ΑΠΟΨΕΙΣ Κύπρος και πολιτική για τις κλιματικές αλλαγές - 2

Κύπρος και πολιτική για τις κλιματικές αλλαγές - 2

Κύπρος και πολιτική για τις κλιματικές αλλαγές - 2
Είχα αναφέρει στο προηγούμενο σχόλιο την υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και των άλλων χωρών της ΕΕ, για σοβαρό περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την ηλεκτροπαραγωγή, και προσπάθησα να εξηγήσω γιατί θα πρέπει να πληρώνει η ΑΗΚ για όλα τα δικαιώματα εκπομπών της, αντί να κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί και να το μεταθέτουμε για το μέλλον. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας που έχει μάλλον ξεφύγει από την προσοχή μας, και είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιτευχθεί.   Όλοι οι άλλοι τομείς της οικονομίας πλην των ενεργοβόρων βιομηχανιών οφείλουν να μειώσουν τις εκπομπές τους το 2020 κατά 5% σε σχέση με το 2005.  Οι τομείς αυτοί είναι οι μεταφορές, οι εκπομπές λόγω καύσεων (λ.χ. σε λέβητες) στον οικιακό και τριτογενή τομέα, οι εκπομπές της ελαφράς βιομηχανίας, της γεωργίας και κτηνοτροφίας και της διαχείρισης αποβλήτων – κανένας από αυτούς τους τομείς δεν είναι αμελητέος.  Εδώ οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: Οι εκπομπές των ανωτέρω τομέων ήταν περίπου 4 εκ. τόνοι το 2005 και πρέπει να μειωθούν στους 3,8 εκ. τόνους το 2020 (5% μείωση).  Η πιθανότερη εξέλιξη, όμως, είναι οι εκπομπές να προσεγγίσουν τα 7 εκ. τόνους το 2020.  Τι θα συμβεί σε αυτή την περίπτωση; Η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να αγοράσει δικαιώματα για όλες τις εκπομπές πλέον των 3,8 εκ. τόνων.  Με μια τιμή δικαιώματος διοξειδίου του άνθρακα της τάξης των €20 ανά τόνο, αυτό μας δίνει μια ετήσια δαπάνη άνω των €60 εκ. το 2020. Τι κάνουμε για να αποσοβήσουμε αυτό το ενδεχόμενο; Ο τομέας των μεταφορών, που είναι υπεύθυνος για το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εκπομπών, συνεχίζει ακάθεκτος την αυξητική του τάση λόγω συνεχούς αύξησης του πληθυσμού αυτοκινήτων.  Τα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι αμελητέα σε συνεισφορά και, παρά τις πρόσφατες προσπάθειες για αναβάθμιση, δεν μπορούν εύκολα να συμβάλουν στη μείωση του αυξητικού ρυθμού των εκπομπών.  Στον οικιακό και τριτογενή τομέα υπάρχει πλέον νομοθεσία για την ενεργειακή απόδοση των νέων κτιρίων, καθώς και οι γνωστές χορηγίες για εξοικονόμηση ενέργειας σε υφιστάμενα κτίρια.  Όμως τόσο τα κτίρια όσο και τα αυτοκίνητα έχουν κάποια - όχι αμελητέα - διάρκεια ζωής.  Μέχρι τα παλιά κτίρια και οχήματα να αντικατασταθούν από καινούργια χαμηλότερης κατανάλωσης ενέργειας (άρα και χαμηλότερων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα), θα μας πάρει αρκετά χρόνια.  Και οι δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών αφορούν το έτος 2020, δηλαδή αύριο.  Τι κάνουμε λοιπόν; Έχω την εντύπωση ότι δεν πρέπει να φοβηθούμε να σκεφτούμε τη θέσπιση ενός «φόρου άνθρακα».  Εφαρμόζεται σε κάποιον βαθμό σε αρκετές χώρες, και πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι τον εξετάζει για πανευρωπαϊκή εφαρμογή.  Ο φόρος αυτός εφαρμόζεται σε κάθε καύσιμο που χρησιμοποιούμε και είναι ανάλογος με το περιεχόμενο του καυσίμου σε άνθρακα.  Θα ακριβύνουν ασφαλώς με αυτό τον τρόπο όλα τα καύσιμα – όχι πολύ, αλλά θα ακριβύνουν.  Δεν πρόκειται με αυτό τον τρόπο να πετύχουμε το στόχο του -5% το 2020, όμως θα μειώσουμε την απόκλισή μας από το στόχο και ταυτόχρονα θα μπούμε σε μια διαδικασία εξοικονόμησης καυσίμων, με μακροπρόθεσμα οφέλη.  Θα επιβαρυνθούν βεβαίως τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, αλλά τα χρήματα που θα εισπραχθούν από το κράτος μπορούν να χρησιμεύσουν όχι μόνο για επιδόματα στους ασθενέστερους, όχι μόνο για επιδότηση περιβαλλοντικών δράσεων (λ.χ. χορηγίες για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), αλλά και για ενδεχόμενη μείωση άλλων φορολογιών ή και των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων.  Τα παραπάνω δεν είναι θεωρίες, αλλά έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται σε άλλες χώρες, με τη λογική ότι αφενός φορολογείς μια ρυπογόνα δραστηριότητα (και έτσι δίνεις κίνητρο για περιορισμό της) και αφετέρου αφαιρείς φορολογικές ή άλλες επιβαρύνσεις από δραστηριότητες που συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη. Η συνήθης αντίρρηση είναι ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά νέες φορολογίες, με πρόφαση τη φιλοπεριβαλλοντική πολιτική.  Μπορούμε όμως να ξεφύγουμε από αυτή τη λογική και να δοκιμάσουμε αξιόλογες λύσεις με διάθεση μακροχρόνιου σχεδιασμού. Θεόδωρος Ζαχαριάδης  Επίκουρος Καθηγητής, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου
NEWSLETTER