Η κατρακύλα προς διαβάθμιση: Μέρος Α
Σε αυτό και στο επόμενο άρθρο μου θα ασχοληθώ με τους λόγους που η κυπριακή κυβέρνηση οδηγήθηκε ένα σκαλί πριν τη διαβάθμιση των ομολόγων της σε «μη-επενδύσιμα», κοινώς σκουπίδια, από τους οίκους αξιολόγησης. Σκοπός μου είναι να αντιληφθούμε το πρόβλημα, επειδή μόνο όταν διαγνώσουμε μία αρρώστια μπορούμε να τη θεραπεύσουμε. Και δυστυχώς η εξαιρετική επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης δεν αφήνει ούτε καν την ίδια (νομίζω) να αντιληφθεί από πού προέρχεται το πρόβλημα και πόσο σοβαρό είναι. Η απειλούμενη (και σχεδόν βέβαιη πλέον) διαβάθμιση του κυπριακού χρέους σε «μη-επενδύσιμο» από τους οίκους αξιολόγησης είναι απλώς η επίσημη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η κυβέρνηση έχει αποκλειστεί από τη δυνατότητα δανεισμού στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Αυτός ο αποκλεισμός επισημοποιήθηκε με την εισαγωγή στο Ρωσικό μηχανισμό στήριξης, μέσω του διακρατικού δανείου των €2,5 δισ. Είχα υποστηρίξει το καλοκαίρι ότι η εισαγωγή σε μηχανισμό στήριξης ήταν ορατή. Δεν έχει σχέση στο δικό μου το μυαλό αν αυτός ο μηχανισμός στήριξης είναι Ρωσικός ή Ευρωπαϊκός: Το όνομα δεν αλλάζει το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει αναγκαστεί να κάνει διακρατικό δανεισμό για να μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Δεν ισχυρίζομαι ότι ο συγκεκριμένος δανεισμός ήταν (προς το παρόν) κακή κίνηση. Κακή κίνηση θα γίνει αν αυτή η ευκαιριακή ρευστότητα δεν αξιοποιηθεί για να λύσει τα δημοσιονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα από το 2009 και εντεύθεν. Διότι αν δεν αξιοποιηθεί θα χρειαστούμε ξανά Ρωσική ρευστότητα όταν θα διαπραγματευόμαστε με τη Gazprom για το φυσικό αέριο και είναι εκεί που θα πληρώσουμε το μεγάλο κόστος. Θα επιχειρηματολογήσω ότι είναι στα δημοσιονομικά έξοδα που βρίσκεται (μέχρι τώρα) η ρίζα του κακού και εκεί πρέπει να εστιαστεί η προσοχή της κυβέρνησης, στην ισορρόπηση των κρατικών εσόδων και δαπανών, κάτι που αυτή τη στιγμή φαντάζει στον υποφαινόμενο σαν ένας μοντέρνος άθλος του Ηρακλή. Αλλά έχω μακρηγορήσει. Παραθέτω πιο κάτω αυτούσιο των πίνακα εσόδων και εξόδων της κυπριακής κυβέρνησης από το 2000 μέχρι το 2010 από τη Στατιστική Υπηρεσία σε ονομαστικές και πραγματικές τιμές του 2007 (χρησιμοποίησα το δείκτη τιμών του καταναλωτή (σειρά 33) για να πάω από τις ονομαστικές στις πραγματικές αξίες). Έχω επίσης περισσότερες πληροφορίες από όσες χρειάζεστε διότι δεν θέλω να κατηγορηθώ ότι κρύβω κάτι. Και έχω χρησιμοποιήσει έντονους χαρακτήρες για τις σειρές τις οποίες θα σχολιάσω (πατήστε πάνω στους πίνακες για μεγέθυνση). Αρχίζοντας από το τέλος, στη σειρά 31 έχουμε το ακαθάριστο δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ. Το 2010 τέλειωσε με 60.8% και φέτος υπολογίζεται ότι θα τελειώσει επιεικώς στο 65%. Από το Φεβρουάριο του 2011 είχα επιχειρηματολογήσει ότι οι προβλέψεις του πρώην υπουργού Οικονομικών κ. Σταυράκη ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξες. Άρα αυτή η επιδείνωση δεν είναι κεραυνός εν αιθρία (είμαι βέβαιος ότι δεν ήμουν ο μόνος που είχε κάνει αυτή την πρόβλεψη). Το άλλο ενδιαφέρον σημείο αυτής της χρονοσειράς είναι ότι έφτασε στο κατώτερο της σημείο το 2008 (48.3%), με μαζική καλυτέρευση από την προηγούμενη χρονιά (58.3% το 2007). Στις σειρές 26 και 27 έχουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα σε πραγματικές τιμές (26) και σαν ποσοστό του ΑΕΠ (27). Βλέπουμε ότι το 2007 ήταν η καλύτερη χρονιά της δεκαετίας με πλεόνασμα 3.4% (€537 εκ.). Λόγω των μαθηματικών του δημοσίου χρέους, το δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2007 φυσιολογικά μείωσε το χρέος την επόμενη χρονιά (2008) στο κατώτερο σημείο της δεκαετίας. Το 2008 αυτό το πλεόνασμα σχεδόν χάθηκε, ενώ το 2009 και 2010 φτάσαμε στο έλλειμμα του σχεδόν ενός δισεκατομμυρίου (σε ονομαστικές τιμές) και στο έλλειμμα του 6% προς ΑΕΠ το 2009, 5.3% το 2010 (και προβλεπόμενο έλλειμμα στο 6%-7% το 2011). Η ερώτηση τώρα είναι από πού προήλθε αυτή η δραματική αλλαγή στην εικόνα των δημόσιων οικονομικών. Μία λογικοφανής απάντηση είναι η διεθνής οικονομική κρίση (που συμβαίνει μία φορά κάθε γενιά», δηλαδή πολύ σπάνια, και είναι εκτός του δικού μας ελέγχου) που αναπόφευκτα επηρέασε την Κύπρο. Μία άλλη λογικοφανής απάντηση είναι τα διαχρονικά προβλήματα της κυπριακής οικονομίας τα οποία έγιναν περισσότερο εμφανή με την κρίση. Μία άλλη λογικοφανής απάντηση είναι το μεγάλο μέγεθος του τραπεζικού τομέα το οποίο οδήγησε τους οίκους αξιολόγησης να υποβαθμίσουν το κυπριακό χρέος λόγω των μεγάλων ενδεχόμενων υποχρεώσεων (contingentliabilities). Γιατί χαρακτηρίζω τα πιο πάνω επιχειρήματα απλώς λογικοφανή (άρα λανθασμένα); Ας αναλύσουμε τους αριθμούς των στοιχείων και ας δούμε πως άλλαξαν οι αριθμοί και πως ένα πλεόνασμα του μισού δισεκατομμυρίου έγινε έλλειμμα του ενός δισεκατομμυρίου μέσα σε δύο χρόνια (τέλος 2007 - τέλος 2009). Στη σειρά 2 βλέπουμε ότι τα πραγματικά έσοδα της κυβέρνησης από €7,1 δισ. το 2007 μειώθηκαν στα €6,4 δισ. το 2009. Τα έξοδα πήγαν από €6,6 δισ. στα €7,4 δισ., άρα €0.7 δισ. μείωση στα έσοδα και €0,8 δισ. αύξηση στα έξοδα, δηλαδή μία τρύπα (χονδρικά) του €1,5 δισ. (σε πραγματικές τιμές). Τα έσοδα μειώθηκαν όντως λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης (σειρές 4 και 5) αλλά η συνολική μείωση σε όλα τα έσοδα (€0,67 δισ.) θα μπορούσε να καλυφθεί από το αρχικό πλεόνασμα του €0.54 δισ. (σειρά 26) το 2007. Είναι για αυτό το λόγο που χαρακτηρίζω λανθασμένη την εκτίμηση ότι είναι η σπάνια οικονομική κρίση που έβγαλε τα δημοσιονομικά εκτός ελέγχου. Για την κρίση δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, αλλά από μόνη της δεν θα δημιουργούσε ένα έλλειμμα του €1 δισ. Τα κύρια έξοδα όμως σε μισθούς (σειρά 16) και κοινωνικές παροχές (σειρά 17) αυξήθηκαν κατά περίπου €0,3 δισ. το καθένα, ενώ στις προηγούμενες χρονιές ήταν είτε σχετικά σταθερά, είτε αυξάνονταν περίπου €0,1 δισ. το χρόνο (εκτός στις εκλογές του 2003). Η κρίση δεν αύξησε ξαφνικά αυτά τα έξοδα (το ανεργιακό επίδομα είναι ακόμη και τώρα, με μεγαλύτερη ανεργία από το 2009, μόνο περίπου €60 εκ. μεγαλύτερο από τότε). Όσο για τα διαχρονικά προβλήματα (πχ το συνταξιοδοτικό, που χαρακτηρίστηκε ωρολογιακή βόμβα από τον κ. Σταυράκη) δεν φαίνονται στον πίνακα να είναι αυτά που οδήγησαν στην κρίση χρέους. Αν συγκρίνετε το 2007 με το 2010, θα δείτε ότι οι κοινωνικές παροχές έχουν αυξηθεί €565 εκ., που είναι μεγάλο ποσοστό του ελλείμματος. Συμφωνώ ότι το συνταξιοδοτικό είναι ωρολογιακή βόμβα, αλλά αυτή η βόμβα ακόμη δεν έχει σκάσει. Το τραπεζικό σύστημα δεν έχει τίποτα να κάνει με αυτούς τους αριθμούς και είναι για αυτό το λόγο που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν δικαιολογία για την απότομη αύξηση των ελλειμμάτων. Οι οίκοι κάνουν λόγο για ενδεχόμενες υποχρεώσεις αλλά τα στοιχεία στον πίνακα είναι υπαρκτές (και μόνιμες) δαπάνες του πρόσφατου παρελθόντος. Φυσικά εκείνο που έχει συμβεί είναι ότι το Φεβρουάριο του 2008 έφθασε στο Προεδρικό ο κ. Χριστόφιας με λαϊκή εντολή για περισσότερο δίκαιη κοινωνία. Κοινωνική δικαιοσύνη στο μυαλό της κυβέρνησης (όπως λέχθηκε επανειλημμένα στις βουλευτικές του 2011 από το ΑΚΕΛ) ήταν η αύξηση στις κοινωνικές δαπάνες. Οι αυξήσεις στις κοινωνικές δαπάνες και τις απολαβές προσωπικού μπορούν να εξηγήσουν περίπου 60% του ελλείμματος του €1 δισ. (σειρά 26) το 2009, ενώ οι κοινωνικές δαπάνες εξηγούν από μόνες τους το 70% (αύξηση κοινωνικών δαπανών από 2007 στο 2010=565)/(έλλειμα το 2010=861) του ελλείμματος το 2010. (Παρεμπιπτόντως, θεωρώ ότι κανένας μας δεν έχει μονοπώλιο σε κοινωνική ευαισθησία, η κρίσιμη ερώτηση είναι πως επιτυγχάνεται ο στόχος της κοινωνικής αλληλεγγύης με διατηρήσιμο και πραγματικά δίκαιο τρόπο). Το επιχείρημα ότι οι κοινωνικές δαπάνες στην Κύπρο είναι σχετικά χαμηλές χρησιμοποίησε και το Ινστιτούτο Εργασίας Κύπρου της ΠΕΟ στην πρόσφατη (κατά τα άλλα αξιέπαινη) έκθεση για την οικονομία με το να πει ότι τα έξοδα της κυβέρνησης στο 46,6% το 2010 (από 41,2% το 2007, η παρένθεση δική μου) είναι και λίγα διότι στην ευρωζώνη ο μέσος όρος είναι 50.3% (Κεφάλαιο 4, Διάγραμμα 58, Σελ 54 στην έκθεση). Και άρα είναι στα έσοδα (42%) που βρίσκεται το πρόβλημα. Ακόμη ένα λογικοφανές επιχείρημα. Η ερώτηση όμως είναι αν μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα μία κοινωνική πολιτική χωρίς διαθέσιμα χρήματα. Πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι η οικονομία είναι όπως τα νοικοκυριά. Κάνουμε τα έξοδα μας βάση των εξόδων του γείτονα ή κάνουμε τα έξοδα μας βάση των εισοδημάτων μας; Θα σας συμβούλευα να κάνετε το δεύτερο, αν δεν το κάνετε ήδη. Φυσικά η επικείμενη στόχευση των παροχών δείχνει ότι η κυβέρνηση ίσως να έχει αντιληφθεί το λάθος της ανεξέλεγκτης αύξησης κοινωνικών δαπανών. Έστω όμως ότι καταλάβαινε το 2008 η κυβέρνηση την ανάγκη στόχευσης των παροχών, υπάρχει τρόπος να κάνεις στοχευμένες παροχές όταν υπάρχει ακαταπολέμητη φοροδιαφυγή; Και δεν έπρεπε το πρόβλημα της φοροδιαφυγής να λυθεί το 2008, πριν την αύξηση στις κοινωνικές δαπάνες, παρά να προσπαθεί η κυβέρνηση να βρει λύσεις στη φοροδιαφυγή στο τέλος του 2011; Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα προήλθε από τη ραγδαία αύξηση των εξόδων που δεν είναι ούτε (πρωταρχικά) αποτέλεσμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης, ούτε του μεγέθους του τραπεζικού συστήματος, ούτε των (αδιαμφισβήτητων) διαχρονικών προβλημάτων. Και λέω ότι θα είναι άθλος για κάποιο μοντέρνο Ηρακλή να μπορέσει να περιορίσει τα έξοδα για τους εξής λόγους. Πρώτον, με την αναγκαστική περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και τα προβλήματα κεφαλαίων των τραπεζών λόγω Ελλάδας, των αυστηρών Ευρωπαϊκών οδηγιών ρευστότητας και της επικείμενης διαβάθμισης του Κυπριακού χρέους σε μη επενδύσιμο επίπεδο, θα μπούμε σε ύφεση το 2012, μειώνοντας τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης. Δεύτερον, οι κοινωνικές δαπάνες, όταν δοθούν, είναι αρκετά δύσκολο να κοπούν (οι εκ μητρογονίας πρόσφυγες οργανώθηκαν πολύ καλύτερα όταν αντιλήφθηκαν πόσο αυξήθηκαν οι προσφυγικές χορηγίες). Τρίτον, δεν βλέπω να περνούν μέτρα ούτε για τη φοροδιαφυγή, ούτε για τη φορολόγηση του πλούτου (μεγάλων, ανεκμετάλλευτων, εκτάσεων γης για παράδειγμα). Το πιο πάνω σκηνικό μεταξύ 2007-2010 ήταν το πρώτο βήμα προς την κατρακύλα των υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης. Την επόμενη εβδομάδα θα αναλύσω πως αντέδρασε ο πρώην υπουργός Οικονομικών κ. Σταυράκης σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον. Οι πράξεις του πρώην υπουργού έκαναν ακόμη ένα λογικοφανές επιχείρημα (ένα χρέος της τάξης του 60% του ΑΕΠ είναι απόλυτα διαχειρήσιμο) να αποδειχτεί λανθασμένο, δεδομένου ότι η Δημοκρατία έχει ήδη αποκλειστεί από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Ο Αλέξανδρος Μιχαηλίδης είναι καθηγητής χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.