H Ευρωζώνη χρειάζεται Σχέδιο Γ (το Γερμανικό Μάρκο)
Πρόσφατο άρθρο στην Financial Times του διάσημου συγγραφέα και πρώην συντάκτη της Observer, Samuel Brittan, για τα προβλήματα της ευρωζώνης, εισηγείται ότι η νομισματική ένωση χρειάζεται επειγόντως ένα Σχέδιο Β, το οποίο θα προγραμματίσει την ομαλή έξοδο της Ελλάδας και της Πορτογαλίας. Παρόμοιες απόψεις εξέφρασαν στην ίδια εφημερίδα και άλλοι επιφανείς οικονομολόγοι.
Συμφωνώ με το συμπέρασμα του Brittan και των άλλων αρθογράφων της FT ότι το Σχέδιο Α της ΕΕ - το οποίο περιλαμβάνει νέο δανεισμό και σκληρότερα μέτρα λιτότητας - δεν θα δουλέψει. Στην καλύτερη περίπτωση θα μετατοπίσει χρονικά την αναδιάρθρωση, ενώ πολύ πιθανό να αυξήσει το μέγεθος του κουρέματος. Και αυτό γιατί εκείνο που λείπει από το Σχέδιο Α είναι η ανάπτυξη. Στη χειρότερη περίπτωση έχει τη δυνατότητα να αποσταθεροποιήσει την Ελλάδα και ίσως και τις άλλες χώρες της περιφέρειας με απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες.
Το Σχέδιο Β - δηλαδή η αποχώρηση της Ελλάδας και της Πορτογαλίας από την Ευρωζώνη - δεν είναι ούτε η μόνη και ούτε και η καλύτερη λύση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ευρωζώνη.
Αντιπαραθέτω την αναγέννηση του Γερμανικού μάρκου - το Σχέδιο Γ - η οποία είναι μια πολύ καλύτερη λύση, τουλάχιστον από οικονομικής άποψης.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Πορτογαλία χρειάζονται επειγόντως μια γερή υποτίμηση του νομίσματός τους. Όμως το ίδιο χρειάζονται λιγότερο ή περισσότερο όλες χώρες του Ευρωπαϊκού «νότου», περιλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Κύπρου και της Μάλτας.
Ο κυριότερος λόγος γιατί η ευρωζώνη δεν είναι βέλτιστη νομισματική ένωση δεν είναι τόσο η αδυναμία των οικονομιών της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, αλλά η δύναμη της Γερμανικής.
Η έξοδος της Γερμανίας από την ευρωζώνη θα οδηγήσει σε μεγάλη υποτίμηση του ευρώ που θα βελτιώσει αμέσως την ανταγωνιστικότητα των χωρών της περιφέρειας. Σαν αποτέλεσμα οι χώρες αυτές θα επανέλθουν σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι που θα βελτιώσει αυτόματα τα δημοσιονομικά τους μεγέθη και θα μειώσει τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται. Με τα επιτόκια χαμηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης, ακόμη και χρέη που υπερβαίνουν το 100% του ΑΕΠ μπορεί να γίνουν διατηρήσιμα. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα στην ιστορία όπου πολύ ψηλό χρέος σταδιακά μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω ανάπτυξης και χαμηλών επιτοκίων (π.χ. οι ΗΠΑ μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είχαν δημόσιο χρέος 120% του ΑΕΠ).
Η επάνοδος του μάρκου θα έχει οφέλη και για τη Γερμανία. Το μάρκο θα μπορούσε σύντομα να αποδειχθεί ανταγωνιστής του δολαρίου ως νόμισμα αποθεματικού (reserve currency), με μεγάλα οφέλη για το τραπεζικό σύστημα της χώρας, ενώ η Bundesbank θα αποκτήσει ξανά τη θέση της στον κόσμο ως η πιο σκληρή κεντρική τράπεζα όσον αφορά τον πληθωρισμό.
Σίγουρα η ανατίμηση του νομίσματος της Γερμανίας θα κάνει τα προϊόντα της χώρας λιγότερο ανταγωνιστικά. Αλλά η οικονομική άνθηση στην ευρωζώνη θα τα κάνει περισσότερο προσιτά.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η επάνοδος του μάρκου έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει συνθήκες που θα οδηγήσουν στην αποφυγή της αναδιάρθρωσης του χρέους των χωρών της περιφέρειας. Ζημιές δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων δισεκατομμυρίων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών - οι περισσότερες από τις οποίες θα επιβαρύνουν τελικά το φορολογούμενο πολίτη - στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στην Κύπρο κ.α. θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
Ούτε το Σχέδιο Α αλλά ούτε και το Β έχουν τη δυνατότητα να αποφύγουν την αναδιάρθρωση του χρέους. Μάλιστα το Σχέδιο Β θα μεγαλώσει σίγουρα το κούρεμα των πιστωτών των δύο χωρών καθώς με την υποτίμηση του νομίσματός τους η δυνατότητα να εξυπηρετήσουν το εξωτερικό τους χρέος θα μειωθεί σημαντικά.
Ένα επιπρόσθετο θετικό σημείο του Σχεδίου Γ είναι ότι χωρίς τη Γερμανία στην ευρωζώνη, η δημοσιονομική ένωση - η οποία είναι αναγκαία για να είναι μια νομισματική ένωση διατηρήσιμη - θα γίνει πιο εύκολα πραγματικότητα. 'Έτσι η ευρωζώνη θα απαλλαγεί το ΣΣΑ, το οποίο, όπως έχω εξηγήσει στο παρελθόν, είναι μια μεγάλη πηγή αστάθειας.
Η μόνη ερώτηση που μένει να απαντηθεί είναι τι θα απογίνουν χώρες όπως η Αυστρία, η Φιλανδία και η Ολλανδία. Θα δεχθούν τις μεγαλύτερες επιχορηγήσεις του νότου οι οποίες απαιτούνται από μια δημοσιονομική ένωση; Ή θα προτιμήσουν να υιοθετήσουν και αυτές το γερμανικό μάρκο σε μια δεύτερη νομισματική ένωση;
Αυτό όμως είναι δευτερεύον θέμα σε σχέση με την εξεύρεση πολιτικά ανώδυνου μηχανισμού για να υιοθετήσει η ευρωζώνη ένα ριζοσπαστικό σχέδιο με τεράστια οικονομικά οφέλη για όλη την ευρωζώνη.
Είναι καιρός να μελετηθεί το Σχέδιο Γ.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών
Πανεπιστήμιο του Leicester