Fitch και Κεντρική Τράπεζα
Διάβασα με ενδιαφέρον την ανακοίνωση του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch σχετικά με την υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας από «ΑΑ–» σε «Α–». Η ανακοίνωση δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο μόνος λόγος για την υποβάθμιση είναι η έκθεση του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου στην Ελληνική οικονομία, οι προοπτικές της οποίας έχουν επιδεινωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες.
Αυτά φυσικά είναι γνωστά και συνάδουν με τις προηγούμενες υποβαθμίσεις από τους άλλους οίκους αξιολόγησης. Προκύπτουν όμως κάποια σημαντικά νέα στοιχεία στην ανακοίνωση, όπως για παράδειγμα ότι η έκθεση ανέρχεται σε €14 δισ. σε κρατικά ομόλογα και €5 δισ. ομόλογα ελληνικών τραπεζών.
Συγκριτικά αναφέρω ότι η έκθεση της Moody’s δεν έκανε καθόλου αναφορά σε ομόλογα τραπεζών, ενώ οι δικές τους εκτιμήσεις για έκθεση σε ομόλογα του ελληνικού κράτους ήταν πολύ χαμηλότερη (€5 δισ.). Αυτά τα νέα – και χειρότερα - στοιχεία σίγουρα δημιουργούν επιπρόσθετα ερωτηματικά τα οποία είναι απαραίτητο να απαντηθούν από τις αρχές.
Ο οίκος αναφέρει επίσης ότι το μέγεθος του κυπριακού τραπεζικού συστήματος ανέρχεται σε 9 φορές το ΑΕΠ της Κύπρου – σε σύγκριση με 6.5 περίπου φορές το ΑΕΠ που δείχνουν τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας (ΚΤΚ).
Ανάμενα λοιπόν ότι οι εποπτικές αρχές θα μας διαφώτιζαν ως προς τα μεγέθη αυτά και θα διέψευδαν ίσως κάποια από τα στοιχεία του οίκου Fitch. Δυστυχώς η ανακοίνωση της ΚΤΚ που ακολούθησε την υποβάθμιση αποφεύγει να σχολιάσει την ακρίβεια των στοιχείων του οίκου Fitch. Δεν διστάζει όμως να εκφράσει τη διαφωνία της με την ανάλυση του οίκου. Συγκεκριμένα η ανακοίνωση της ΚΤΚ αναφέρει τα εξής:
«Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δεν συμφωνεί με την ανάλυση του οίκου Fitch. Παρά ταύτα, λαμβάνει μέτρα περαιτέρω θωράκισης του τραπεζικού τομέα θεωρώντας ότι οι αρχές του κάθε κράτους οφείλουν να προλαμβάνουν τις εξελίξεις. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου εφαρμόζει ένα αυστηρό σύστημα εποπτείας απαιτώντας από τις τράπεζες, μεταξύ άλλων, διατήρηση υψηλών δεικτών ρευστότητας και πλεονάσματα κεφαλαίων για κάλυψη των κινδύνων που αναλαμβάνουν. Οι τράπεζές μας παραμένουν κερδοφόρες και τον τελευταίο χρόνο έχουν περαιτέρω ενδυναμώσει την κεφαλαιακή τους βάση, με αποτέλεσμα να έχουν ξεπεράσει από τώρα τις αυξημένες απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙΙ, οι οποίες δεν είναι υποχρεωτικές για πλήρη εφαρμογή μέχρι το 2019».
Αυτά μπορεί μεν να ακούγονται εντυπωσιακά, αλλά πέραν του ότι είναι εντελώς ατεκμηρίωτα, έρχονται σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις του οίκου Fitch, ο οποίος αναφέρει τα εξής:
“Most Greek-related exposure is held by three major Cypriot banks: Bank of Cyprus, Marfin Popular Bank and Hellenic Bank. Fitch believes that these banks are relatively well placed to absorb the impact of a sovereign debt crisis in Greece that entailed an assumed 50% haircut to face value of Greek government bonds. The agency estimates that in this scenario the cost of recapitalising the banks to a tier one capital ratio of 10% would be of the order of EUR2bn (11% of GDP), only part of which might have to be met by the state. However, in a more severe stress test, where a Greek sovereign default was associated with significant deterioration in asset quality such that non-performing loans rose to 25%, Fitch estimates that the cost of recapitalising the banks could rise to 25% of GDP, necessitating more extensive sovereign support”.
Να προσθέσω ότι ποσοστό 25% για μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν είναι καθόλου ακραίο, τόσο με βάση την ιστορία όσο και με βάση τα σημερινά δεδομένα της Ελληνικής οικονομίας - ανεξάρτητα αν μια νέα χρηματοδότηση από την ΕΕ μετατοπίσει το πρόβλημα διαχρονικά και πολύ πιθανό να το μεγεθύνει.
Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο στο Journal of Financial Stability*, το ποσοστό των ζημιών στις ΗΠΑ κατά την τελευταία κρίση είχε φθάσει το 7%, στη Βουλγαρία είχε ανέβει πάνω από το 60%, στην Ουρουγουάη τo 46% και στην Αργεντινή το 30%. Ο λόγος που οι ζημιές μπορούν να συσσωρευτούν και να φθάσουν σε τέτοια ψηλά επίπεδα είναι ότι οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να κρύβουν της ζημιές στους ισολογισμούς τους για πολύ καιρό μέσω συνήθως της ανακύκλωσης των δανείων τους, (δηλαδή ανανεώνουν ή κάνουν νέα δάνεια σε πελάτες που έχουν προβληματικά δάνεια). Αυτό δημιουργεί τεχνητή εικόνα υγείας και κερδών. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, αυτό το πρόβλημα έχει παρουσιαστεί σε πολλές χώρες, και όχι μόνο σε αναπτυσσόμενες (δηλ. ΗΠΑ, Ιαπωνία κλπ).
Επίσης πολύ γνωστή μελέτη της Διεθνούς Τράπεζας** που δημοσιεύθηκε το 1999, και καλύπτει όλες τις τραπεζικές κρίσεις μέχρι τότε, δείχνει ότι ποσοστό ζημιών επιπέδου 25% δεν αποτελούν εξαίρεση. Στην Κορέα το 1997 οι ζημιές είχαν φθάσει σε 30-40% των χορηγήσεων, στην Ταϊλάνδη στο 14.1%, στη Βραζιλία το 1997 στο 15%, στην Τσεχία το 1999 στο 30.6% και στην Ιαπωνία οι ζημιές είχαν φθάσει στο 17.9% του ΑΕΠ της χώρας.
Η ανακοίνωση του οίκου Fitch - εκτός αν τα στοιχεία στα οποία βασίζεται είναι λανθασμένα – οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα ότι η φαινομενικά μεγάλη κεφαλαιακή επάρκεια των κυπριακών τραπεζών είναι πλασματική, εφ' όσον δεν είναι ικανοποιητική για να καλύψει τους μεγάλους κινδύνους που απορρέουν από την έκθεση του τραπεζικού συστήματος στην Ελληνική οικονομία.
Με άλλα λόγια, τα μοντέλα κινδύνου που χρησιμοποιούν οι κυπριακές τράπεζες για να εκτιμήσουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές τους ανάγκες – τα οποία εγκρίνει η ΚΤΚ – φαίνεται να υπο-εκτιμούν τους κινδύνους από την Ελληνική οικονομία.
Στη Βασιλεία Ι, οι τράπεζες μπορούσαν να θεωρήσουν τα ομόλογα κρατών-μελών του ΟΟΣΑ ως να μην εμπερικλείουν κανένα κίνδυνο. Δηλαδή το απαιτούμενο ελάχιστο κεφάλαιο για κατοχή ελληνικών ομολόγων – ακόμη και σήμερα – θα ήταν μηδέν. Σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙ (και ΙΙΙ), οι τράπεζες καθορίζουν οι ίδιες τον κίνδυνο των επενδύσεων τους, εφ’ όσον έχουν την έγκριση των εποπτικών αρχών. Υποπτεύομαι ότι κάποιες τράπεζες σε άλλες χώρες συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να θεωρούν κρατικά ομόλογα χωρών του ΟΟΣΑ, ίσως ακόμη και της Ελλάδας, ως χωρίς κίνδυνο (riskless) για σκοπούς καθορισμού του ελάχιστου ρυθμιστικού τους κεφαλαίου.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί από τις κυπριακές εποπτικές αρχές είναι τι ακριβώς ποσοστό κινδύνου χρησιμοποιούν οι κυπριακές τράπεζες όταν επενδύουν σε ελληνικά κρατικά η/και τραπεζικά ομόλογα. Για να κατανοήσουμε τι ακριβώς εννοούν όταν μιλάνε για «πλεόνασμα κεφαλαίων». Πως ορίζεται η βάση είναι το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα.
Το ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου απαιτητικό. Η τελευταία πρόταση της ανακοίνωσης της ΚΤΚ – την οποία πρέπει να ομολογήσω διάβασα πολλές φορές πριν την πιστέψω - αναφέρει τα εξής:
«Πρέπει να ανατρέψουμε την αρνητική πορεία του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, έτσι ώστε να επαναφέρουμε το δημόσιο χρέος σε επίπεδο το οποίο να συνάδει με τα δεδομένα μιας μικρής χώρας με μεγάλο χρηματοοικονομικό τομέα».
Με άλλα λόγια η ΚΤΚ, αντί να εισηγηθεί τρόπους που θα μειώνουν τον κίνδυνο για το φορολογούμενο πολίτη από το μεγάλο μέγεθος του τραπεζικού συστήματος, τον καλεί να κάνει θυσίες ούτως ώστε να είναι σε θέση να στηρίξει τις τράπεζες για τυχόν ζημιές που θα προκύψουν από τους μεγάλους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Αν δηλαδή το δημόσιο χρέος ήταν 35% του ΑΕΠ θα μπορούσαμε να δώσουμε και 25% του ΑΕΠ - που υπολογίζουν οι Fitch ότι πιθανό να χρειαστεί - στις τράπεζες χωρίς πρόβλημα...
Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι καθόλου παράλογο ο Κύπριος πολίτης να θέλει να πληροφορηθεί με κάθε λεπτομέρεια για τους κινδύνους που αναλαμβάνουν οι τράπεζες, όπως επίσης και για το επίπεδο κεφαλαιακής κάλυψης που οι εποπτικές αρχές θεωρούν ικανοποιητικό για τον κάθε κίνδυνο ξεχωριστά. Αρχίζοντας από τα ομόλογα του ελληνικού κράτους, τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών και τα δάνεια και χορηγίες στα ελληνικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ο Κύπριος πολίτης θα μπορούσε τότε να κρίνει πιο αντικειμενικά κατά πόσον η κοινωνικοποίηση τραπεζικών ζημιών, για την οποία φαίνεται να μας προετοιμάζουν τόσο ο οίκος Fitch όσο και η ΚΤΚ, είναι αποτέλεσμα κακής τύχης η ελαστικής εποπτείας.
*J.-P. Niinimaki “Hidden loan losses, moral hazard and financial crises”, Journal of Financial Stability 2009. Doi:10.1016/j.jfs.2009.08.001.
** Gerard Caprio and Daniela Klingebiel (October 1999) “Episodes of Systemic and Borderline Financial Crises”, The World Bank.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών
Πανεπιστήμιο του Leicester