Στο κατώφλι της κρίσης
Διάβασα με ενδιαφέρον στον κυπριακό τύπο τις εισηγήσεις του Συνδέσμου Τραπεζών σχετικά με το νομοσχέδιο που θα διέπει την παρέμβαση του κράτους στις τράπεζες σε περίπτωση χρηματοοικονομικής κρίσης.
Ο Σύνδεσμος εισηγείται ότι η κεφαλαιακή ενίσχυση πρέπει να γίνεται με έκδοση νέων προνομιούχων μετοχών. Οι μετοχές αυτές έχουν προτεραιότητα στη διανομή μερίσματος αλλά δεν δίνουν το δικαίωμα ψήφου στη Γενική Συνέλευση. Δηλαδή αν το κράτος αποκτήσει τέτοιες μετοχές θα πάρει μεν μέρισμα – αν φυσικά οι τράπεζες είναι κερδοφόρες – αλλά δεν θα έχει τη δυνατότητα να λάβει μέρος στη λήψη σημαντικών αποφάσεων.
Σε περίπτωση τραπεζικής κρίσης – η οποία μετά το 50% «εθελοντικό» κούρεμα στα ελληνικά ομόλογα βρίσκεται ήδη στο κατώφλι της Κύπρου - το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να διασωθούν οι τράπεζες οι οποίες είναι συστημικά μεγάλες, για να αποφευχθούν αρνητικές εξωτερικές επιπτώσεις (externalities) στο χρηματοοικονομικό σύστημα και στην ευρύτερη οικονομία.
Το δημόσιο συμφέρον όμως δεν απαιτεί να διασωθούν οι τραπεζίτες σε τράπεζες που καταρρέουν, κάτι το οποίο φαίνεται να προσπαθεί να εξασφαλίσει η εισήγηση του Συνδέσμου Τραπεζών (η οποία θυμίζει λίγο το ρητό «ο σώσων εαυτόν σωθείτο»). Τουναντίον το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει ότι σε περίπτωση αποτυχίας μιας τράπεζας, οι διοικήσεις αντικαθιστούνται με νέες οι οποίες διορίζονται από τους νέους ιδιοκτήτες, αν αυτοί υπάρχουν. Σε περίπτωση μη διάσωσης μιας τράπεζας, αυτόματα οι διοικήσεις ακολουθούν την τύχη της τράπεζας. Η διάσωση από το κράτος γίνεται για να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον και όχι για να προστατευθούν οι διοικήσεις.
Η διεθνής πρακτική, η οποία αναλύεται σε πρόσφατο Policy Brief της Διεθνούς Τράπεζας, είναι το κράτος να αποκτά προνομιούχες μετοχές μόνο όταν τα προβλήματα μιας τράπεζας είναι σχετικά μικρά και προσωρινά. Όταν όμως μια τράπεζα βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, το κράτος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προστατεύσει την επένδυσή του, και αυτό επιβάλλει την απόκτηση συνηθισμένων μετοχών.
Το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων πολύ πιθανό να αποδειχθεί η κορυφή του παγόβουνου. Οι κυπριακές τράπεζες θα υποστούν επιπρόσθετες ζημιές και από τα δάνεια σε ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Επίσης δεν θα εκπλαγώ αν το κούρεμα στα ελληνικά ομόλογα φθάσει τελικά στο 70-80% της αξίας τους (φυσικά αυτό δεν θα είναι πλέον «εθελοντικό»). Το πρόσφατο σχέδιο «διάσωσης» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι και το τελευταίο, παρά τις νέες θριαμβολογίες των ηγετών της Ευρωζώνης, αφού αφήνει την Ελλάδα με χρέος 120% του ΑΕΠ, αν και όταν όλοι οι ιδιώτες πιστωτές αποδεχθούν 50% κούρεμα.
Με άλλα λόγια, η εκτίμηση ότι οι κυπριακές τράπεζες χρειάζονται €3,6 δισ. σε νέα κεφάλαια μπορεί εύκολα να αποδειχθεί ως αισιόδοξη.
Με τα πιο πάνω δεδομένα, το δημόσιο συμφέρον δεν εξασφαλίζεται από την εισήγηση του Συνδέσμου Τραπεζών, παρόλο που η δυνατότητα απόκτησης προνομιούχων μετοχών δεν πρέπει να αποκλεισθεί για λόγους ευελιξίας. Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, η κυπριακή κυβέρνηση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να πράξει ανάλογα με την περίπτωση. Οι ενδείξεις που έχουμε από τις δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες, τόσον όσον αφορά τις κεφαλαιακές τους ανάγκες όσον και τα σχέδια που έχουν καταστρώσει για εξεύρεση ιδιωτικών κεφαλαίων, είναι ότι τέτοια ευελιξία πολύ πιθανό να αποδειχθεί χρήσιμη στην πράξη.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο του Leicester
Μέλος της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών του Ηνωμένου Βασιλείου