ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Μ. Παρασκευάς: Αναμένονται προτάσεις για άρση κακών πρακτικών

Μ. Παρασκευάς: Αναμένονται προτάσεις για άρση κακών πρακτικών

Μ. Παρασκευάς: Αναμένονται προτάσεις για άρση κακών πρακτικών

Ο υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να παρουσιάσει πρακτικές προτάσεις όσον αφορά την άρση των κακών πρακτικών εκ μέρους των τραπεζών, υποστηρίζει σε συνέντευξή του στη StockWatch o πρόεδρος του Συνδέσμου Προστασίας Πρώτης Κατοικίας Μιχάλης Παρασκευάς.

Κληθείς να σχολιάσει την αυστηρή κριτική που άσκησε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Πετρίδης στις τράπεζες για υιοθέτηση κακών πρακτικών σε σχέση με τον χειρισμό αιτήσεων του Σχεδίου Εστία, επικρότησε μεν την κριτική και τον καυτηριασμό των κακών πρακτικών, ωστόσο επεσήμανε ότι οι δηλώσεις δεν αρκούν.

«Δεν αρκούν οι δηλώσεις και η αυστηρή κριτική προς τις τράπεζες από τον υπουργό. Αναμένουμε από τον ίδιο πρακτικές προτάσεις και εισηγήσεις για να αρθεί αυτό το αδιέξοδο των κακών πρακτικών εκ μέρους των τραπεζών», είπε, δηλώνοντας την ετοιμότητα του συνδέσμου να συνδράμει την προσπάθεια του υπουργού.

Αναφερόμενος στις συμφωνίες τραπεζών με εταιρείες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, ζήτησε αποκάλυψη των συμφωνιών, ώστε να διαφανεί αν υπάρχει πρόθεση να βρίσκονται ουσιαστικές λύσεις.

Ερωτηθείς κατά πόσο αλλάζουν τα δεδομένα για τους δανειολήπτες με την απόκτηση των δανείων τους από τις εταιρείες διαχείρισης, ανέφερε ότι ο Σύνδεσμος είχε εκφράσει εξαρχής προβληματισμούς και επιφυλάξεις σε σχέση με τον τρόπο που τα τραπεζικά ιδρύματα συνήψαν συμφωνίες με τις εταιρείες διαχείρισης δανείων.

Παρέπεμψε επίσης σε σημείωμα του γενικού ελεγκτή προς την κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου, αναφορικά με τη συμφωνία μεταξύ ΚΕΔΙΠΕΣ – Altamira, με βάση το οποίο όπως υποστηρίζει, «παρέχεται προμήθεια στην Αλταμίρα ύψους 4.5% για κάθε πώληση ακινήτου και μόλις 0.5% για κάθε αναδιάρθρωση».

«Άμεσα αυτό σημαίνει ότι η Αλταμίρα δεν έχει ουσιαστικά κανένα ή ελάχιστο κίνητρο να προβεί σε αναδιαρθρώσεις, αλλά έχει ισχυρότατο κίνητρο να προβεί σε πωλήσεις ακινήτων και πλειστηριασμούς για να επωφεληθεί της τεράστιας προμήθειας του 4,5% επί της πώλησης/πλειστηριασμού».

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι ανάλογες συμφωνίες τραπεζών και εταιρείες διαχείρισης ισχύουν για όλες τις τράπεζες», είπε, καλώντας όπως «οι τράπεζες αποκαλύψουν τις συμφωνίες που έχουν κάνει με τις εταιρείες διαχείρισης ώστε να φανεί αν όντως έχουν πρόθεση να βρίσκουν ουσιαστικές λύσεις χωρίς οι πολίτες δανειολήπτες να χάνουν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους».

Σημείωσε επίσης, πως ο σύνδεσμος κάλεσε όλα τα κόμματα «να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να πιέσουν προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή της ουσιαστικής διαφάνειας και της απάλειψης τέτοιων απαράδεκτων ρητρών στις συμφωνίες των τραπεζών με τις εταιρείες διαχείρισης», αλλά και τις αρμόδιες αρχές «να επιληφθούν άμεσα αυτού του εξαιρετικά σοβαρού ζητήματος».

Σχολιάζοντας στοιχεία που κατατέθηκαν στη Βουλή και καταδεικνύουν ότι οι εταιρείες διαχείρισης ζητούν από τους δανειολήπτες σύνολο 12 δισ. για ΜΕΔ που εξαγοράστηκαν για το ποσό των €2 δισ., ο κ. Παρασκευά δήλωσε ότι «εφόσον τα τραπεζικά ιδρύματα είναι πρόθυμα να πωλήσουν τα δάνεια τους σε πολύ χαμηλή τιμή είναι απορίας άξιο, γιατί δεν έκαναν αντίστοιχες συμφωνίες με τους δανειολήπτες στους οποίους έχουν συμβατικές ευθύνες». 

Επεσήμανε ότι ο Σύνδεσμος είχε υποστηρίξει πως αυτό που θα έπρεπε να γίνει είναι «το ‘κούρεμα’ αυτό να γινόταν προς όφελος όλων μαζί και των τραπεζών αλλά και των δανειοληπτών, οι οποίοι θα μπορούσαν να προβούν σε βιώσιμες αναδιαρθρώσεις, έτσι ώστε να μειωθούν κατά πολύ τα ΜΕΔ και χωρίς να προκληθεί κοινωνική αναταραχή με απανωτούς πλειστηριασμούς όπως ήδη δυστυχώς συμβαίνει σήμερα».

Εξάλλου, ο κ. Παρασκευά αμφισβήτησε τα στοιχεία της ΚΤ για τις εκποιήσεις, τα οποία δείχνουν ότι δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις στις οποίες υλοποιήθηκε εκποίηση κύριας κατοικίας,

«Δυστυχώς δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Όντως από τα στοιχεία της Κεντρικής δεν φαίνεται να έχουν γίνει πολλές εκποιήσεις πρώτων κατοικιών, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, εκποιήσεις που φαίνονται ως πωλήσεις οικοπέδων ή τεμαχίων γης, δυστυχώς περιλαμβάνουν και κατοικίες/κτίρια που είναι κτισμένες στα εν λόγω ακίνητα», ισχυρίστηκε.

Αναφέρθηκε επίσης, σε περιπτώσεις καταγγελιών εκ μέρους επηρεαζόμενων δανειοληπτών, που προβάλλουν τον ισχυρισμό πως «εξαναγκάστηκαν», κατά την έκφρασή του, «να ‘πωλήσουν’ την κατοικία τους ή να συμφωνήσουν με τα τραπεζικά ιδρύματα ή τις εταιρείες διαχείρισης να δοθεί αυτή έναντι του δανείου». Ως εκ τούτου ανέφερε, «είναι αντιληπτό ότι αυτή η διαδικασία έστω και αν έχει επί της ουσίας το ίδιο αποτέλεσμα δεν καταγράφεται ως εκποίηση».

Ο κ. Παρασκευά, υποστήριξε πως εκποιήσεις κατοικιών έχουν αποφευχθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω των αιτήσεων των ιδιοκτητών για ένταξη τους στο Σχέδιο Εστία, γεγονός που απέτρεπε τέτοιες ενέργειες από τα πιστωτικά ιδρύματα, ενώ χαρακτήρισε «καταλυτικές» τις ενέργειες τόσο του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου, όσο και τις παρεμβάσεις του Συνδέσμου Προστασίας Πρώτης Κατοικίας, «στο να αποφευχθούν εκποιήσεις κατοικιών την τελευταία στιγμή, ιδιαίτερα για ανθρωπιστικούς και κοινωνικούς λόγους», όπως είπε.

«Θα πρέπει να αναφέρουμε επίσης ότι αντιλαμβανόμαστε όλοι την ανάγκη προστασίας του αγαθού της στέγασης για όλους τους συνανθρώπους μας, κάτι που ευελπιστούμε ότι ως κοινωνία αλλά και ως θεσμοί θα πρέπει να συνεχίσουμε να προστατεύουμε», τόνισε. Ωστόσο, εξέφρασε ανησυχία, για τις μελλοντικές εξελίξεις και τις ενέργειες των πιστωτικών ιδρυμάτων, μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών του Σχεδίου Εστία.

Κληθείς να απαντήσει κατά πόσο το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο προστατεύει επαρκώς την κύρια κατοικία, ανέφερε ότι «δεν προνοεί με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο την προστασία της κύριας κατοικίας».

«Ιδιαίτερα ο Περι Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμος και με τις τροποποιήσεις που έγιναν στον Νόμο το 2018, δεν παρέχει κατά την άποψη μας επαρκώς προστασία στην κύρια κατοικία η οποία είναι το αντικείμενο εξασφάλισης ενός δανείου. Συγκεκριμένα από την στιγμή που δίδεται η ευχέρεια στο πιστωτικό ίδρυμα, να προχωρήσει την διαδικασία εκποίησης ενός οποιοδήποτε ακινήτου, μεταξύ αυτών και της κύριας κατοικίας, παρά την ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας αναφορικά με κάποιο χρέος, σημαίνει ότι η κύρια κατοικία μπορεί να εκποιηθεί, ανεξαρτήτως εάν στην συνέχεια ο δανειολήπτης δικαιωθεί», είπε.

«Επιπλέον το γεγονός ότι οι λόγοι παραμερισμού μιας τέτοιας διαδικασίας εκποίησης είναι πολύ περιορισμένοι και πολύ συγκεκριμένοι, όπως για παράδειγμα η ένταξη του δανειολήπτη στο Εστία ή σε ένα Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ή εάν δεν τηρήθηκε ο Κώδικας Συμπεριφοράς της Κεντρικής Τράπεζας, έδειξε ότι δεν ήταν επαρκείς λόγοι για να συγκρατήσουν τις προθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων για εκποιήσεις ακινήτων», υποστήριξε.  

Εστία, Οικία, «bad bank», mortgage to rent

Ο κ. Παρασκευά σχολίασε την στρατηγική της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της προστασίας πρώτης κατοικίας;

Υποστήριξε ότι από τους αριθμούς των αιτήσεων που εγκρίθηκαν τελικά για ένταξη στο Σχέδιο Εστία, «φάνηκε ότι εκ των πραγμάτων λόγω κυρίως απροθυμίας των μηχανισμών που έλεγχαν τις αιτήσεις, το Σχέδιο απέτυχε να υλοποιήσει τους στόχους που τέθηκαν από την κυβέρνηση».

«Να πούμε απλώς ότι τελικά μόνο ένα ποσοστό γύρω στο 18% περίπου έγινε αποδεκτό να ενταχθεί στο Σχέδιο. Σε σχέση με τα υπόλοιπα σχέδια και την ενδεχόμενη μετατροπή της ΚΕΔΙΠΕΣ σε μια bad bank, μένει να δούμε τις λεπτομέρειες που διέπουν πλέον τον τρόπο λειτουργίας αυτού του οργανισμού και πως πρακτικά θα βοηθήσει τους δανειολήπτες και τους ιδιοκτήτες κύριας κατοικίας. Σκοπός, όπως έχουμε αντιληφθεί, είναι να προστατευτούν μη βιώσιμοι δανειολήπτες από το να χάσουν την κατοικία τους και αυτό το επικροτούμε. Θα αναμένουμε να δούμε τα κριτήρια ένταξης και την μεθοδολογία υλοποίησης του σχεδίου mortgage to rent και θα τοποθετηθούμε εκ νέου, έτσι ώστε το σχέδιο αυτό να εκπληρώνει τις προσδοκίες μας ως προς τον βαθμό προστασίας της κύριας κατοικίας και κατ’ επέκταση ότι θα εξυπηρετεί την μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων».

Εκφράζοντας τις εκτιμήσεις του σε σχέση με τη μελλοντική πορεία των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανέφερε τα εξής:

Όπως ήδη γνωρίζετε, το μεγαλύτερο μέρος των ΜΕΔ, έχει πωληθεί ή θα πωληθεί σε επενδυτικά ταμεία ή εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν όμως φύγει από την οικονομία της χώρας. Εξακολουθούν να ταλαιπωρούν την κοινωνία και τους δανειολήπτες και προφανώς θα πρέπει να τύχουν σοβαρού χειρισμού, τόσο από τους κυβερνώντες όσο και από τους θεσμούς.

Θεωρούμε ότι με την ανάπτυξη και την ανάκαμψη της οικονομίας με το τέλος των συνεπειών της πανδημίας, θα δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες για τους συμπολίτες μας για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις υποχρεώσεις τους. Θα πρέπει να στείλουμε όμως και ένα μήνυμα, ότι και οι εταιρείες που διαχειρίζονται τα δάνεια αυτά, θα πρέπει να επιδείξουν την απαραίτητη καλοπιστία όπως και ευελιξία και να προτείνουν λύσεις αναδιάρθρωσης και ρύθμισης των ΜΕΔ, με σκοπό την σταδιακή τους μείωση και όχι να προτρέχουν σε λύσεις εκποιήσεων και εκβιαστικών πωλήσεων.

Αυτό εξάλλου προνοεί και η πρόσφατη προτροπή του Κεντρικού Τραπεζίτη και φυσικά το πλαίσιο αφερεγγυότητας, προς αποφυγή την εκποίηση κύριων κατοικιών και την διαφύλαξη της περιουσίας των συμπολιτών μας.

NEWSLETTER