαιρίες για να αλλάξουμε θεσμούς και νοοτροπίες, να σκεφτούμε διαφορετικά, να υιοθετήσουμε νέες ιδέες. Η κρίση δίνει την αφορμή να ξεφύγουμε από το status quo, δίνει το έναυσμα της αλλαγής.
Τί αλλαγές επέφερε η μεγαλύτερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών; Πόσο σοφότεροι είμαστε σήμερα από ότι πριν λίγα χρόνια, πριν ξεσπάσει το τσουνάμι που παρασέρνει την καθημερινότητα δεκάδων χιλιάδων νοικοκυριών;
Με την όση «σοφία» μπορεί να δώσουν κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα αξίζει να διερωτηθούμε τι κερδίσαμε από την κρίση.
Θα επικεντρωθώ, σήμερα, στη λειτουργία του κράτους. Πώς άλλαξε το κράτος λόγω της κρίσης;
Οι μόνες ουσιαστικές αλλαγές που μπορώ να εντοπίσω αφορούν τη μισθοδοσία.
Παρά τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε ως πολιτεία, το μόνο που έχει αλλάξει είναι η αύξηση της εισφοράς των δημοσίων υπαλλήλων στις συντάξεις τους και το πάγωμα των μισθών τους.
Αμφότερα είναι σημαντικά και επιβεβλημένα. Δεν παύουν όμως να είναι πρόχειρες, επιδερμικές και ισοπεδωτικές λύσεις ενός πολύ πιο μεγάλου προβλήματος: Της παραγωγικότητας.
Ενώ όλοι πριν λίγα χρόνια εστίαζαν την προσοχή τους στην ανάγκη βελτίωσης της παραγωγικότητας, το τελευταίο διάστημα αυτή η πολύ βασική παράμετρος της ανταγωνιστικότητας, έχει μπει στο περιθώριο.
Στη βιασύνη μας να φτιάξουμε – έστω και καθυστερημένα – τα δημόσια οικονομικά, έχουμε υιοθετήσει τη λογική ότι το πρόβλημα λύνεται με τη συγκράτηση των δαπανών, ανεξαρτήτως παραγωγικότητας.
Έχουμε ξεχάσει την ανάγκη διαβάθμισης μεταξύ αυτών που εργάζονται μεθοδικά, οργανωμένα και παραγωγικά και αυτών που καταχρούνται τη μονιμότητα προσφέροντας το ελάχιστο.
Αυτών με ζήλο και διάθεση για προσφορά, και αυτών που δεν μπορούν να προσφέρουν, είτε επειδή δεν έχουν τις ικανότητες, είτε επειδή «κάηκαν» στην πορεία, είτε απλώς επειδή έχουν άλλες προτεραιότητες.
Το ότι 98% των δημοσίων υπαλλήλων εξακολουθούν να κρίνονται ως εξαίρετοι – ένα φαινόμενο «πλήρους ισοπέδωσης της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων», σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας – δεν μας απασχόλησε καθόλου κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Το ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται 42 εργάσιμες μέρες ετησίως ως άδεια ασθενείας δεν το θεωρούμε πρόβλημα, γιατί όπως μας διαβεβαιώνουν οι «γκουρού» (και τα μπακαλοδέφτερα τους), οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν καταχρούνται αυτού του δικαιώματος.
Το ότι εν έτη 2012 το υπουργείο Γεωργίας εργοδοτεί υπερδιπλάσιους υπαλλήλους (1620) από το υπουργείο Εμπορίου (247) δεν φαίνεται να είναι λόγος να ξανασκεφτούμε τις στρατηγικές μας προτεραιότητες σαν κράτος.
Ούτε φαίνεται να μας απασχολεί το ότι το κράτος εργοδοτεί μονοψήφιο αριθμό ατόμων για να χειρίζεται νευραλγικά ζητήματα που άπτονται του τομέα διεθνών υπηρεσιών.
Ίσως το κυπριακό κράτος να καταφέρει να εξέλθει από την κρίση με καλύτερο δημοσιονομικό ισοζύγιο και μικρότερα ελλείμματα. Ίσως να καταφέρει να ξεφύγει από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και να πείσει τους ξένους αξιολογητές και πιστωτές του ότι είναι οικονομικά βιώσιμο.
Ακόμα και αν πετύχει αυτά, όμως, αμφιβάλλω αν το κυπριακό κράτος θα είναι πιο λειτουργικό, πιο σύγχρονο, πιο κοντά στον πολίτη. Αν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις προκλήσεις του σήμερα και τα ζητήματα του αύριο.
Αμφιβάλλω, δηλαδή, αν η κρίση μας έχει όντως κάνει σοφότερους ως πολιτεία, αν μας έχει δώσει την αφορμή να σκεφτούμε τις μεσοπρόθεσμές μας προτεραιότητες, να συλλογιστούμε τι θέλουμε και πώς θα το πετύχουμε.
Κρίμα, λοιπόν, γιατί χάνουμε την κρίση.
Του Αντώνη Α. Έλληνα
Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών
Πανεπιστήμιο Κύπρου