Μεταναστευτικό ζήτημα και η κυπριακή ιδιαιτερότητα
Οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα προς επίλυση. Είναι κατάσταση προς διαχείριση. Και για να τη διαχειριστούμε αποτελεσματικά πρέπει να κατανοήσουμε το φαινόμενο της μετανάστευσης, να δούμε πέραν από τα συμπτώματα. Οι συγκρούσεις στα σχολεία, η δημιουργία κίνησης υπέρ της εθνικής καθαρότητας, υποστηρικτικές θέσεις του Αρχιεπισκόπου για την εθνική καθαρότητα της Κύπρου και επικριτικά σχόλια από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όλα αυτά είναι σοβαρά συμπτώματα. Δεν συμβάλλουν όμως, ούτε στην κατανόηση του μεταναστευτικού ζητήματος, ούτε μας δείχνουν τρόπους αντιμετώπισής του.
Την περίοδο 1960-1964, 37.800 κύπριοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό ενώ την περίοδο 1974-1978 μετανάστευσαν ακόμη 39.800. Από το 1989 το μεταναστευτικό ρεύμα αντιστρέφεται. Μεταξύ 1989-2008 φθάνουν στην Κύπρο 151.000 μετανάστες. Έχουμε το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό μεταναστών στην Ευρώπη. Οι εισερχόμενοι μετανάστες είναι νέοι, και θεωρούμαστε από τις πιο νεανικές χώρες της Ευρώπης.
Οι Ελληνοκύπριοι μαζί με τις θρησκευτικές μειονότητες αποτελούν σήμερα το 75.5% του πληθυσμού, οι Τουρκοκύπριοι το 10% και η δεύτερη πιο μεγάλη ομάδα του νόμιμου πληθυσμού, οι ξένοι υπήκοοι, το 14.5%. Ορισμένοι ανησυχούν από τις δημογραφικές αλλαγές προβλέποντας κινδύνους εθνικού αφανισμού. Σε τέτοιες περιόδους είναι καλό να βλέπουμε με ιστορικό βάθος τις αλλαγές: Το 1881 οι έλληνες (χριστιανοί) αποτελούσαν το 75% των κατοίκων του νησιού. Τα φαινόμενα που παρατηρούμε σήμερα δεν είναι πρωτόγνωρα. Όμως οι αλλαγές απαιτούν διαχείριση.
Η Κύπρος βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Μετασχηματίζεται από μια κατά βάση ομοιογενή κοινωνία σε πολυπολιτισμική.
Το μεταίχμιο προκαλεί σε πολλούς ένα αίσθημα αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Ορισμένοι αντιδρούν με υπερβολική έλλειψη ανοχής ή με βία έναντι αυτών που θεωρούν ξένους και επομένως απειλή. Ανεγείρουν πνευματικά διαχωριστικά τείχη πίσω από τα οποία νοιώθουν ασφαλείς. Εξάλλου, το ανθρώπινο είδος έχει μια μοναδική ικανότητα να προβαίνει σε διαχωρισμούς μεταξύ ομοιογενών ομάδων ― βάσει χρώματος, θρησκείας, εθνικής καταγωγής ― και να δικαιολογεί τη χρήση βίας. Η φανατική συμπεριφορά έχει μια επικίνδυνη ικανότητα να επανεμφανίζεται σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους.
Πώς χειριζόμαστε το μεταναστευτικό ζήτημα; Ας δούμε τι μας διδάσκει η ιστορία. Την ιστορία μας τη χαρακτηρίζει η «κυπριακή ιδιαιτερότητα». Δηλαδή η δημιουργική συνάντηση του ντόπιου με το ξένο στοιχείο μέσα από τους αιώνες. Η πρόσμιξη του ντόπιου με το ξένο είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία, και δημιουργεί μια ιδιαιτερότητα τεράστιας πρακτικής σημασίας.
Χαρακτηριστικό της κυπριακής ιδιαιτερότητας είναι ότι στη διαλεκτική ένταση μεταξύ του ντόπιου και του ξένου, το ελληνικό στοιχείο απέκτησε δεσπόζουσα θέση και οδήγησε σε μια συνύφανση της κυπριακής ζωής με τον ελληνικό πολιτισμό. Η λογική οδηγεί όμως σε ακόμη ένα συμπέρασμα για την κυπριακή ιδιαιτερότητα. Στη διαλεκτική ένταση ντόπιου με το ξένο, σημαντική θέση απέκτησε και το τουρκικό στοιχείο.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της κυπριακής ιδιαιτερότητα είναι ότι επιβίωσε χάρη στη συντηρητικότητα των κυπρίων. Ο συντηρητισμός ήταν αναπόφευκτος σε ένα νησί. Εμμένουμε στην πατροπαράδοτη ιδιαιτερότητά μας. Και αντιμετωπίζουμε τα έξωθεν στοιχεία ως προκλήσεις για την ενίσχυση του δικού μας πολιτισμού. Όταν οι ξένοι κατακτητές επεδίωκαν να επιβάλουν τις δικές τους αξίες, οι ντόπιοι αντιδρούσαν ανεγείροντας πνευματικά τείχη άμυνας. Αυτά αποδείχθηκαν πολύ αποτελεσματικά.
Είναι ενδιαφέρον ότι και οι δύο κοινότητες διατήρησαν την ιδιαιτερότητά τους χάρη στο συντηρητισμό τους. Για παράδειγμα οι δύο κοινότητες αντέδρασαν από κοινού στην προσέλευση ξένων στο νησί, περιλαμβανομένων και μουσουλμάνων, το 1860 και το 1878.
Όπως δείχνουν επιστημονικές έρευνες, παρά τις κακές συνήθειες του ανθρώπινου είδους, που φαίνεται να πηγάζουν από το μακρινό μας παρελθόν, είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε νέα πρότυπα συμπεριφοράς, καλλιεργώντας τη θετική αμοιβαιότητα, τις διαπολιτισμικές σχέσεις, την κοινωνική αλληλεγγύη, την αναγνώριση κοινών στόχων. Από αυτήν την οπτική γωνία η διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος απαιτεί καλή επικοινωνία, αναγνώριση κοινών αρχών και αξιών, νομιμοποίηση της ετερότητας, αμοιβαία εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση.
Η κυπριακή ιδιαιτερότητα μας δείχνει το δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη. Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει η κυπριακή κοινωνία να αποβάλει το συντηρητισμό της απέναντι στον κάθε «ξένο». Η Ευρώπη δεν είναι πλέον ξένη, η Ευρώπη είμαστε εμείς.
Πρέπει να ρίξουμε τα τείχη άμυνας και περιχαράκωσης και να αναγείρουμε γέφυρες συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ των κοινοτήτων του νησιού, με την ευρωπαϊκή οικογένεια και τους μετανάστες. Πρέπει να περάσουμε από μια εσωστρεφή κλειστή κοινωνία που αμύνεται έναντι ενός επιθετικού περιβάλλοντος, σε μια ανοικτή εξωστρεφή κοινωνία που αντλεί δύναμη από το ευρωπαϊκό της περιβάλλον.
Αυτή είναι η πρόκληση για αποτελεσματική διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος. Να αποβάλουμε το συντηρητισμό μας χωρίς να αποδομήσουμε την κυπριακή ιδιαιτερότητα.
Για να τα πετύχουμε αυτά απαιτείται παιδεία για μια νεολαία με ανοικτούς ορίζοντες.
Απαιτείται εκκλησία που μέσα από το διάλογο της Ορθόδοξης παράδοσης με τα σύγχρονα προβλήματα να αναδειχθεί σε πνευματική δύναμη και όχι να αυτοπεριορίζεται ως μια «κραυγαλέα ιδεολογία».
Απαιτείται πολιτικό σύστημα με το θάρρος που προϋποθέτει η αποσαφήνιση θέσεων, με ορθολογισμό στη χάραξη πολιτικής και μεθοδικότητα στην εφαρμογή της.
Μέχρι να τα επιτύχουμε όλα αυτά ο εχθρός θα βρίσκεται μέσα μας.
Σημ.: Η «κυπριακή ιδιαιτερότητα» και τα ιστορικά στοιχεία που παρατίθενται περιγράφονται εκτεταμένα στον πρώτο τόμο του βιβλίου του Παύλου Τζερμιά Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατία, LIBRO, Αθήνα.
Σταύρος Α. Ζένιος
*Καθηγητής χρηματοοικονομικών και διοικητικής επιστήμης, Πανεπιστήμιο Κύπρου και πρόεδρος της Συνόδου των Πανεπιστημίων των Ευρωπαϊκών Πρωτευουσών UNICA.