Ποιός θα πληρώσει τα σπασμένα;
Τα ποσά που κυκλοφορούν στον τύπο όσο αφορά τις πιθανές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος (και επομένως κυβερνητικού δανεισμού από την τρόικα) είναι τεράστια. Ποίες είναι οι επιπτώσεις και ποίος θα πληρώσει το λογαριασμό;
Όπως είχα εξηγήσει σε προηγούμενο άρθρο, ο λόγος για τις υψηλές κεφαλαιακές ανάγκες έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τυχόν αλλαγές που θα επιβληθούν στη μεθοδολογία για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των Κυπριακών τραπεζών. Οι αλλαγές αυτές θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των απαιτούμενων προβλέψεων για μη εξυπηρετούμενα δάνεια, των οποίων η κυβέρνηση θα κληθεί να καλύψει υπό τη μορφή νέων τραπεζικών κεφαλαίων. Τα ενδεικτικά ποσά που αναφέρονται για το σκοπό αυτό (€10-12 δισ.), σε συνδυασμό με τη χρηματοδότηση των μελλοντικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, θα εκτοξεύσουν το δημόσιο χρέος.
Σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση της Eurostat, ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ για την Κύπρο το πρώτο τρίμηνο του 2012 ήταν ήδη 75% (ή 85% αν περιληφθεί η ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής Τράπεζας από το κράτος). Τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι μικρά: ένας επιπρόσθετος δανεισμός ύψους €8 δισ. θα οδηγήσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ γύρω στο 120%, που είναι ο στόχος του τωρινού χρηματοδοτικού προγράμματος της τρόικας για την Ελλάδα έως το 2020.
Οι εκτιμήσεις διαφόρων διεθνών οργανισμών διαφέρουν όσο αφορά το ποσοστό του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ το οποίο θεωρείται βιώσιμο. Το σημείο εκκίνησης είναι συνήθως ένα σχετικά χαμηλό ποσοστό δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ της τάξης του 60%, το οποίο μπορεί να αναθεωρηθεί πιο πάνω ανάλογα με διάφορες παραμέτρους όπως το μέγεθος της ντόπιας χρηματαγοράς, η φοροεισπρακτική δυνατότητα της κυβέρνησης, η εξάρτηση από ξένα κεφάλαια, το ύψος του επιτοκίου, η οικονομική ανάπτυξη κλπ. (η ιστοσελίδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έχει διάφορα άρθρα πάνω σε αυτό το θέμα).
Κατά τη γνώμη μου, ένα ποσοστό της τάξης του 120% είναι ήδη υπερβολικά υψηλό για την Κύπρο δεδομένου του μικρού μεγέθους και της δομής της οικονομίας, καθώς και της εξάρτησης της χώρας από ξένα κεφάλαια. Υπάρχουν επίσης πρόσφατα έγκυρα άρθρα τα οποία καταδεικνύουν ότι δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ μεγαλύτερο του 90% ενεργεί ως εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ένα οικονομικό πρόγραμμα που προϋποθέτει ότι η Κύπρος θα είναι σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές μετά από λίγα χρόνια με τέτοιο ποσοστό δημόσιου χρέους θα είναι μη ρεαλιστικό και ως εκ τούτου μη αξιόπιστο.
Η εκ βάθους ανάλυση από ξένους εμπειρογνώμονες της κατάστασης του τραπεζικού μας συστήματος μπορεί να οδηγήσει σε μικρότερο ποσό ανακεφαλαιοποίησης του, ιδίως εάν αυτοί πειστούν ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι επαρκώς καλυμμένα στις περισσότερες περιπτώσεις από εμπράγματες εξασφαλίσεις. Τι θα γίνει όμως σε περίπτωση που το τελικό ποσό ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος παραμείνει μεγάλο; Πρέπει η κυβέρνηση, ήτοις οι φορολογούμενοι ή και οι επενδυτές σε δημόσιους τίτλους (σε περίπτωση κουρέματος του δημόσιου χρέους), να αναλάβει όλο το βάρος της ανακεφαλαιοποίησης; Πρέπει να θυσιάσουμε τη δημόσια προίκα του φυσικού αερίου στο βωμό του τραπεζικού συστήματος ή υπάρχουν άλλες λύσεις;
Δύο είναι οι πιθανές εναλλακτικές επιλογές που μπορεί να χρησιμοποιηθούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό. Η πρώτη θα ήταν για τους ίδιους τους επενδυτές στις τράπεζες να αναλάβουν το κόστος της διάσωσης τους. Αυτό είναι θεωρητικά η πιο σωστή λύση που θα οδηγούσε σε ευθυγράμμιση των κινήτρων, αφού οι επενδυτές πρέπει να επωμίζονται τόσο το κέρδος όσο και τη ζημιά που τους αναλογεί από τις επενδύσεις τους. Το πρόβλημα είναι ότι οι μέτοχοι έχουν ήδη χάσει ένα μεγάλο ποσό από την αξία των επενδύσεων τους και δεν είναι διαθετειμένοι ή ικανοί να προσφέρουν περισσότερα κεφάλαια. Μια λύση προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η ύπαρξη μιας μεταβατικής περιόδου (πχ 5-7 χρόνια) για τη σταδιακή εισαγωγή αυστηρότερων ρυθμιστικών απαιτήσεων ώστε οι τράπεζες να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τα μελλοντικά τους κέρδη για να καλύψουν κάποιες από τις απαιτούμενες προβλέψεις.
Οι επόμενοι στην «ιεραρχία» για επωμισμό του κόστους (υπό την μορφή κουρέματος ή μετατροπής της επένδυσης τους σε μετοχές) είναι οι επενδυτές σε αξιόγραφα που προσμετρούνται στο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, όπως τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και άλλα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης. Όπως είναι γνωστό, αρκετοί επενδυτές έχουν προσφύγει στη δικαιοσύνη κατηγορώντας τις τράπεζες για παραπλάνηση στην πώληση αυτών των τίτλων, οπότε δεν είναι ακόμα ξεκάθαρος ο βαθμός στον οποίο οι τίτλοι αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό.
Στην πιο ακραία περίπτωση, εάν η κυβέρνηση αφήσει μια τράπεζα να χρεοκοπήσει, τότε όλοι οι άλλοι πιστωτές της τράπεζας, περιλαμβανομένων και των καταθετών που δεν είναι καλυμμένοι από το Κυπριακό Σχέδιο Προστασίας Καταθέσεων, θα κληθούν να καλύψουν τις ζημιές. Το σενάριο αυτό είναι φυσικά κάπως απομακρυσμένο αφού η κατάρρευση μιας από τις μεγάλες Κυπριακές τράπεζες θα είχε τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία και πιθανό να κατάστρεφε τη φήμη της Κύπρου ως διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο. Αυτό είναι και το πρόβλημα του να έχεις συστημικά σημαντικές τράπεζες, κάτι το οποίο είχα εξηγήσει σε προηγούμενο μου άρθρο.
Η δεύτερη εναλλακτική επιλογή θα ήταν για τον επιμερισμό βαρών να λάβει χώρα με τους Ευρωπαίους εταίρους. Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι να υλοποιηθεί αυτό το σενάριο. Πρώτο, οι Ελληνικές αρχές σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους (μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, ESM) θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των Κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα ώστε αυτές να διαχωριστούνε από τις μητρικές τους. Ας μη ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό από τις κεφαλαιουχικές ανάγκες των Κυπριακών τραπεζών αφορά τις εργασίες τους στην Ελλάδα, οι οποίες έχουν επηρεαστεί από παράγοντες που δεν είναι κάτω από τον έλεγχο τους. Δεύτερο, η ανακεφαλαιοποίηση των μεγάλων Κυπριακών τραπεζών καθώς και ο μετοχικός έλεγχος τους θα μπορούσε να γίνει απευθείας από το ESM. Αυτό θα ήταν ίσως και το πιο ιδανικό σενάριο αφού θα έσπαγε το θανατηφόρο δεσμό μεταξύ τραπεζών και κράτους στις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά πολλά πρέπει να συμφωνηθούν ακόμα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο για να προχωρήσει αυτού του είδους η τραπεζική ένωση.
Το θέμα του δίκαιου επιμερισμού βαρών (fair burden sharing) είναι εξαιρετικά σημαντικό αφού επηρεάζει πολλές και διαφορετικές ομάδες ατόμων. Η κυβέρνηση πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα και να επιλέξει μια λύση σε συνεργασία με την τρόικα η οποία δεν φορτώνει όλο το βάρος του τραπεζικού προβλήματος στις μελλοντικές γενιές.
Ο Κωνσταντίνος Στεφάνου είναι Ανώτερος Οικονομολόγος για Χρηματοοικονομικά Θέματα στην Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank). Τα τελευταία χρόνια είναι με απόσπαση στο Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Financial Stability Board) που έχει έδρα τη Βασιλεία της Ελβετίας. Έχει σπουδάσει Οικονομικά και Δημόσια Πολιτική στα πανεπιστήμια του Cambridge και Harvard αντίστοιχα. Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι αυστηρά προσωπικές.