Προοπτικές ανάπτυξης
Η ανάγκη μεγάλων και πολλών αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας της κυπριακής οικονομίας δεν προκύπτει λόγω εξωγενών παραγόντων ούτε επειδή μας το ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση ή το συστήνουν οι οίκοι αξιολόγησης, αλλά επειδή τις χρειάζεται η κυπριακή οικονομία και κοινωνία έτσι ώστε να διατηρηθεί η προοπτική της.
Οι προοπτικές ανάπτυξης της Κύπρου θα βελτιώνονταν με ιδιωτικοποιήσεις σε βασικούς τομείς, αλλαγές στον τρόπο αξιοποίησης και αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, μείωση του ποσοστού των κρατικών δαπανών που πάει σε μισθούς, αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, κατάργηση της ΑΤΑ, στόχευση όλων των κρατικών παροχών, οικονομική αυτονόμηση των κρατικών Πανεπιστημίων με την εισαγωγή διδάκτρων και κρατικών επιδοτήσεων στα ερευνητικά πανεπιστήμια βάσει αξιολογήσεων, και πρωτίστως, με την ενδυνάμωση κρατικών θεσμών που διέπουν τη λειτουργία της οικονομίας π.χ. θεσμών που αφορούν τον ανταγωνισμό και την καλύτερη επιτήρηση του ιδιωτικού τομέα. Μέρος αυτών των αλλαγών είναι και οι ιδιωτικοποιήσεις μεγάλων οργανισμών (συμπεριλαμβανομένων των ΑΗΚ, ΑΤΗΚ, ΡΙΚ) με παράλληλη ισχυροποίηση των κρατικών θεσμών που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς. Βασικός στόχος των προτεινόμενων αλλαγών είναι η δημιουργία καλύτερων κινήτρων έτσι ώστε να επιτευχθεί και η επιθυμιτή αύξηση στην παραγωγικότητα της χώρας αλλά και να αυξηθούν οι επενδύσεις μακροπρόθεσμα.
Πρέπει λοιπόν να σταματήσουμε να βλέπουμε τις αλλαγές (δημοσιονομικές, διαρθρωτικές, δομικές, και άλλες) ως αναγκαία κακά που προκύπτουν από την πίεση των αγορών ή των ιδιαίτερων αντιλήψεων που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή αλλού, και να τις δούμε ως αναγκαίες για τη δημιουργία προοπτικών για την κυπριακή οικονομία και κοινωνία. Η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης είναι ο μόνος τρόπος να πείσουμε για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα μας σαν οικονομία. Αυτό είναι καλό να γίνει αντιληπτό από τον Πρόεδρο, τον υπουργό Οικονομικών, και γενικότερα από την κυβέρνηση και τους πολιτικούς της χώρας.
Πολλά από τα πιο πάνω μέτρα χαρακτηρίζονται από συνέργιες, άρα θα πρέπει να εφαρμοστούν ταυτόχρονα έτσι ώστε το κάθε ένα από αυτά να αποδώσει καλύτερα. Για παράδειγμα, ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις είναι ένα εξαιρετικό μέτρο που θα βοηθούσε τα δημοσιονομικά χωρίς να βυθίζει την οικονομία σε ύφεση, και θα βελτίωνε παράλληλα τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Κύπρου, αυτό δεν θα απέδιδε μακροπρόθεσμα σε ένα περιβάλλον όπου μεγάλοι ιδιώτες διαχρονικά παραβαίνουν τους κανόνες του ανταγωνισμού (ή άλλους) ατιμώρητοι.
Ο ιδιωτικός τομέας πάσχει γενικά στην Κύπρο, επειδή έχει να αντιμετωπίσει υπέρμετρα ψηλούς μισθούς στο Δημόσιο το οποίο σε πάρα πολλούς κλάδους τείνει να απορροφά τους καλύτερους, αλλά και επειδή ο ανταγωνισμός σε βασικούς τομείς είναι μειωμένος ή και χειραγωγείται από μεγάλους ιδιώτες με την ανοχή της πολιτείας. Ένα βασικό πρόβλημα της έλλειψης ανταγωνισμού είναι ότι δημιουργεί κακές συνήθειες στους ιδιώτες που λειτουργούν κάτω από τέτοιες συνθήκες, και τείνει να τους κάνει παχουλούς και απρόσεκτους οργανισμούς. Η βουτιά στην άβυσσο που επέλεξαν να κάνουν οι μεγάλες κυπριακές τράπεζες αποτελεί κλασσικό παράδειγμα. Με €6 δισ. ελληνικών κρατικών χρεογράφων (συγκρινόμενα με €34 δισ. για τις ελληνικές τράπεζες, €22 δισ. για τις γερμανικές, και €15 δισ. για τις γαλλικές, οι οποίες στηρίζονται από κράτη με 10 εώς και 100 και πλέον φορές το μέγεθος της κυπριακής οικονομίας), οι κυπριακές τράπεζες προκαλούν ερωτηματικά με την έλλειψη διορατικότητας και απλής οικονομικής λογικής (π.χ. ψηλές αποδόσεις συνάδουν με ψηλό ρίσκο) που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά τους. Η παρακινδυνευμένη σε βαθμό επέκτασή τους στην Ελλάδα (όπου έχουν διαθέσει το 50% των δανείων της η μία και το 1/3 των δανείων της η άλλη) είναι επίσης αξιοπερίεργη.
Χωρίς θεσμούς που να δύνανται να κόβουν σε κομμάτια ιδιωτικούς οργανισμούς όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, και γενικά να μπορούν να επιβάλλουν τέτοιες τιμωρίες που να προωθούν τον ανταγωνισμό δημιουργώντας κίνητρα για καλύτερη συμπεριφορά από τους ιδιώτες, οι ιδιωτικοποιήσεις που επιβάλλεται να γίνουν σε βασικούς τομείς της οικονομίας δεν θα απέδιδαν μακροπρόθεσμα. Είναι άλλωστε κοινά αποδεκτό ότι συνθήκες μονοπωλίου συνήθως δημιουργούν λανθασμένα κίνητρα που δεν συνάδουν με το κοινό συμφέρον και την ανάπτυξη. Ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου είναι κλασσική περίπτωση. Τα συμπτώματα μονοπωλίου του τομέα είναι εμφανή από χρόνια και συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, προκλητικά ωράρια εργασίας που δεν βοηθούν τους επιχειρηματίες και το ευρύτερο κοινό, αδιαφανείς και απρόβλεπτους προβληματικούς όρους συναλλαγών για τους πελάτες, και συντεχνίες συγκρίσιμες με αυτές του Δημοσίου. Οι συνθήκες μονοπωλίου οδήγησαν σε υπερκέρδη αλλά και σε απρόσεκτες συμπεριφορές το κόστος των οποίων ίσως πληρώσουμε όλοι. Κόστος που ξεπερνά αυτό της φούσκας του χρηματιστήριου που έθρεψε τις τράπεζες, και συνδέεται όχι μόνο με την ελληνική βουτιά αλλά και με τη φούσκα των ακινήτων στην οποία βασίζονται ακόμα και σήμερα οι ισολογισμοί τους.
Οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν απαιτούν εγκατάλειψη της προσκόλλησης κάποιων κομματικών σε ιδέες για τον ρόλο το κράτους που δεν συνάδουν με την ανάπτυξη και την ευημερία της κοινωνίας, και κατανόηση του βοηθητικού ρόλου των ιδιωτικοποιήσεων για τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν απαιτούν επίσης απεξάρτηση από οικονομικά συμφέροντα, έτσι ώστε να ισχυροποιηθεί ο θεσμικός και εποπτικός ρόλος του κράτους που θα καθιστά τις ιδιωτικοποιήσεις και άλλες αλλαγές εφικτές και μακροπρόθεσμα αποδοτικές.
Του Μάριου Ζαχαριάδη
Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών
Πανεπιστήμιο Κύπρου