Τεχνοκρατία και χρεοκοπία
Από τους δεκάδες αριθμούς που ακούγονται το τελευταίο διάστημα σε σχέση με το κυπριακό μνημόνιο ξεχώρισα εδώ και πολύ καιρό ένα: Την απαίτηση της τρόικας όπως ο δείκτης core tier 1 όλων των κυπριακών τραπεζών αυξηθεί στο 10% μέχρι το τέλος του 2013.
Τον καιρό της φούσκας των ακινήτων και του οικονομικού μπουμ οι τράπεζες δάνειζαν μέχρι και 25 φορές τα κεφάλαια τους και με το 10% ο βαθμός μόχλευσης τους θα μειωθεί στις 10 φορές.
Τον Οκτώβριο του 2011 η European Bank Authority είχε βάλει – λανθασμένα, κατά πολλούς – τον πήχη στο 9% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ωθώντας τις δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες σε κρατική στήριξη.
Η αύξηση του πήχη στο 10% ίσως σημαίνει την κρατικοποίηση των πλείστων κυπριακών τραπεζών και συνεργατικών, και την αύξηση του πακέτου στήριξης των κυπριακών τραπεζών κατά κάποια δισεκατομμύρια.
Επειδή αυτά τα επιπλέον δισεκατομμύρια ίσως κάνουν τη διαφορά μεταξύ της βιωσιμότητας του κυπριακού χρέους και της χρεοκοπίας, είναι σημαντικό να τεκμηριωθεί επιστημονικά το αίτημα για την απότομη αύξηση του κεφαλαιακού πήχη στο 10%.
Ένα χρηματοοικονομικό κέντρο σαν την Κύπρο πρέπει αναμφιβόλως να σηματοδοτεί την ευρωστία του χρηματοπιστωτικού του συστήματος, και το 10% σίγουρα βοηθά να σταλούν τα κατάλληλα μηνύματα σε ξένους καταθέτες και σε επίδοξους επενδυτές.
Αν το τίμημα όμως είναι η χρεοκοπία του κράτους – επειδή τα πρόσθετα κεφάλαια θα τα παραχωρήσει το κράτος, και όχι οι μέτοχοι των τραπεζών – τότε ποιο το όφελος από την απότομη αύξηση των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών;
Επειδή δεν είμαι ειδικός στο θέμα υπέθετα μέχρι τώρα ότι υπάρχει ισχυρή βιβλιογραφία που να στηρίζει τη θέση των πιστωτών της Κύπρου – ότι δηλαδή, η απότομη αύξηση του εποπτικού πήχη είναι η συνταγή για έξοδο από την τραπεζική κρίση.
Αντιλήφθηκα όμως τις τελευταίες μέρες ότι ακόμα και οι ειδικοί έχουν παρόμοιες αμφιβολίες για τη χρησιμότητα της συγκεκριμένης ρύθμισης.
Η περίπτωση της Ιρλανδίας, όπου η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το μηχανισμό ανέβασε το core tier 1 ratio τους πολύ πιο πάνω από το 10%, δεν φαίνεται να είναι συγκρίσιμη. Ακόμα και μετά την τεράστια στήριξη των τραπεζών, το ιρλανδικό χρέος βρίσκεται στο 108%, που θεωρείται βιώσιμο. Στην περίπτωση της Κύπρου το χρέος μπορεί να φθάσει το 140% ή το 160% του ΑΕΠ.
Θα πρέπει λοιπόν οι διεθνείς τεχνοκράτες που υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη ρύθμιση να είναι σε θέση να εξηγήσουν τη λογική της.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το διεθνές και το κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα έχουν συσσωρεύσει πολλές και μεγάλες στρεβλώσεις που πρέπει να διορθωθούν.
Όπως ανέφερε σε φετινή ομιλία του το μέλος της Επιτροπής Χρηματοοικονομικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας Michael Cohrs, «θα υπάρχουν πειρασμοί να εφαρμοστούν γρήγορες λύσεις ή νέο εποπτικό πλαίσιο».
«Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς για το γεγονός ότι θα χρειαστεί χρόνος να θεραπευτούν τα περισσότερα από τα προβλήματα».
Όπως λέει ο κ. Cohrs, ο χρόνος που χρειάζεται υπερβαίνει τους εκλογικούς και οικονομικούς κύκλους.
Ο κίνδυνος που διατρέχουν όσοι επιμένουν σε άμεση επίλυση όλων των προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι η τεχνοκρατικά παρακινούμενη (technocratically-induced) χρεοκοπία κρατών.
Του Αντώνη Α. Έλληνα
Επίκουρου Καθηγητή Πολιτικών Επιστημών
Πανεπιστήμιο Κύπρου