Τράπεζες και ανάπτυξη - Μέρος Α
Μέσα στις σημερινές συνθήκες η άποψη ότι μπορεί να υπάρχει θετική σχέση μεταξύ του μεγέθους του τραπεζικού συστήματος και του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας μπορεί να ακούγεται σαν ένα κακόγουστο αστείο. Μια κριτική όμως ανάλυση του θέματος αυτού, καθοδηγούμενη από ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα ότι υπό «κανονικές» συνθήκες – δηλαδή όταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπόκειται σε αυστηρή ρύθμιση και εποπτεία – η σχέση αυτή υφίσταται. Η ίδια ανάλυση οδηγεί επίσης στο πολύ σημαντικό συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός χαλαρής ρύθμισης με ατελή εταιρική διακυβέρνηση σε ιδιωτικές τράπεζες, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την υπόλοιπη οικονομία.
Η σχέση μεταξύ τραπεζών και ανάπτυξης ήταν και παραμένει να είναι ένα από τα πλέον δημοφιλή θέματα στα οικονομικά της ανάπτυξης κατά τα τελευταίες δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Είναι επίσης ένα θέμα με τις διάφορες πτυχές του οποίου έχω ασχοληθεί σαν ερευνητής από την αρχή της ακαδημαϊκής μου καριέρας, δηλαδή από το 1990.
Η εξέλιξη της βιβλιογραφίας πάνω στο θέμα αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με την πολιτική των φιλελευθεροποιήσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες που προωθήθηκε από τη Διεθνή Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για πολλά χρόνια. Δεν είναι επίσης άσχετη με την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις αναπτυγμένες χώρες κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Από τη δεκαετία του 1970 ερευνητές όπως οι McKinnon, Gurley, Shaw και άλλοι προώθησαν την ιδέα ότι οι πιο φτωχές χώρες στον κόσμο είχαν να ωφεληθούν από τη μεγέθυνση και εμβάθυνση του χρηματοοικονομικού συστήματος. Εισηγηθήκαν επίσης ότι ο λόγος που τα χρηματοοικονομικά συστήματα παρέμειναν υπο-ανάπτυκτα ήταν ο υπερβολικός κρατικός παρεμβατισμός, ο οποίος περιλάμβανε περιορισμούς στα επιτόκια και διοχέτευση δανείων σε τομείς προτεραιότητας, όπως και υψηλά ποσοστά ρευστότητας. Οι πολιτικές αυτές, στο σύνολό τους, βαφτίσθηκαν από τον McKinnon «χρηματοοικονομική καταστολή» (financial repression).
Η πεποίθηση ότι η φιλελευθεροποίηση του χρηματοοικονομικού τομέα θα μπορούσε να ωθήσει την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας κέρδισε έδαφος διεθνώς από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η περίοδος αυτή σημαδεύθηκε και με ανάλογες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές όπως π.χ. η άνοδος του Θατσερισμού και η άνθηση της Σχολής των μακροοικονομικών του γλυκού νερού.
Οι φιλελευθεροποιήσεις, όπως η κατάργηση περιορισμών στα επιτόκια και στις συναλλαγματικές ροές, επιβλήθηκαν μέσω προγραμμάτων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε χώρες κυρίως της Λατινικής Αμερικής από το ΔΝΤ και τη ΔΤ, αλλά ακολουθήθηκαν συχνά από τραπεζικές κρίσεις και χρηματιστηριακές φούσκες και κραχ, μεγάλη ανεργία και ύφεση. Η εμπειρία χωρών της Λατινικής Αμερικής από αυτό το πρώτο κύμα φιλελευθεροποιήσεων είχε συνοψισθεί από τον Carlos Diaz Alejandro στο περίφημο άρθρο του που δημοσίευσε το περιοδικό Journal of Development Economics με τον τίτλο “Good-bye Financial Repression, Hello Financial Crash”. Η ανάλυση του Diaz Alejandro, αλλά και άλλων που ακολούθησαν καταλόγισαν ένα μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την αποτυχία των μεταρρυθμίσεων αυτών στο συνδυασμό έλλειψης αποδοτικών αγορών και χαλαρής εποπτείας χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Παρόμοια ήταν και η εμπειρία πολλών χωρών της Ανατολικής Ασίας την ίδια και την επόμενη δεκαετία, η οποία κορυφώθηκε με την Ασιατική κρίση του 1997-98.
Η αποτυχία του πρώτου κύματος φιλελευθεροποιήσεων οδήγησε τον ίδιο τον Ronald McKinnon να αποδώσει ευθύνες στη χαλαρή ρύθμιση και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για τον McKinnon η χρηματοοικονομική φιλελευθεροποίηση, για να είναι επιτυχής, πρέπει πλέον να συνοδεύεται με ενίσχυση του ρυθμιστικού πλαισίου και της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Ο κύριος λόγος είναι η ανάγκη για προσεκτική διαχείριση των αυξημένων χρηματοοικονομικών κινδύνων που απορρέουν από φιλελευθεροποιήσεις, ιδιαίτερα λόγω των προβλημάτων ασυμμετρικής πληροφόρησης.
Η έλλειψη διαφάνειας σε συνθήκες χαλαρής εποπτείας ή/και ρύθμισης και αδύνατης εταιρικής διακυβέρνησης έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει ακόμη και σε λεηλασία τραπεζών (δηλαδή αποταμιεύσεων), όπως εξηγούν οι κορυφαίοι οικονομολόγοι George Akerlof και Paul Romer σε άρθρο τους με τίτλο «Looting: The Economic Underway of Bankruptcy for Profit». Αυτό το φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κατά τη δεκαετία του 1990 με την είσοδο εκατοντάδων νέων καιροσκοπικών τραπεζών σε συνθήκες σχεδόν ανύπαρκτης εποπτείας και ρύθμισης. Σε σχετικό άρθρο που συνέγραψα με τις συνεργάτιδές μου Svetlana Andrianova και Anja Shortland και δημοσιεύθηκε στο Journal of Development Economics (με τίτλο «Government Ownership of Banks, Institutions and Financial Development»), δείχνουμε ότι σε τέτοιες συνθήκες οι καταθέτες εμπιστεύονται περισσότερο τις κρατικές τράπεζες παρά τις ιδιωτικές. Για παράδειγμα, στη Ρωσία η κρατική τράπεζα αποταμιεύσεων Sberbank διατηρούσε μέχρι πρόσφατα το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς καταθέσεων παρά το γεγονός ότι πρόσφερε τα χαμηλότερα επιτόκια καταθέσεων.
Στο επόμενο μέρος του άρθρου θα αναλύσω την εξέλιξη της βιβλιογραφίας που επικεντρώνεται στη σχέση του μεγέθους του χρηματοπιστωτικού συστήματος με την ανάπτυξη.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο του Leicester
Μέλος της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών του Ηνωμένου Βασιλείου