«Κακές» τράπεζες
Μπορεί να φαντάζει παράξενο όμως η δημιουργία «κακών» τραπεζών (bad banks) αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές μεθόδους εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος μετά από μία τραπεζική κρίση. Θα μπορούσαν να ονομασθούν και «τοξικές» παρά κακές στα ελληνικά γιατί οι τράπεζες αυτές δημιουργούνται συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, από το κράτος, για να απορροφήσουν τα τοξικά στοιχεία που υπάρχουν στους ισολογισμούς των εμπορικών τραπεζών.
Δεν υποστηρίζω ότι κατ’ ανάγκη πρέπει να δημιουργηθεί τέτοια τράπεζα και στην Κύπρο. Η ιδέα αξίζει όμως προσεκτικής εξέτασης και συζήτησης, αφού ο θεσμός αυτός έχει υιοθετηθεί πρόσφατα, με διαφορετικές μορφές, σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η Γερμανία, και η Ελβετία. Το άρθρο αυτό στοχεύει περισσότερο να κάνει μία σύντομη εισαγωγή στο θέμα αυτό με την ελπίδα ότι θα αποτελέσει έναυσμα γενικότερης συζήτησης μεθόδων εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος, αφού η αδυναμία των τραπεζών να στηρίξουν τις κυπριακές επιχειρήσεις είναι σήμερα το μεγαλύτερο ίσως εμπόδιο στην ανάπτυξη (όπως λένε και επιχειρηματίες, π.χ. ο κ. Παπαέλληνας).
Ας υποθέσουμε – ακολουθώ εδώ το παράδειγμα που δίνει ο James Kwak στο άρθρο του Bad Banks for Beginners - ότι η τράπεζα Χ έχει στοιχεία ενεργητικού €105 δισ. (δάνεια, ομόλογα, μετρητά κλπ), €95 δισ. σε στοιχεία παθητικού (καταθέσεις, χρεόγραφα, κ.α.) και €10 δισ. μετοχικό κεφάλαιο. Ας υποθέσουμε ότι τα στοιχεία ενεργητικού μπορούν να χωρισθούν σε δύο κατηγορίες, «καλά», τα οποία ανέρχονται σε €60 δισ. και «τοξικά», τα οποία ανέρχονται σε €45 δισ. Τα τοξικά μπορεί να είναι προβληματικά δάνεια και ομόλογα με μεγάλη πιθανότητα απομείωσης. Ας υποθέσουμε επίσης ότι η τράπεζα Χ διαγράφει €5 δισ. από τα τοξικά και έτσι ο ισολογισμός της μειώνεται στα €100 δισ. και η αξία του μετοχικού κεφαλαίου μειώνεται σε €5 δισ. Ας υποθέσουμε επίσης ότι οι επενδυτές πιστεύουν ότι η τιμή των υπόλοιπων τοξικών, αν η τράπεζα υποχρεωθεί να τα πουλήσει στην ελεύθερη αγορά, είναι €20 δισ., γιατί σε συνθήκες κρίσης δεν υπάρχουν αγοραστές.
Με άλλα λόγια οι επενδυτές πιστεύουν ότι η τράπεζα είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένη, γιατί δεν έχει αρκετό μετοχικό κεφάλαιο για να απορροφήσει διαγραφή €20 δισ. από τα στοιχεία του ενεργητικού της. Έτσι οι επενδυτές δεν θέλουν να δανείσουν στην τράπεζα, αλλά ούτε και να αγοράσουν νέο μετοχικό κεφάλαιο που η ίδια η τράπεζα επιθυμεί να εκδώσει. Σε τέτοιες συνθήκες η ίδια η τράπεζα προτιμά να αποθηκεύει τα ρευστά διαθέσιμα που έχει παρά να τα δανείσει και υποχρεώνεται μάλιστα να πληρώνει υπερβολικά ψηλά επιτόκια στους καταθέτες για να αποτρέψει την εκροή καταθέσεων. Το σενάριο αυτό περιγράφει μία ζωντανή-νεκρή τράπεζα (zombie bank), η οποία αιμορραγεί συνεχώς και αδυνατεί να παίξει το θετικό ρόλο που αρμόζει σε μία υγιή τράπεζα στη διαδικασία της ανάπτυξης. Αν το τραπεζικό σύστημα μιας χώρας αποτελείται από αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις, τότε δημιουργείται γενικό πάγωμα πιστώσεων (credit crunch) που στραγγαλίζει κυριολεκτικά τις επιχειρήσεις οι οποίες εξαρτούνται από το τραπεζικό σύστημα για χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους, εκτοξεύοντας στα ύψη τις χρεοκοπίες και την ανεργία, με όλα τα αρνητικά οικονομικά και κοινωνικά συνεπακόλουθα.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι δημιουργείται μία μεγάλη κακή τράπεζα (aggregator bad bank) με στόχο την απορρόφηση όλων των τοξικών στοιχείων που υπάρχουν στο τραπεζικό σύστημα με κρατικό ίσως κεφάλαιο – με έκδοση ομολόγων – και δάνειο από το Μηχανισμό Στήριξης. Σε τέτοια περίπτωση είναι λογικό η κακή τράπεζα να αγοράσει τα τοξικά στοιχεία της Χ – και των άλλων τραπεζών - σε τιμή που αντιπροσωπεύει τη δίκαιη μακροπρόθεσμη αξία των τοξικών στοιχείων. Ας υποθέσουμε ότι η τιμή αυτή είναι €37.5 δισ. Τότε ο ισολογισμός της τράπεζας μειώνεται στα €97.5 δισ., η αξία του μετοχικού της κεφαλαίου μειώνεται στο 2.5 αλλά η τράπεζα, χωρίς τοξικά στον ισολογισμό της, μπορεί πιο εύκολα να εξεύρει ιδιώτες επενδυτές. Αυτό γίνεται συνήθως ταυτόχρονα και με μία μικρή κρατική συμμετοχή, η οποία στοχεύει να εξασφαλίσει τα συμφέροντα του φορολογούμενου από αυτή την πράξη.
Με τη νέα ρευστότητα που αποκτούν οι τράπεζες από την πώληση των τοξικών στοιχείων ενεργητικού θα μπορέσουν άμεσα να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη, δημιουργώντας έτσι προστιθέμενη αξία για όλη την οικονομία, ενισχύοντας έτσι την απασχόληση και τα κρατικά έσοδα από τη φορολογία.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της μεθόδου εξόδου από την κρίση είναι η εκτίμηση της «δίκαιης» αξίας των τοξικών στοιχείων. Μία υπερβολικά υψηλή τιμή γίνεται ένα απαράδεκτα μεγάλο δώρο στις τράπεζες από το φορολογούμενο πολίτη. Ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος είναι η συμμετοχή της τράπεζας που ενδεχομένως να επωφεληθεί από τις πωλήσεις τοξικών στοιχείων στο μετοχικό κεφάλαιο της κακής τράπεζας. Αυτό έγινε για παράδειγμα στην Ελβετία, με την περίπτωση της UBS, η οποία πώλησε τα τοξικά της στοιχεία στην τιμή βιβλίου σε κακή τράπεζα που δημιούργησε η ίδια, δηλαδή χωρίς καμιά απομείωση.
Αν και εφόσον δεν υπάρξει υπερτιμολόγηση των τοξικών στοιχείων, τότε η δημιουργία κακής τράπεζας είναι μία καλή επένδυση και για το φορολογούμενο, για τον κύριο λόγο ότι χωρίς να υποστεί ζημιά εξασφαλίζει την επανεκκίνηση της οικονομίας, μειώνει την ανεργία και βελτιώνει τα δημόσια οικονομικά. Φυσικά η όλη ιδέα βασίζεται στην υπόθεση ότι τα τοξικά και τα υγιή στοιχεία ενεργητικού μπορεί εύκολα να διαχωριστούν.
Η εναλλακτική λύση που υπάρχει για εξυγίανση τραπεζών, εκτός από την κρατικοποίησή τους, είναι η παροχή κρατικών εγγυήσεων για τα τοξικά στοιχεία σε συνδυασμό, συνήθως, με μερική κρατικοποίηση. Αυτή είναι παρόμοια λύση με τη δημιουργία κακής τράπεζας και έχει το πλεονέκτημα ότι αποφεύγεται η ανάγκη εξεύρεσης δίκαιης τιμής για τα τοξικά. Όμως δεν είναι και χωρίς μειονεκτήματα, όπως π.χ. η εξεύρεση δίκαιης τιμής που θα πληρώσουν οι τράπεζες για τις εγγυήσεις. Λόγω έλλειψης χώρου αλλά και χρόνου, παραπέμπω τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες στο πολύ καλό άρθρο του Douglas J. Elliott με τίτλο «Bad Bank, Nationalization, Guaranteeing Toxic Assets: Choosing among the options», Brookings 2009.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο του Leicester
Μέλος της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών του Ηνωμένου Βασιλείου