Η ιδιωτικοποίηση της τραπεζικής εποπτείας
Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το τραπεζικό σύστημα έχει ενισχύσει τις φωνές για την ανάγκη καθόδου εταιρειών τύπου BlackRock που θα συμβάλουν στην πραγματική εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών.
Το αίτημα για εξονυχιστικό έλεγχο των δανειστικών χαρτοφυλακίων των κυπριακών τραπεζών τέθηκε αρχικά από τον Ανδρέα Βγενόπουλο και έχει ενισχυθεί τελευταίως από αρκετούς άλλους (π.χ. τον πρόεδρο της ΕΤΥΚ).
Όταν ο νέος διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ρωτήθηκε πρόσφατα αν ευνοεί μια έρευνα από τη BlackRock δεν την απέρριψε. «Εκείνο που έχει σημασία», είπε, «είναι ότι ο οίκος που θα αναλάβει ενδεχομένως την αξιολόγηση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών πρέπει να έχει διεθνές κύρος ούτως ώστε να είναι αξιόπιστος και τα αποτελέσματα να είναι συγκρίσιμα με τις πρόσφατες αντίστοιχες έρευνες που έχουν γίνει για τις ελληνικές τράπεζες».
Η ανάγκη πραγματικής εξυγίανσης των δανειστικών χαρτοφυλακίων των τραπεζών έχει εντοπιστεί και αλλού, πέραν της Ελλάδας. Η τεχνογνωσία της BlackRock έχει αξιοποιηθεί και από άλλες κυβερνήσεις, π.χ. της Ιρλανδίας.
Σύμφωνα με τη Financial Times, θα αξιοποιηθεί και για την αξιολόγηση των δανειστικών χαρτοφυλακίων των ισπανικών τραπεζών.
Το βασικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν την ανάμειξη εταιρειών τύπου BlackRock στην αξιολόγηση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, είναι η έξωθεν καλή μαρτυρία που μπορεί να δώσουν τέτοιες εταιρείες στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Λόγω της τεχνογνωσίας τους, αυτές οι εταιρείες μπορούν να προσδώσουν κύρος στη διαδικασία εντοπισμού των πραγματικών κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, και επομένως, να συμβάλουν – με την έξωθεν καλή τους μαρτυρία – στον εντοπισμό νέων επενδυτών. Επειδή οι επενδυτές αυτοί θα είναι βέβαιοι για τις πραγματικές κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, θα είναι πιθανότερο να επενδύσουν στις τράπεζες.
Υπάρχει επίσης το επιχείρημα ότι, λόγω της εμπειρίας τους σε αυτού του είδους την άσκηση, εταιρείες τύπου BlackRock έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν τον έλεγχο τους σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και επομένως να επιταχύνουν τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Η ταχύτητα με την οποία η BlackRock ή παρόμοιες εταιρείες διενεργούν έλεγχο στα δανειστικά χαρτοφυλάκια τραπεζών, είναι το μόνο βέβαιο τεκμήριο που υπάρχει υπέρ της ανάληψης τέτοιων εργασιών από εταιρείες αυτού του είδους. Στην Ελλάδα ολοκλήρωσαν τη διαγνωστική διαδικασία σε τρεις μήνες.
Εξ όσων γνωρίζω, το πιο βασικό επιχείρημα για τη χρήση τέτοιων εταιρειών – ότι δίνουν κύρος και βοηθούν στην εξεύρεση κεφαλαίων για τις τράπεζες – δεν έχει δοκιμαστεί.
Στην Ελλάδα η αξιοποίηση της BlackRock δεν φαίνεται να συμβάλλει προς το παρόν στην προσέλκυση ξένων επενδυτών.
Η Λαϊκή Τράπεζα, η μόνη κυπριακή τράπεζα που έχει αναθέσει σε «δύο ανεξάρτητους εξειδικευμένους οίκους εγνωσμένου κύρους» τη διαγνωστική αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου της, παρουσίασε τις μεγαλύτερες επισφάλειες στην τραπεζική ιστορία της Κύπρου - €1,2 δισ. για το 2011.
Δεν «ανταμείφθηκε» όμως για την «ειλικρίνειά» της από ξένους επενδυτές, που παραμένουν άφαντοι, αναγκάζοντας το κράτος να παρέμβει.
Άλλωστε, είναι λογικό να υποθέσει κάποιος ότι ο όποιος σοβαρός επενδυτής θα κάνει και το δικό του due diligence πριν αποφασίσει να επενδύσει σε μια τράπεζα, και δεν θα βασιστεί αποκλειστικά στην διάγνωση της BlackRock.
Πέραν της έλλειψης τεκμηρίων για την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων τύπου BlackRock, προκύπτουν επίσης σημαντικά θεσμικά ερωτήματα.
Δεν είναι ξεκάθαρο το νομικό καθεστώς που καλύπτει τέτοιες «κεφαλαιακές ασκήσεις». Ποιές οι ευθύνες εταιρειών τύπου BlackRock σε περίπτωση που διαρρεύσουν ευαίσθητα στοιχεία για τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών; Σε ποιον λογοδοτούν και πως; Πώς διασφαλίζεται ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος μεταξύ των επενδυτικών και των διαγνωστικών δραστηριοτήτων μιας τέτοιας εταιρείας;
Υπάρχει όμως και ένα μεγαλύτερο ερώτημα: Γιατί μια εθνική εποπτική αρχή να αναθέτει σε ιδιώτες αυτό που κατά νόμο είναι υποχρέωση και ευθύνη της;
Τί μηνύματα στέλνει εντός και εκτός για την επάρκεια των εποπτικών μηχανισμών που είχε για αποφυγή των προβλημάτων στις τράπεζες;
Το ζήτημα δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά και το μέλλον: Αν μια κεντρική τράπεζα αποδέχεται η ίδια ότι δεν έχει σήμερα τους μηχανισμούς για να κάνει αξιόπιστους ελέγχους στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, γιατί να την εμπιστευθεί η πολιτεία στο μέλλον ότι θα το κάνει;
Και γιατί μια πολιτεία να συνεχίσει να της δίνει την ανεξαρτησία που της παραχώρησε για να το κάνει;
Ποιές, δηλαδή, είναι οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες για την αξιοπιστία μιας κεντρικής τράπεζας από την προσφυγή σε λύσεις τύπου BlackRock;
Υπάρχουν άλλωστε και εναλλακτικές λύσεις: Θα μπορούσε να ενισχυθεί, για παράδειγμα, ο εποπτικός μηχανισμός της ίδιας της Κεντρικής Τράπεζας για να μπορεί να κάνει η ίδια αυτούς τους διαγνωστικούς ελέγχους στα δανειστικά χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Ή θα μπορούσε να λάβει βοήθεια από άλλες ρυθμιστικές αρχές όπως η ΕΚΤ.
Μου είναι αδιανόητο πως μια πολιτεία που αρνείται πεισματικά την ιδιωτικοποίηση των τηλεπικοινωνιών ή του ηλεκτρισμού, ιδιωτικοποιεί χωρίς καν συζήτηση την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος.
Του Αντώνη Α. Έλληνα
Επίκουρου Καθηγητή Πολιτικών Επιστημών
Πανεπιστήμιο Κύπρου