Μύθοι ανταγωνιστικότητας
Πρόσφατο άρθρο* των οικονομολόγων της Ασιατικής Τράπεζας Αναπτύξεως Jesus Felipe και Utsav Kumar υποστηρίζει με πειστικά επιχειρήματα ότι οι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας μέσα στην ευρωζώνη που βασίζονται πάνω στο μέσο εργασιακό κόστος είναι λανθασμένες και παραπλανητικές. Οι δύο οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στην περιφέρεια έχει να κάνει με το είδος προϊόντων που παράγουν και όχι γιατί τα ημερομίσθια και άλλα εργασιακά κόστα είναι ψηλά.
Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι τα εργατικά χέρια σε χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως οι Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία, είναι πολύ ακριβά. Και γι΄αυτό το λόγο ισχυρίζονται ότι οι χώρες αυτές υποφέρουν από έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Και επειδή μέσα σε μια νομισματική ένωση δεν υπάρχει δυνατότητα να γίνει υποτίμηση του νομίσματος, εισηγούνται ότι η μόνη λύση είναι περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας – κάτι που αποκωδικοποιείται ως χαμηλότερα ημερομίσθια και μισθοί.
Οι Felipe και Utsav καταρρίπτουν αυτή την επιχειρηματολογία εξηγώντας πρώτα ότι η μέτρηση του εργασιακού κόστους στην ευρωζώνη έχει πολλά μεθοδολογικά προβλήματα και ότι οι συγκρίσεις που γίνονται με τη Γερμανία είναι παραπλανητικές. Επίσης επαναλαμβάνουν κάτι πού τόνισαν και πολλοί άλλοι οικονομολόγοι, περιλαμβανομένου και του γράφοντος, δηλαδή ότι δεν υπάρχει απλή γραμμική σχέση μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και κόστους εργασίας.
Ο κύριος λόγος που οι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας που χρησιμοποιούν το κόστος εργασίας είναι παραπλανητικές είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιούν μακροοικονομικά μεγέθη και όχι φυσικά (μικροοικονομικά) μεγέθη.
Οι συγκρίσεις παραγωγικότητας για να είναι λογικές πρέπει να γίνονται σε φυσικούς όρους, κάτι το οποίο προϋποθέτει ότι χρησιμοποιούμε τα ίδια προϊόντα. Για παράδειγμα αν η Ελλάδα και η Γερμανία παράγουν και οι δύο φραγκφούρτερ (η φέτα) και μόνο, θα μπορούσαμε εύκολα να συγκρίνουμε την παραγωγικότητα των εργατών τους. Αν στη Γερμανία 1 εκ. εργάτες παράγουν 1 δισ. φραγκφούρτερ, τότε η παραγωγικότητα είναι 1,000 φραγκφούρτερ κατά εργάτη. Αν στην Ελλάδα ο ίδιος αριθμός εργατών παράγει 0.5 δισ. φραγκφούρτερ, τότε η παραγωγικότητα εκεί είναι 500 φραγκφούρτερ κατά εργάτη. Σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαμε εύκολα να πούμε ότι η Γερμανία είναι πιο ανταγωνιστική από την Ελλάδα, γιατί οι εργάτες της έχουν διπλάσια παραγωγικότητα από τους εργάτες στην Ελλάδα.
Στην πράξη όμως ο δείκτης που χρησιμοποιείται για τέτοιες συγκρίσεις είναι συνήθως ο λόγος του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές με το συνολικό αριθμό εργαζομένων. Αυτός ο δείκτης δεν είναι απλά ένας μέσος όρος των διάφορων εργασιακών κόστων σε μια οικονομία. Ο δείκτης αυτός στην ουσία είναι το προϊόν του μεριδίου της εργασίας στην παραγωγή με τον αποπληθωριστή (labour share in total output multiplied by the price deflator). Με άλλα λόγια αυτός ο δείκτης αντανακλά την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου.
Το συμπέρασμα που αμέσως μπορεί να εξαχθεί είναι το εξής. Οι πολιτικές που στοχεύουν να μειώσουν το εργασιακό κόστος, μειώνουν το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ - αυξάνοντας ταυτόχρονα το μερίδιο του κεφαλαίου - και μειώνουν την κατανάλωση. Και αυτό γιατί οι εργαζόμενοι συνήθως καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος τους σε σύγκριση με τους κεφαλαιοκράτες. Η μείωση της κατανάλωσης με τη σειρά της λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάκαμψη και συχνά βαθαίνει την ύφεση.
Οι Felipe και Kumar δείχνουν ότι η αύξηση του εργασιακού κόστους στην περιφέρεια – με εξαίρεση την Ελλάδα – από το 1990 μέχρι το 2007 ήταν αποκλειστικά λόγω της αύξησης των τιμών. Στις 11 από τις 12 χώρες που εξετάζουν (που δυστυχώς δεν περιλαμβάνουν την Κύπρο), το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ έχει μειωθεί ή έχει μείνει σταθερό. Η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος είναι ότι – με εξαίρεση και πάλι την Ελλάδα – το μερίδιο του κεφαλαίου στην παραγωγή έχει αυξηθεί ή τουλάχιστον δεν έχει μειωθεί.
Με άλλα λόγια, αν θα μετράμε την ανταγωνιστικότητα μέσω του μέσου εργασιακού κόστους, συνεχίζουν οι συγγραφείς του άρθρου, πρέπει επίσης να ορίσουμε και τον όρο «μεσό κόστος κεφαλαίου» - δηλαδή το λόγο του κέρδους σε σχέση με την παραγωγικότητα του κεφαλαίου. Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι όταν μετράμε την ανταγωνιστικότητα μόνο μέσω του εργασιακού κόστους είναι σαν να απαιτούμε από τους εργαζομένους να σηκώσουν ολόκληρο το βάρος μιας αναπροσαρμογής. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί όμως ότι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας μπορεί να οφείλεται εξίσου - αν όχι και εξ’ολοκλήρου - στην ακρίβεια του κεφαλαίου - δηλαδή οι μηχανές μπορεί να είναι πολύ ακριβές σε σχέση με την παραγωγικότητά τους.
Παραθέτω πιο κάτω τον πίνακα που περιλαμβάνει συγκρίσεις κόστους κεφαλαίου και εργασίας για τις 12 χώρες που εξετάζουν στο άρθρο τους.
Table 1. Unit labour costs (ULC) and unit capital costs (UKC) in the Eurozone in 2007 relative to the respective levels in 1980 and 1995
Πηγή: Jesus Felipe and Utsav Kumar “Do some countries in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what unit labour costs really mean”, VOX-EU, 31 March 2011.
Είναι ξεκάθαρο ότι με εξαίρεση την Ελλάδα, το κόστος κεφαλαίου στην περιφέρεια έχει αυξηθεί περισσότερο από το εργασιακό κόστος. Αυτό ισχύει ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία που ήταν η μόνη χώρα που κατάφερε να μειώσει το εργασιακό κόστος κατά την περίοδο 1995-2007 (η Αυστρία κατάφερε να το συγκρατήσει).
Οι συγγραφείς εξηγούν επίσης γιατί οι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας της περιφέρειας με τη Γερμανία είναι παραπλανητικές. Η Γερμανία παράγει πολύ πιο «πολύπλοκα» προϊόντα - σύμφωνα με τον ορισμό των Hidalgo and Hausmann - σε σύγκριση με τις χώρες της περιφέρειας. Η Γερμανία εξάγει το 12% των 10 πιο πολύπλοκων προϊόντων στον κόσμο. Επίσης οι εξαγωγές της Γερμανίας είναι συγκεντρωμένες στις πιο πολύπλοκες κατηγορίες προϊόντων, ενώ μόνο το 3.4% των προϊόντων που εξάγει είναι «απλά» σε σύγκριση με 33.1% των Ελληνικών προϊόντων και 22.1% των προϊόντων της Πορτογαλίας.
Πιο ορθολογικές θα ήταν οι συγκρίσεις με την Κίνα, που, όπως και η ευρωπαϊκή περιφέρεια, δεν παράγει τόσο πολύπλοκα προϊόντα. Εδώ οι συγγραφείς εξάγουν το πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι η μείωση των ημερομισθίων στην ευρωπαϊκή περιφέρεια δεν θα είναι αποτελεσματική εκτός και αν είναι τόσο μεγάλη που θα τα μειώσει στο επίπεδο Κίνας. Δηλαδή και αν ακόμη μπορούσε η περιφέρεια να μειώσει τα ημερομίσθια κατά 30%, το μόνο που θα πετύχαινε είναι συμπίεση της ζήτησης.
Το τελικό και ίσως πλέον επίκαιρο συμπέρασμα του Felipe και Kumar έχει να κάνει με τη συζήτηση που γίνεται για την ανάγκη να μειωθεί το εργασιακό κόστος, η οποία βασίζεται στη - λανθασμένη - πεποίθηση ότι αυτή θα αυξήσει την ανάπτυξη. Αυτή η πεποίθηση είναι ακόμη ένα δείγμα νεοφιλελεύθερου δογματισμού, ο οποίος προτιμά να αγνοεί την πραγματικότητα. Στη βιβλιογραφία η εμπειρία που έχουμε πάνω στο θέμα αυτό έχει το όνομα «το παράδοξο Kaldor» (Kaldor’s paradox). O Kaldor – ο οποίος ήταν ένας από τους «μαθητές» του Keynes στο Cambridge - είχε δείξει ότι τη μεταπολεμική περίοδο οι χώρες που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση του εργασιακού τους κόστους ήταν οι ίδιες που είχαν και τη μεγαλύτερη αύξηση στο μερίδιο της αγοράς στο εμπόριο. Παρόμοια αποτελέσματα είχε δείξει και ο Fagerberg to 1996.
Κατά τη δική μου άποψη, το παράδοξο Kaldor δεν είναι και τόσο παράδοξο. Ούτε και χρειάζεται περίεργα οικονομικά μοντέλα για να εξηγηθεί. Απλούστατα, η αντιμετώπιση του εργαζομένου από τον εργοδότη ως κόστος παραγωγής που πρέπει να συμπιεσθεί, με τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις και τις συγκρούσεις που δημιουργεί μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει στην παραγωγικότητα. Σε αντίθεση, η αντιμετώπιση του εργαζομένου ως παραγωγικού πόρου και ως δυναμική πηγή καινοτομιών μπορεί να έχει πολλά θετικά οφέλη, όπως έχει δείξει και η σύγχρονη Νέο-Κευνσιανή θεωρία (efficiency wage theory).
*Jesus Felipe and Utsav Kumar “Do some countries in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what unit labour costs really mean”, VOX-EU, 31 March 2011.