Θεσμοί οικονομίας και κυπριακό
Υπάρχει η πρόβλεψη από πολλούς οικονομολόγους ότι με τη λύση του κυπριακού η οικονομία θα μπει σε ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Συμφωνώ με αυτή την πρόβλεψη δεδομένου ότι οι θεσμοί που θα σχεδιαστούν για να αντιμετωπίσουν τις καινούργιες (και υπάρχουσες) οικονομικές προκλήσεις θα μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Χονδρικά, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες στην οικονομική πολιτική: Η νομισματική και η δημοσιονομική. Ας τις πάρουμε ξεχωριστά. Η νομισματική πολιτική στην Κύπρου εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ): Ένας από τους κύριους λόγους εισαγωγής του ευρώ στην Κύπρο ήταν πολιτικός καθώς έλυνε ένα από τα προβλήματα της λύσης, το νόμισμα του κράτους. Με την επικείμενη τραπεζική ενοποίηση στην Ευρωζώνη μπορεί να φαίνεται ότι τα προβλήματα νομισματικής πολιτικής θα τα χειρίζεται η ΕΚΤ, και άρα δεν χρειάζεται να ανησυχούμε, καθώς άλλοι φαινομενικά θα παίρνουν τις αποφάσεις για μας. Δυστυχώς (ή ευτυχώς) δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η ΕΚΤ δεν θα εποπτεύει μικρά τραπεζικά ιδρύματα (και όπως ξέρουμε από την εμπειρία του Συνεργατισμού, ακόμη και μικρά τραπεζικά ιδρύματα μπορούν να φτιάξουν μια τρύπα της τάξης του €1,5 δισ.). Επίσης, η ΕΚΤ θα βασίζεται στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου (ΚΤΚ) για πληροφόρηση (πχ ποιά ιδρύματα είναι φερέγγυα). Και κάποιος θα πρέπει να αντιπροσωπεύει την ΚΤΚ στις συνεδριάσεις της ΕΚΤ. Ποιός είναι ο ορθότερος τρόπος οργάνωσης και αντιπροσώπευσης της ΚΤΚ, που ταυτόχρονα θα είναι και πολιτικά αποδεκτός στις διαπραγματεύσεις για το κυπριακό; Αυτή είναι μια ερώτηση στην οποία δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, όπως η πρόσφατη εμπειρία της ΚΤΚ μας μαθαίνει. Τα δημοσιονομικά είναι περισσότερο πολύπλοκα (επειδή έχουμε σαν κράτος μεγαλύτερη αυτονομία σε αυτό το πεδίο). Υπάρχει η αίσθηση ότι σε μια ομοσπονδία το χρέος της κάθε πολιτείας μπορεί να είναι ξεχωριστό και άρα αντιστοιχεί μόνο στους πολίτες της κάθεπολιτείας. Αυτή η ιδέα είναι υπεραπλουστευμένη. Αν το ένα από τα δύο κομμάτια χρεωκοπήσει και ζητήσει τη βοήθεια μιας ξένης δύναμης (της Τουρκίας, της Ρωσίας ή της τρόικας, για παράδειγμα), είναι αυτό εύκολα αποδεκτό για το άλλο κράτος δεδομένης της επιρροής που μια τέτοια βοήθεια δυνητικά προσδίδει; Αν όχι, τότε ποιές θα πρέπει να είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες που μειώνουν την πιθανότητα τέτοιων γεγονότων; Είναι αυτές οι ασφαλιστικές δικλείδες αποδεκτές πολιτικά, και αν ναι, πως θα εφαρμόζονται αποτελεσματικά στην πράξη; Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα δημοσιονομικής πολιτικής που πρέπει άμεσα να συζητηθούν. Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα να είναι περισσότερα στη μια μεριά; Που σημαίνει ότι μακροπρόθεσμα κάποιος μελλοντικός πολίτης από την άλλη πολιτεία μπορεί να κληθεί να πληρώσει τη διαφορά; Είναι δυνατόν να είναι διαφορετικοί οι φορολογικοί συντελεστές και (πχ) ξαφνικά να υπάρχει ανταγωνισμός για υπηρεσίες στα δύο κομμάτια; Σε πολλές ομοσπονδίες υπάρχει οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτειών (οι φόροι είναι διαφορετικοί σε διαφορετικές πολιτείες της Αμερικής, για παράδειγμα). Όμως, σε μια εύθραυστη ομοσπονδία, όπως αυτή που συζητείται, δεδομένης της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών, είναι σοφό να υπάρχει φορολογικός ανταγωνισμός; Το θέμα των λειτουργικών οικονομικών θεσμών σε μία ομοσπονδία είναι μεγάλο και πολύπλοκο. Να το αγνοούμε στις συζητήσεις που γίνονται, είτε δημόσιες, είτε ιδιωτικές, είτε κρυφές, είτε ανοικτές, δεν είναι ούτε σοφό, ούτε πρέπον. Ο Αλέξανδρος Μιχαηλίδης είναι καθηγητής χρηματοοικονομικών στο Imperial College Business School.