Δύσκολες αποφάσεις
Τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα είναι λίγο πολύ γνωστά, γι’ αυτό και δεν θα τα επαναλάβω. Οι σημαντικές ζημιές που ανακοίνωσαν πρόσφατα η Τράπεζα Κύπρου και η Λαϊκή Τράπεζα δείχνουν ξεκάθαρα το μέγεθος του συστημικού κινδύνου που πηγάζει από τον τραπεζικό τομέα, ένα θέμα με το οποίο είχα ασχοληθεί σε προηγούμενο μου άρθρο.
Πολλοί φταίνε για την τωρινή κατάσταση και είναι ανειλικρινείς (κατά τη γνώμη μου) όσοι κατηγορούν μόνο την μία ή την άλλη πλευρά. Όλοι οι σχετικοί φορείς - οι διοικήσεις των τραπεζών, η Κεντρική Τράπεζα, καθώς και η ίδια η κυβέρνηση - έχουν συμβάλλει σε κάποιο βαθμό. Σίγουρα δεν είναι η πιο κατάλληλη ώρα για να αποδοθούν ευθύνες, αλλά είναι σημαντικό να γίνει μία δημόσια έρευνα στο προσεχές μέλλον για την πλήρη διαλεύκανση των αιτίων των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, όπως έχει γίνει σε χώρες όπως η Ελβετία (UBS), Ισλανδία, Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο (Northern Rock και RBS).
Τι γίνεται τώρα; Η προθεσμία του Ιουνίου, την οποία επέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών για αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, ολοένα και πλησιάζει. Σε αυτό το στάδιο δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι τράπεζες θα καταφέρουν να βρουν τους απαραίτητους επενδυτές από τον ιδιωτικό τομέα για την πλήρη ανακεφαλαιοποίηση τους. Είναι επίσης πιθανόν οι υποψήφιοι στρατηγικοί επενδυτές να ζητήσουν την ανάληψη της διοίκησης των τραπεζών (δεδομένης της χαμηλής χρηματιστηριακής τους αξίας σε σχέση με τις ψηλές κεφαλαιακές τους ανάγκες) και ίσως και της στήριξης από το κράτος (π.χ. κυβερνητικές εγγυήσεις για επικάλυψη μελλοντικών ζημιών κλπ.) για να μειώσουν το ρίσκο τους. Δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις πρέπει να παρθούν.
Τα διλήμματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση μπορεί να είναι πρωτόγνωρα για την Κύπρο αλλά δεν είναι καινούργια παγκοσμίως. Παρόμοιες καταστάσεις ήταν αρκετά συχνές στις χώρες στις οποίες δούλευα ενόσω ήμουνα στην Παγκόσμια Τράπεζα. Φυσικά κανένας τότε δεν περίμενε ότι οι (λεγόμενες) αναπτυγμένες χώρες θα χρειάζονταν να ανατρέξουν στις εμπειρίες των αναπτυσσόμενων χωρών για μαθήματα διαχείρισης τέτοιων καταστάσεων. Μερικές από αυτές τις εμπειρίες και διδάγματα είναι χρήσιμα και για τις κυπριακές αρχές.
Πρώτο, το υπουργείο Οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να προσλάβουν και να χρησιμοποιήσουν ειδικούς σε θέματα τραπεζικής αναδιάρθρωσης. Υπάρχει μεγάλη εμπειρία στο εξωτερικό σε αυτό τον τομέα (ιδίως μετά την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση) και είναι απαραίτητο οι εμπειρίες αυτές να αξιοποιηθούν κατάλληλα. Λύσεις βασισμένες στις διαπροσωπικές σχέσεις (και περιορισμένες γνώσεις) μερικών μόνο ατόμων στην Κύπρο δεν θα είναι αποτελεσματικές για ένα τόσο πολυσύνθετο θέμα όσο ο τραπεζικός τομέας.
Δεύτερο, οι αρχές δεν πρέπει να θυσιάσουν τη μακροπρόθεσμη αξιοπιστία και ακεραιότητα του τραπεζικού τομέα προς το συμφέρον προσωρινών μπαλωμάτων. Για παράδειγμα, είναι πιθανό κάποιοι υποψήφιοι στρατηγικοί επενδυτές στις κυπριακές τράπεζες να προέρχονται από οργανισμούς και χώρες στις οποίες η διαφάνεια και εταιρική διακυβέρνηση δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη. Η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να κάνει επαρκή έλεγχο της καταλληλότητας (fit-and-proper checks) όλων των πιθανών στρατηγικών επενδυτών και να επιβάλει αυστηρούς όρους στη μελλοντική δομή και διαχείριση των τραπεζών για να αποτρέψει τυχόν προβλήματα που μπορεί να προκύψουν. Εάν δεν είναι ικανοποιημένη με τις απαντήσεις που θα λάβει σε αυτά τα θέματα, δεν πρέπει να διστάσει να απορρίψει τους επενδυτές έστω και εάν αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερο (βραχυπρόθεσμα) δημοσιονομικό κόστος.
Τρίτο, η κυβέρνηση πρέπει να προστατεύσει επαρκώς τα συμφέροντα των φορολογούμενων εάν χρειαστεί τελικά να στηρίξει τις τράπεζες. Η πλήρης και ανεξάρτητη εξέταση (due diligence) της χρηματοοικονομικής κατάστασης της τράπεζας και της ποιότητας του χαρτοφυλακίου της πρέπει να λάβει χώρα πριν οποιανδήποτε στήριξη συμφωνηθεί, ώστε να αποφευχθεί η ανακάλυψη «μαύρων τρύπων» μετέπειτα. Τυχόν μετοχική συμμετοχή της κυβέρνησης πρέπει να συνοδεύεται από το δικαίωμα ψήφου (που συνεπάγεται τη σημαντική μείωση της επιρροής των τωρινών μεγαλο-επενδυτών της τράπεζας) καθώς και από αυστηρότερους κανόνες λειτουργίας και δημόσιας διαφάνειας. Ευθύνες πρέπει επίσης να αποδοθούν σε αυτούς (π.χ. μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και ανώτερα στελέχη) που οδήγησαν την τράπεζα σε αυτή την κατάσταση.
Τέλος, η επιλογή του επόμενου διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας (στην περίπτωση που η θητεία του τωρινού διοικητή δεν ανανεωθεί) είναι κρίσιμης σημασίας, αφού το εν λόγω άτομο θα παίξει ίσως τον πιο καθοριστικό ρόλο για την επίλυση της κρίσης. Είναι πιθανόν ο διοικητής να πρέπει να διαπραγματευθεί με τυχόν υποψήφιους στρατηγικούς επενδυτές στις τράπεζες, να συνεχίσει να προωθεί την αδιάλειπτη πρόσβαση σε χρηματοδότηση των κυπριακών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και να πάρει επιπρόσθετα ρυθμιστικά μέτρα για να αποκαταστήσει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και ακεραιότητα του τραπεζικού τομέα. Εκτός από κύρος και γνώσεις οικονομικών (κατά προτίμηση με εμπειρία στα χρηματοοικονομικά), το άτομο αυτό θα πρέπει ιδανικά να έχει πολιτικές δεξιότητες, τη δυνατότητα να κτίζει γέφυρες επικοινωνίας και συναίνεσης, αλλά επίσης και να παίρνει σκληρές αποφάσεις όταν χρειάζονται.
Οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν τους επόμενους μήνες πιθανό να καθορίσουν το μέλλον του τραπεζικού μας τομέα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ας ελπίσουμε ότι οι σχετικοί φορείς αντιλαμβάνονται τη σημασία αυτού του εγχειρήματος.
Κώστας Στεφάνου
Ανώτερος Οικονομολόγος για Χρηματοοικονομικά Θέματα στην Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank). Τα τελευταία χρόνια είναι με απόσπαση στο Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Financial Stability Board) που έχει έδρα τη Βασιλεία της Ελβετίας. Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι αυστηρά προσωπικές.