ΑΠΟΨΕΙΣ Τράπεζες και ανάπτυξη: Μέρος Β

Τράπεζες και ανάπτυξη: Μέρος Β

Τράπεζες και ανάπτυξη: Μέρος Β
From Panicos Demetriades
12/3/2012 8:37
Το ενδιαφέρον των ερευνητών για τη σχέση μεταξύ του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ανάπτυξης αναζωπυρώθηκε από ένα ερευνητικό πρόγραμμα το οποίο χρηματοδότησε η Διεθνής Τράπεζα κατά τη δεκαετία του 1990. Το ποιο σημαντικό ίσως άρθρο αυτής της περιόδου ήταν αυτό που συνέγραψαν οι ερευνητές Robert King και Ross Levine με τίτλο ¨Finance and Growth: Schumpeter Might be Right” που δημοσιεύθηκε το 1993 στο Quarterly Journal of Economics.  Το άρθρο αυτό ανέλυε με απλές οικονομετρικές μεθόδους τη σχέση μεταξύ του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας και του μεγέθους του τραπεζικού συστήματος σε 80 χώρες κατά την περίοδο 1960-1989.  Το κύριο συμπέρασμα των ερευνητών ήταν ότι το «βάθος» του τραπεζικού συστήματος το 1960 (δηλαδή το μέγεθος του σε σχέση με το ΑΕΠ) ωθεί την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας για τα επόμενα 30 χρόνια.   Η ιδέα ότι το τραπεζικό σύστημα, μέσω ορθολογικής αξιολόγησης επιχειρηματικών σχεδίων και χρηματοδότησης και παρακολούθησης των καλύτερων, έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την παραγωγικότητα του βιομηχανικού κεφαλαίου είναι φυσικά λογική.  Η ιδέα όμως ότι μια αύξηση του μεγέθους του τραπεζικού συστήματος έχει τη δυνατότητα να ωθεί την ανάπτυξη για τα επόμενα 30 χρόνια είναι κάπως υπερβολική.  Έτσι αυτό το δυσκολοπίστευτο αποτέλεσμα αντικρούσθηκε από αρκετούς ερευνητές, περιλαμβανομένου και του γράφοντος, οι οποίοι χρησιμοποιώντας πιο κατάλληλες οικονομετρικές μεθόδους για την ανάλυση της σχέσης αιτίας-αιτιατού έδειξαν ότι πολύ συχνά ο χρηματοοικονομικός τομέας ακολουθεί την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και όχι το αντίθετο (π.χ. το άρθρο μου με τον K.Hussein Journal of Development Economics 1996 με τίτλο «Does Financial Development Cause Economic Growth?»). Παρά τις κριτικές αντιδράσεις ακαδημαϊκών, το ερευνητικό πρόγραμμα της ΔΤ συνέτεινε σημαντικά στη δημιουργία των θέσεων οικονομικής πολιτικής γνωστών σαν Washington consensus, οι οποίες περιλάμβαναν όχι μόνο τη φιλελευθεροποίηση αλλά και την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.  Στην ίδια την πρωτεύουσα των ΗΠΑ, όπως εξηγεί ο καθηγητής του MIT Simon Johnson στο άρθρο του «The Quiet Coup», επεκράτησε μια ακόμη πιο ακραία μορφή του Washington consensus η οποία συνοπτίζεται με την άποψη ότι «whatever is good for American banks is good for America» (ότι είναι καλό για τις [μεγάλες] αμερικανικές τράπεζες είναι καλό και για την Αμερική).  Η ιδέα αυτή, η οποία ταυτίσθηκε και με την πολιτική του Alan Greenspan, αποδείχθηκε καταλυτική για τη δημιουργία συνθηκών και πολιτικών που οδήγησαν στην κρίση του 2008-09.  Μεταξύ άλλων ενθάρρυναν τη λειτουργία του «casino banking» - αυτός είναι ένας γλαφυρός τρόπος με τον οποίο περιγράφει τις επενδυτικές δραστηριότητες τραπεζών πριν την κρίση ο Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Μέρβιν Κίγκ. Πρόσφατα έχει παρατηρηθεί μια επαναστροφή στη βιβλιογραφία στο θέμα αυτό η οποία δεν έχει να κάνει μόνο με την κρίση του 2008 αλλά και με προηγούμενες κρίσεις.  Το πιο σημαντικό, κατά την άποψή μου, άρθρο στο έχει γραφτεί από τους καθηγητές Peter Rousseau και Paul Wachtel των πανεπιστημών Vanderbilt και Νέας Υόρκης, αντίστοιχα, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Economic Inquiry το 2009.  Στο αρθρο αυτό, το οποίο χρησιμοποιεί στοιχεία από 80 περίπου χώρες, οι δύο ερευνητές δείχνουν ότι κατά την περίοδο 1990-2004 η σχέση ανάμεσα στο μέγεθος του τραπεζικού συστήματος και της ανάπτυξης, έχει εξαφανισθεί.  Οι ερευνητές παρουσιάζουν αποτελέσματα που αποδίδουν την εξαφάνιση αυτή στις «μεγάλες» χρηματοοικονομικές κρίσεις σε αυτή την περίοδο, οι οποίες αφαιρούν μέχρι και 2.0% από τον ετήσιο μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης. Σημειώνω ότι οι ερευνητές χρησιμοποιούν τον ορισμό της Διεθνούς Τράπεζας (Caprio-Klingebiel) σύμφωνα με τον οποίο μια κρίση είναι «μεγάλη» (συστημική) όταν όλο ή το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού κεφαλαίου έχει εξαντληθεί.  Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι «[financial] deepening needs to be accompanied by appropriate policies for financial sector reform and regulation». Σε πιο πρόσφατη και συνεχιζόμενη συνεργασία μεταξύ του γράφοντος και του καθηγητή Rousseau με τίτλο «The Changing face of financial development» αναλύουμε σε μεγαλύτερο βάθος τη σημασία της ρύθμισης και εποπτείας του τραπεζικού συστήματος χρησιμοποιώντας ένα νέο δείκτη χρηματοοικονομικής εποπτείας και ρύθμισης για 91 χώρες που δημοσίευσαν πρόσφατα ερευνητές του ΔΝΤ.  Τα αποτελέσματα εισηγούνται ότι η χρηματοοικονομική ανάπτυξη δεν πρέπει πλέον να ταυτίζεται με το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά με την ποιότητα της ρύθμισης και εποπτείας του.  Όταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα τελεί κάτω από αυστηρή εποπτεία, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μπορεί να είναι μέχρι και 2.0% υψηλότερος το χρόνο σε σύγκριση με ένα καθεστώς χαλαρής εποπτείας.  Στις παλινδρομήσεις μας δείχνουμε επίσης ότι η ποιότητα της εποπτείας καθορίζει κατά πόσον οι χρηματοοικονομικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν η μειώνουν το ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας.  Γιά παράδειγμα, μέτρα που οδηγούν σε αύξηση του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα – τα οποία εκ πρώτης όψεως ακούγονται καλά - μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση του ρυθμού ανάπτυξης μέχρι και 0.4% το χρόνο, όταν η εποπτεία του συστήματος είναι χαλαρή. Τα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε μέσα από μια προσεκτική ανάλυση της βιβλιογραφίας σε αυτό το σημαντικό είναι πιο πλατιά από το ίδιο το θέμα.  Το πιο σημαντικό είναι ίσως ότι πρέπει να αντιληφθούμε ότι τα αποτελέσματα ερευνών που χρηματοδοτούνται και καθοδηγούνται από ισχυρούς διεθνείς οργανισμούς, όπως π.χ. η Διεθνής Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι οποίοι έχουν την δική τους ημερήσια διάταξη σε θέματα οικονομικής πολιτικής, δεν είναι πάντοτε τόσο αξιόπιστα όσο φαίνονται, έστω και αν έχουν δημοσιευθεί στα πιο αξιόλογα ακαδημαϊκά περιοδικά.  Η αξιολόγηση της ερευνας της ΔΤ, η οποία έγινε το 2006 από κορυφαίους ακαδημαϊκούς, διορισμένους από την ίδια την Τράπεζα, επιβεβαιώνει αυτή την άποψη.  Η αξιολόγηση εντόπισε πολλές σημαντικές αδυναμίες, που περιλάμβαναν και την έρευνα για τη σχέση μεταξύ τραπεζικού συστήματος και ανάπτυξης (η κριτική γίνεται στη σελίδα 111 του εγγράφου και εντοπίζει περίπου τα ίδια μεθοδολογικά προβλήματα που είχαμε υποδείξει στο άρθρο που δημοσίευσε το 1996 στο Journal of Development Economics που ανάφερα πιο πάνω). Όμως διερωτούμαι αν το πρόβλημα είναι απλά μεθοδολογικό.  Όπως κάποτε μου ανέφερε ανεπίσημα ένας ανώτερος αξιωματούχος του ΔΝΤ σε μια από τις επισκέψεις μου στην Ουάσιγκτον κατά τη δεκαετία του 1990, η έρευνα που δημοσιεύεται από οικονομολόγους που εργάζονται στο ΔΝΤ η τη ΔΤ δεν μπορεί παρά να συνάδει και να στηρίζει τις θέσεις πολιτικής του οργανισμού στον οποίον εργάζονται. Πανίκος Δημητριάδης Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο του Leicester Μέλος της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών του Ηνωμένου Βασιλείου  
NEWSLETTER