Αυτο-επαληθευόμενες προφητείες
Στο περίφημο οικονομικό μοντέλο Diamond-Dybvig, το οποίο αναλύει με απλά μαθηματικά τη σημασία του τραπεζικού συστήματος για τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις, αλλά και δείχνει τη ροπή του προς την αστάθεια, η σταθερότητα του συστήματος είναι απλά και μόνο ένα τέχνασμα εμπιστοσύνης. Στο μοντέλο αυτό, αλλά και σε πολλά άλλα, μια φήμη – καλόπιστη ή κακόβουλη - ότι υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας είναι αρκετή για να δημιουργήσει κρίση ρευστότητας. Όταν υπάρχει υποψία ότι υπάρχει έστω και μικρή πιθανότητα να υπάρξει πρόβλημα ρευστότητας, τότε είναι προς το ιδιωτικό όφελος όλων των επενδυτών να αποσύρουν τις καταθέσεις τους το συντομότερο. Δηλαδή έστω και μια φήμη μπορεί να προκαλέσει κρίση ρευστότητας με συνεπακόλουθο τη χρεοκοπία της τράπεζας. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται αυτο-επαληθευόμενη προφητεία (self-fulfilling prophecy).
Σε αυτό το μοντέλο, η εμπιστοσύνη των καταθετών διασφαλίζεται από την ασφάλιση των καταθέσεων, η οποία μπορεί να γίνει χωρίς κανένα κόστος εφόσον η αρχή που προσφέρει την ασφάλιση αυτή είναι αξιόπιστη. Η σταθερότητά του συστήματος είναι ξεκάθαρα θέμα εμπιστοσύνης των επενδυτών στο σύστημα.
Το μοντέλο αυτό δικαιολογεί επίσης και το ρόλο της Κεντρικής Τράπεζας ως δανειστή εσχάτου καταφυγίου (lender of last resort). Έρχεται επίσης ως απάντηση στους οικονομολόγους της Αυστριακής Σχολής, όπως ο Friedrich Hayek και ο πιο σύγχρονος Lawrence White, οι οποίοι πιστεύουν στην ανωτερότητα της πλήρους ελευθερίας του τραπεζικού συστήματος, χωρίς δηλαδή την αναγκαιότητα να υπάρχει Κεντρική Τράπεζα ή άλλες ρυθμιστικές και νομισματικές αρχές. Σύμφωνα με τη Σχολή αυτή, το τραπεζικό σύστημα αυτορυθμίζεται, η κάθε τράπεζα τυπώνει το δικό της νόμισμα, χωρίς να υπάρχει καν ανάγκη για νομισματική πολιτική, λόγω του ότι η υπόληψη λειτουργεί από μόνη της ως ρυθμιστικός παράγοντας.
Στην πραγματικότητα η ύπαρξη και μόνον Κεντρικών Τραπεζών σε όλες τις χώρες του κόσμου επιβεβαιώνει από μόνη της ότι η Αυστριακή Σχολή δεν έχει πείσει για την ορθότητα των απόψεων της. Ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς αντιλαμβάνονται το σταθεροποιητικό ρόλο που επιτελούν οι κεντρικές τράπεζες. Η ελάχιστη απαίτηση που υπάρχει για τις κεντρικές τράπεζες και γενικότερα τις νομισματικές και ρυθμιστικές αρχές διεθνώς είναι ότι υφίστανται για να δημιουργούν κλίμα εμπιστοσύνης προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα και φυσικά πρέπει να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα ούτως ώστε να μη βρεθεί σε τρωτή θέση.
Αυτά ως μακροσκελής εισαγωγή. Προχωρώ στο κύριο μου θέμα, το οποίο είναι η σημερινή κρίση εμπιστοσύνης που έχει ήδη δημιουργηθεί για την Κυπριακή οικονομία.
Την τελευταία βδομάδα – και εν μέσω διακοπών - έδωσα πολλές συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους για την κατάσταση στην Κύπρο, αρχίζοντας με την Αμερικάνικη New York Times, προχωρώντας στο Νορβηγικό (Norwegian Business Daily) και το Γερμανικό τύπο (Die Welt) και συνεχίζοντας με τον Economist. Δεν γνωρίζω πως και γιατί επέλεξαν να ακούσουν τη γνώμη μου. Εκείνο όμως που αντιλήφθηκα ήταν ότι η άποψη ότι η Κύπρος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας, δηλαδή στα πρόθυρα του μηχανισμού στήριξης, δεν δημιουργήθηκε μέσα από ξένες συνωμοσίες εναντίον της Κύπρου και ούτε μέσα από ανώνυμες φήμες. Δημιουργήθηκε πρώτιστα από την ίδια την αρχή η οποία έχει την ευθύνη να διαφυλάξει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Και αυτό γιατί η Κεντρική δεν περιορίσθηκε σε εμπιστευτική επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία μάλιστα θα μπορούσε να κοινοποιηθεί στην υπόλοιπη πολιτική ηγεσία της χώρας, αλλά, εν τη σοφία της, δημοσιοποίησε την σχετική ανακοίνωσή της για τον κίνδυνο ένταξης της Κύπρου στο μηχανισμό στήριξης τόσο στον εγχώριο όσο και στο διεθνή τύπο.
Και αν ακόμη δεχθούμε ότι αυτό έγινε για να εξασκηθεί περισσότερη πίεση στο εσωτερικό για λήψη επιπρόσθετων μέτρων λιτότητας – δεν εξετάζω εδώ αν αυτά είναι αναγκαία ή όχι – το αυτογκόλ παραμένει. Γιατί φαίνεται ότι η Κεντρική δείχνει να μην αντιλαμβάνεται πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη είναι στην πράξη, με τα σημερινά δεδομένα, η εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα με την εμπιστοσύνη προς το Κυπριακό κράτος.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η μείωση της εμπιστοσύνης προς το Κυπριακό κράτος σε αυτή την επικίνδυνη περίοδο, όταν οι επενδυτές είναι νευρικοί, θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε κρίση ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα πολύ πριν η Κύπρος οδηγηθεί στην αγκαλιά των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ. Το «καυτό» χρήμα εξαφανίζεται με ακόμη περισσότερη ταχύτητα από αυτήν που έχει αποκτηθεί. Τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει πρώτα το τραπεζικό σύστημα της χώρας εφ’ όσον η εξεύρεση νέων κεφαλαίων σε τέτοιες συνθήκες θα είναι σχεδόν αδύνατη, ενώ η διαχείριση της ελλιπούς ρευστότητας και των εκροών θα μετατραπεί σε ένα καθημερινό πονοκέφαλο για τις τράπεζες. Το κράτος, και αν ακόμη καταφέρει να καλύπτει τις δικές του ανάγκες από τις αγορές - κάτι που είναι αμφίβολο όταν υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης - θα υποχρεωθεί να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης για να ενισχύσει τις τράπεζες με νέα κεφάλαια.
Πολλοί – κυρίως οι του ιδιωτικού τομέα – έχουν την ψευδαίσθηση ότι τα μέτρα που θα επιβληθούν από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ θα επηρεάσουν μόνο αυτούς που εργάζονται στο δημόσιο. Άλλοι – κυρίως εργοδότες - νομίζουν ότι θα είναι ευκαιρία να μειώσουν τους μισθούς και να καταργήσουν την ΑΤΑ. Δεν αντιλαμβάνονται όμως ότι η επιβίωση των επιχειρήσεών τους δεν είναι δεδομένη. Το μόνο που είναι δεδομένο, αν η Κύπρος υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να καταφύγει στο μηχανισμό στήριξης, είναι ότι η ζωή θα αλλάξει για όλους. Όχι προς το καλύτερο, αφού η οικονομική συρρίκνωση και η ανεργία θα επηρεάσει τους πάντες.
Είναι πολύ πιθανό επίσης να επηρεασθεί το φορολογικό καθεστώς της Κύπρου, πάνω στο οποίο στηρίζεται ένα μεγάλο και ίσως το πιο πετυχημένο μέρος του ιδιωτικού τομέα. Αν αύξηση 1% του εταιρικού φόρου ήταν επαχθής, διερωτώμαι ποιά θα είναι η αντίδραση όταν η αύξηση είναι της τάξης του 10%.
Πιστεύω όμως – ότι παρά το αυτογκόλ της Κεντρικής, το οποίο σίγουρα έχει αναστατώσει τους επενδυτές και ώθησε την Κύπρο πιο κοντά στο μηχανισμό στήριξης – όλα δεν έχουν ακόμη χαθεί. Γιατί η πραγματικότητα είναι ευτυχώς κάπως πιο πολύπλοκη από τα οικονομικά μοντέλα, όσο κομψά και αν είναι τα τελευταία.
Μιλώντας με τους ξένους δημοσιογράφους και αναλυτές απεκόμισα την εντύπωση ότι ο ουσιώδης λόγος που πιστεύουν ότι η Κύπρος θα χρειασθεί το μηχανισμό στήριξης είναι ότι επικρατεί η λανθασμένη άποψη ότι η Κύπρος είναι λίγο-πολύ όπως και η Ελλάδα. Όταν εξήγησα στο Γερμανό τις μεγάλες διαφορές, που έχουν να κάνουν κυρίως με την ιστορία, και περιλαμβάνουν το διαφορετικό νομικό σύστημα, την υψηλού επιπέδου δημόσια της υπηρεσία, τις πολύ πιο υπεύθυνες συντεχνίες, και γενικά τους καλύτερους θεσμούς, αντιλήφθηκε (μετά από μια ώρα συζήτηση) ότι δεν υπάρχει σύγκριση. Το αποτέλεσμα ήταν το άρθρο της Die Welt, με τίτλο «Γιατί η Κύπρος θα τα καταφέρει από μόνη της».
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αν όλοι οι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες συμπεριφερθούν υπεύθυνα και εργασθούν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, τότε οι ξένοι επενδυτές γρήγορα θα πεισθούν ότι τα θεμελιώδη της οικονομίας είναι γερά και τα χειρότερα θα αποφευχθούν.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών
Πανεπιστήμιο του Leicester