Το τέλος του πάρτι
Το ερώτημα δεν είναι πλέον κατά πόσο η Κύπρος θα πετύχει τη μείωση του ελλείμματος σε επίπεδα κάτω του 3% μέχρι το 2012. Με βάση τις εκθέσεις των ξένων οίκων αξιολόγησης, αυτός ο στόχος φαίνεται να επιτυγχάνεται.
Το ερώτημα είναι κατά πόσον η πολιτεία θα καταφέρει να κερδίσει το μεγαλύτερο στοίχημα, αυτό της επίλυσης χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία.
Τα προβλήματα δεν είναι καινούργια και είναι ευδιάκριτα στο ύψος του δημοσίου χρέους. Το πραγματικό δημόσιο χρέος φθάνει το 105% του ΑΕΠ και είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Στα χαρτιά φαίνεται μικρότερο (60% του ΑΕΠ) γιατί δεν μετράται το χρέος προς το ΤΚΑ και το αυξανόμενο χρέος προς άλλα κρατικά ταμεία.
Δεν έχω υπόψη μου άλλη χώρα της ΕΕ που στηρίζεται τόσο πολύ στον ενδοκυβερνητικό δανεισμό. Δηλαδή, δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη χώρα, που μπορεί να κρύβει τόσο μεγάλο μέρος του χρέους της κάτω από το χαλί.
Επαναλαμβάνω: Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Γίνεται εδώ και δεκαετίες.
Το καινούργιο είναι πως το πάρτι φαίνεται να τελειώνει, και θα πρέπει δυστυχώς να αρχίσουμε να μαζεύουμε τα σπασμένα.
Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι που ενισχύουν σήμερα την ανάγκη μεταρρυθμίσεων σε σχέση με πριν.
Ο πρώτος έχει σχέση με τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στις διεθνείς αγορές. Οι πιστωτές και αξιολογητές βλέπουν πλέον με πολύ μεγαλύτερη δυσπιστία τα διαρθρωτικά προβλήματα των οικονομιών που δανείζουν, ζητώντας μεγαλύτερες εξασφαλίσεις και ψηλότερες αποδόσεις για τους κινδύνους που επωμίζονται.
Ο δεύτερος λόγος είναι το ότι η κυπριακή οικονομία δεν μπορεί να ελπίζει πλέον στην ταχύρρυθμη ετήσια ανάπτυξη του 4% και στη σχεδόν ανύπαρκτη δομική ανεργία που είχε τις προηγούμενες δεκαετίες. Η «ωρίμανση» της κυπριακής οικονομίας περιορίζει τη δυνατότητα αύξησης των κρατικών εσόδων, και καθιστά αναγκαία τη συγκράτηση των δαπανών.
Αυτές οι δύο μεταβλητές – οι αντιλήψεις των διεθνών πιστωτών και η προσγείωση της κυπριακής οικονομίας σε ηπιότερους ρυθμούς ανάπτυξης – επιβάλλουν την επίσπευση των προσπαθειών επίλυσης των διαρθρωτικών προβλημάτων.
Το χρονοδιάγραμμα του ενός (πρόσθετου) έτους που έθεσε η κυβέρνηση για αλλαγές στις κρατικές συντάξεις προκαλεί, λοιπόν, πραγματική απορία γιατί δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη τις πιο πάνω αλλαγές.
Αν η κυβέρνηση πράγματι επιθυμεί να λύσει τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας, οφείλει να το κάνει με πιο πειστικό τρόπο που να πείθει, αν όχι τους πολιτικούς της αντιπάλους, τουλάχιστον τους διεθνείς της πιστωτές και τους αξιολογητές.
Η διαιώνιση της συζήτησης για τις μεταρρυθμίσεις φαίνεται πολιτικά βολική αλλά είναι οικονομικά επικίνδυνη. Και ενδεχομένως να καταστεί πολιτικά επώδυνη, αν οι οικονομικοί κίνδυνοι που ελλοχεύουν πραγματοποιηθούν.
Αντώνης Έλληνας
Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών
Πανεπιστήμιο Κύπρου