Σοσιαλισμός για developers
Στην ιστοσελίδα γνωστής εταιρείας ανάπτυξης θα βρει κάποιος μια exclusive villa να διατίθεται στην τιμή των €890 χιλ. Η διώροφη κατοικία με υπόγειο, που είναι δίπλα από άλλες «exclusive» κατοικίες, δεν βρίσκεται στη νότια Γαλλία αλλά στην Ορόκλινη και απέχει 300 μέτρα από τη θάλασσα.
Πριν δεκαπέντε μήνες, ένας φίλος ρώτησε πόσα στοιχίζει και του είπαν την ίδια ακριβώς τιμή με αυτή που αναγράφεται σήμερα στην ιστοσελίδα. Δηλαδή, η τιμή πώλησης δεν άλλαξε. Και φυσικά, ούτε η villa πωλήθηκε.
Ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας ενδεχομένως να έκανε μια κακή επένδυση.
Σαν αυτήν υπάρχουν πλέον δεκάδες ή εκατοντάδες στην Κύπρο. «Exclusive villas» δίπλα από αυτοκινητόδρομους, «sew view apartments» στη μέση του πουθενά και «beautiful cottages» που θυμίζουν τα projects του lower eastside.
Ποιος λοιπόν πρέπει να επωμιστεί το βάρος αυτής της κακής επένδυσης;
Η απάντηση που δίνει σήμερα η πολιτεία είναι ότι το βάρος πρέπει να το πληρώσουν όλοι αντί μόνο αυτοί που έκαναν τις επενδύσεις.
Κενά στο νομικό πλαίσιο και στη δικαστική διαδικασία επιτρέπουν στους επιχειρηματίες που έκαναν την επένδυση, να προστατευθούν για 5 ή ακόμα και 10 χρόνια από τις συνέπειες της οικονομικής τους συμπεριφοράς. Η καθυστέρηση στην εκποίηση ακίνητης περιουσίας – δηλαδή των εξασφαλίσεων που δόθηκαν για τα δάνεια που διοχετεύθηκαν στην επένδυση – είναι ένας από τους λόγους που η Κύπρος έχει τη χαμηλότερη διαβάθμιση από τους Moody’s για το νομικό της σύστημα.
Η «προστασία» που προσφέρει το σύστημα σε επιχειρηματίες που έκαναν κακές επενδύσεις δεν οφείλεται μόνο στο νομικό σύστημα. Οφείλεται επίσης στη χαλαρότητα που φαίνεται να επιδεικνύουν οι τραπεζίτες στην είσπραξη των οφειλών.
Η προσδοκία των τραπεζιτών και των επιχειρηματιών ήταν ότι σε κάποια χρόνια οι τιμές θα ανακάμψουν και οι επιχειρηματίες θα μπορέσουν να έχουν τις αναμενόμενες αποδόσεις για να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, χωρίςνα χάσουν τα κεφάλαια που επένδυσαν.
Στο ενδιάμεσο, όμως, οι τράπεζες επιβαρύνονται με κεφαλαιακές απώλειες για τις προβλέψεις που αναγκάζονται να κάνουν για επισφαλείς απαιτήσεις. Και τις ζημιές, όπως πλέον ξέρουμε, τις επωμίζονται όχι μόνο οι μέτοχοι και ομολογιούχοι των τραπεζών, αλλά και καταθέτες ή, στην περίπτωση των συνεργατικών, οι φορολογούμενοι.
Τις επωμίζονται ευρύτερα όσοι – λόγω της δημοσιονομικής περισυλλογής που περιλαμβάνει η δανειακή σύμβαση – χάνουν θέσεις εργασίας, μισθολογικά και συνταξιοδοτικά ωφελήματα και, γενικότερα, το βιοτικό τους επίπεδο.
Θεωρώ τη λογική της «πίστωσης χρόνου» ή της προστασίας των επιχειρήσεων που έκαναν κακές επενδύσεις πολύ προβληματική.
Πρώτον, επειδή επιτείνει αντί να επιλύνει κοινωνικά προβλήματα. Η διατήρηση των τιμών σε επίπεδα που δεν ανταποκρίνονται στις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες (π.χ. μεγάλη απώλεια εισοδημάτων) συνεπάγεται τη στέρηση της ευκαιρίας απόκτησης πρώτης κατοικίας από ένα πολύ μεγάλο αριθμό νέων ανθρώπων, ενδεχομένως από μια ολόκληρη γενιά.
Δεύτερον, επειδή η βραδύτητα στη διόρθωση των στρεβλώσεων των προηγούμενων ετών συνεπάγεται καθυστέρηση της απαραίτητης προσαρμογής της οικονομίας. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η οικονομία μπορεί να είναι σε ύφεση για πιο μακρά περίοδο από ότι αναμένει – και ελπίζει – η τρόικα.
Τρίτον, επειδή μια στοιχειώδης αρχή για την εύρυθμη λειτουργία μιας οικονομίας είναι ότι οι οικονομικοί δρώντες αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της οικονομικής τους συμπεριφοράς. Αν έκαναν καλές επενδύσεις, τότε θα έχουν καλές αποδόσεις και κέρδη. Μπράβο τους. Αν όμως έκαναν κακές επενδύσεις, δεν σημαίνει ότι πρέπει να κοινωνικοποιηθούν οι ζημιές τους.
Η λογική της κοινωνικοποίησης των ζημιών – η λογική, δηλαδή, του «τα κέρδη δικά μας και οι ζημιές δικές τους» -- έχει κάποια βάση όταν γίνεται για συστημικούς οργανισμούς, των οποίων η κατάρρευση συνεπάγεται μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία. Αντί να τους αφήσουν να καταρρεύσουν, τα κράτη παρεμβαίνουν με ευνοϊκές ρυθμίσεις ή με πόρους των φορολογουμένων για να τους στηρίξουν – κάτι που ο Joseph Stiglitz και άλλοι επικριτικά ονομάζουν socialism for the rich.
Η πρακτική της στήριξης των συστημικών τραπεζών δεν ακολουθήθηκε στην περίπτωση της Λαϊκής και της Τρ. Κύπρου. Οι ιδιοκτήτες τους έχασαν την περιουσία τους εν μία νυκτί λόγω της αποτυχίας αυτών των οργανισμών.
Αν δεν στηρίχθηκαν συστημικοί οργανισμοί, γιατί να στηριχθούν μη συστημικοί;
Πρέπει σίγουρα να δοθεί στους μετόχους αυτών των εταιρειών η δυνατότητα να τοποθετήσουν νέα κεφάλαια με ίδια μέσα, δηλαδή με προσωπικές τους περιουσίες. Αν δεν τα καταφέρουν, το τίμημα είναι ότι η τράπεζα θα εκποιήσει τις εξασφαλίσεις για να εισπράξει το λαβείν της.
Οι ιδιοκτήτες των εταιρειών θα χάσουν. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Αυτοί είναι όμως που έκαναν τις επενδύσεις.
Η ιδέα ότι σε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα οι καταθέτες χάνουν σχεδόν τα πάντα ανακεφαλαιοποιώντας τις τράπεζες ενώ οι επενδυτές απολαμβάνουν την προστασία της πολιτείας, ίσως να είναι πολιτικά εύηχη. Δεν διορθώνει όμως τις στρεβλώσεις που οδήγησαν στην κατάρρευση του συστήματος.
Η επίμονη πολιτική προστασία μη συστημικών επιχειρήσεων από τη μοίρα τους δεν συμβάλει στη διόρθωση αλλά στη διόγκωση των στρεβλώσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ενισχύει τις πρακτικές που αντί χρηματοοικονομικό κέντρο, έκαναν την Κύπρο να μοιάζει σήμερα με χρηματοοικονομική μπανανία.
Του Αντώνη Α. Έλληνα
Επίκουρου Καθηγητή Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κύπρου