Wake up call
Την περασμένη βδομάδα έγινε ένα σημαντικό βήμα για να αποφευχθούν επιπρόσθετες υποβαθμίσεις της κυπριακής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης. Παρά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και διαφορές απόψεων που ήταν φυσιολογικό να υπάρχουν, η Κυπριακή πολιτεία έδειξε στο σύνολο της ωριμότητα και υπευθυνότητα, εγκρίνοντας μέτρα που φαίνεται τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως να λύνουν το θέμα της χρηματοδότησης των συντάξεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το βαθμό υπευθυνότητας που επέδειξε το συνδικαλιστικό κίνημα όπως και για το νέο υπουργό Οικονομικών ο οποίος πέτυχε πάρα πολλά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Δεν είναι όμως καιρός για θριαμβολογία. Όχι μόνο γιατί το δεύτερο πακέτο δημοσιονομικών μέτρων δεν έχει ακόμη εγκριθεί (το οποίο ευελπιστώ να περιλαμβάνει και μέτρα που θα στηρίξουν με αποτελεσματικό τρόπο την ανάπτυξη, γιατί, όπως μας έχει δείξει η πρόσφατη εμπειρία μας από άλλες χώρες περικοπές χωρίς ανάπτυξη είναι συνταγή αποτυχίας). Αλλά και γιατί ο κύριος κίνδυνος ο οποίος οδήγησε στις διαδοχικές υποβαθμίσεις της κυπριακής οικονομίας – δηλαδή το μεγάλο μέγεθος του τραπεζικού συστήματος σε σχέση με την οικονομία και η έκθεση του στην Ελληνική οικονομία - συνεχίζει να υφίσταται. Και εφόσον η βαθιά ύφεση στην οποία βρίσκεται η Ελληνική οικονομία συνεχίζεται, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για τις κυπριακές τράπεζες και σαν συνεπακόλουθο τα δημόσια οικονομικά της Κύπρου, παραμένουν μεγάλοι.
Οι μεγάλες ζημιές που έδειξαν οι κυπριακές τράπεζες πριν λίγες μέρες στα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2011, λόγω της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα ανταλλαγής ελληνικών ομολόγων, αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό πρώτο βήμα αναγνώρισης της πραγματικής τους οικονομικής εικόνας - η οποία δεν μπορεί παρά να αντανακλά τη μεγάλη έκθεση τους στην Ελληνική οικονομία.
Οι ζημιές αυτές – οι οποίες ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενες – θα πρέπει να λειτουργήσουν ως wake-up call για τη λήψη μέτρων που θα μειώσουν την εξάρτηση της εγχώριας οικονομίας από τις επεκτάσεις των κυπριακών τραπεζών στο εξωτερικό. Αν οι δραστηριότητες των κυπριακών τραπεζών εκτός Κύπρου συνεχίσουν να απολαμβάνουν σιωπηρή κρατική κάλυψη, τα δημοσιονομικά της χώρας θα παραμένουν ευάλωτα και θα υπόκεινται σε υποβαθμίσεις λόγω της μεγάλης αυτής δυνητικής υποχρέωσης (contingent liability).
Επίσης η Κύπρος θα οδηγηθεί σε κοινωνικά αδιέξοδα και αντιπαράθεση μεταξύ τραπεζών και της υπόλοιπης οικονομίας – κάτι που έγινε στις ΗΠΑ – από την οποία κανείς δε θα βγει κερδισμένος. Η άποψη ότι πρέπει να υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια ώστε το κράτος να είναι σε θέση να στηρίξει το τραπεζικό σύστημα, στην καλύτερη περίπτωση βασίζεται στη συμβολή των τραπεζών στην εγχώρια οικονομία και όχι στην στήριξη άλλων οικονομιών. Η μικρή Κύπρος, και αν ακόμη μπορούσε να στηρίξει άλλες οικονομίες, θα έπρεπε να το κάνει μέσω άλλων διαδικασιών και όχι μέσω του τραπεζικού της συστήματος.
Είναι σίγουρο ότι αν δε ληφθούν μέτρα που θα περιορίζουν αυτό το ρίσκο, τα μέτρα λιτότητας θα πρέπει να συνεχισθούν μέχρι ο δημόσιος τομέας να αρχίσει να δημιουργεί πλεονάσματα και να αποπληρώνει το δημόσιο χρέος, ώστε να έχει περιθώρια να στηρίξει τις τράπεζες. Σε τέτοια περίπτωση οι εργαζόμενοι - δημόσιοι και οι ιδιωτικοί – και οι συντεχνίες τους - θα έχουν το κάθε δικαίωμα να αρνηθούν να προσφέρουν περισσότερα. Ο ρόλος ενός σύγχρονου κράτους, το οποίο έχει γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη, δεν είναι να παίρνει χρήματα από τους εργαζόμενους για να ενισχύει αδύναμες τράπεζες, μάλιστα για να καλύπτουν τις ζημιές τους από άλλοτε κερδοφόρες δραστηριότητες στο εξωτερικό. Ο «σοσιαλισμός για πλούσιους» - όρος που χρησιμοποιεί ο Τζόζεφ Στίγκλιτς για να περιγράψει εύστοχα το σημερινό οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ – δεν πρέπει να εισαχθεί και στην Κύπρο.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν εύκολες λύσεις σε αυτό το μεγάλο πρόβλημα. Δεν είναι όμως ιδιαίτερα δύσκολο να προταθούν αρχές πάνω στις οποίες τυχόν λύσεις πρέπει να βασιστούν.
Οι κυπριακές τράπεζες πρέπει να κληθούν να καταρτίσουν σχέδια τα οποία θα στοχεύουν να μειώσουν δραματικά το ρίσκο για τον Κύπριο φορολογούμενο από το μεγάλο τους μέγεθος και από την έκθεσή τους όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες. Όταν ένα σύστημα που έχει μέγεθος 7-9 φορές το ΑΕΠ της χώρας χρειαστεί κεφαλαιακή ενίσχυση έστω και της τάξης του 2% του ισολογισμού του, αυτό αντιστοιχεί με 14-18% του ΑΕΠ της χώρας. Αυτό είναι ένα μεγάλο ρίσκο και πρέπει να παρθούν μέτρα που θα το μειώσουν, αν είναι δυνατό χωρίς να μειωθεί η θετική συμβολή των τραπεζών στην κυπριακή οικονομία.
Οι ρυθμιστικές αρχές, δηλαδή η ΚΤΚ και το ΥΠΟΙΚ, πρέπει να καταρτίσουν τάχιστα τα δικά τους σχέδια με συμβουλή ανεξάρτητων – ξένων – εμπειρογνωμόνων. Οι δικές μου επιλογές, τις οποίες θα αποκαλύψω για να μην κατηγορηθώ ότι προσπαθώ να προτείνω τον εαυτό μου για συμβουλευτικές υπηρεσίες, θα ήταν ο βετεράνος καθηγητής του LSE Charles Goodhart και ο ελληνικής καταγωγής Charles Calomiris του πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης - και οι δύο ανάμεσα στους πιο κορυφαίους ακαδημαϊκούς στον κόσμο για θέματα τραπεζικών κινδύνων και ρύθμισης. Πιστεύω ότι τέτοιοι εμπειρογνώμονες θα τύχουν γενικής αποδοχής και θα μπορέσουν να προσφέρουν εισηγήσεις που κατά πάσα πιθανότητα θα αποδειχθούν σωτήριες για την Κυπριακή οικονομία.
Πανίκος Δημητριάδης Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο του Leicester