ΑΠΟΨΕΙΣ Τέχνη είναι να σπρώχνεις τις τιμές προς τα κάτω, όχι τα εισοδήματα προς τα πάνω

Τέχνη είναι να σπρώχνεις τις τιμές προς τα κάτω, όχι τα εισοδήματα προς τα πάνω

Τέχνη είναι να σπρώχνεις τις τιμές προς τα κάτω, όχι τα εισοδήματα προς τα πάνω

Κατά την άποψη μου, δεν υπάρχει πιο άνιση μεταχείριση από αυτή που εξισώνει άνισα πράγματα.

Γι’ αυτό κυρίως οι οριζόντιες (μη στοχευμένες) και κατά δεύτερο οι αυτόματες (χωρίς άλλα κριτήρια) αναπροσαρμογές στην ουσία, αποτελούν πράξεις που επιτείνουν την ανισότητα και μεγεθύνουν το χάσμα μεταξύ ψηλά και χαμηλά αμειβομένων καθώς και το χάσμα μεταξύ εργοδοτουμένων των οποίων οι οργανισμοί πληρώνουν την Ο.Α.Τ.Α. και αυτών που δεν την πληρώνουν.

Επίσης, προκαλούν την άνιση κατανομή βαρών μεταξύ εκείνων των οργανισμών που καλούνται να υποστούν το βάρος της πληρωμής, έναντι αυτών που δεν πληρώνουν καθόλου. 

Άνιση επίσης είναι και η δυνατότητα μεταξύ εκείνων των εταιρειών που έχουν την ευχέρεια μετακύλισης του κόστους, λόγω ανελαστικής ζήτησης για τα προϊόντα τους με εκείνες που δεν την έχουν. Ανισορροπία επίσης υπάρχει μεταξύ εταιρειών με ψηλή κερδοφορία έναντι εταιρειών με χαμηλή ή ανύπαρκτη κερδοφορία.  

Σημειώνω ότι η λέξη χάσμα είναι ανάθεμα για την Κοινωνική Συνοχή, η οποία πρέπει να είναι το απόλυτο ζητούμενο σε μια κοινωνία.  Είτε το χάσμα είναι οικονομικό, είτε είναι μορφωτικό, είτε είναι χάσμα γενεών, το χάσμα είναι κάτι το πολύ κακό.

Συνεπώς οτιδήποτε επιτείνει το οποιοδήποτε χάσμα, είναι κακό.

Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η οριζοντιοποίηση του «ωφελήματος» λύνει το πρόβλημα της ανισότητας μεταξύ δικαιούχων. 

Το πρώτο που πρέπει να αντιταχθεί σε τέτοια επιχειρηματολογία είναι ότι το οικονομικό βάρος μιας ολικής οριζοντιοποίησης είναι δυσβάστακτο. (Ας υπολογιστεί με τα σημερινά δεδομένα, για να διαπιστωθεί του λόγου το αληθές). 

Κατά δεύτερον, δεν επιλύει το πρόβλημα του χάσματος μεταξύ ψηλά και χαμηλά αμειβομένων, ούτε και το χάσμα μεταξύ πληρωτών που έχουν και αυτών που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν.  

Σε κάθε περίπτωση η Ο.Α.Τ.Α. επιδεινώνει τις πληθωριστικές πιέσεις.  Καθ’υπερβολή, είναι σαν μια θεραπεία που προσπαθεί να θεραπεύσει τη ναρκομανία δια της παροχής ναρκωτικών. 

Αυξάνουν το εργατικό κόστος χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη συνολική  ή/και την ατομική παραγωγικότητα.  

Η αύξηση μισθών πρέπει να λαμβάνει υπόψη  την ανάπτυξη της οικονομίας καθώς και τη συνδρομή ενός εκάστου των συντελεστών, όπως επίσης και την ανάγκη των αδυνάτων. 

Σημειώνεται, ότι στο πλαίσιο της ανανέωσης συλλογικών συμβάσεων για την παροχή μισθολογικών και άλλων αυξήσεων, η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη της οικονομίας πάντα σταθμίζονταν ως παράγοντες και αποτελούσαν κριτήρια.

Προτεραιότητα, δινόταν στους χαμηλά αμειβομένους.

Σε κάθε περίπτωση η παραχώρηση μισθών και επιδομάτων καθώς και ο καθορισμός ευθυνών και δικαιωμάτων πρέπει να είναι προϊόν διαλόγου και ελευθέρων διαπραγματεύσεων (των οποίων πάντοτε υπήρξα ένθερμος υποστηρικτής) και όχι νομοθετικών ρυθμίσεων.

Η μη σύνδεση μισθών και ωφελημάτων με την παραγωγικότητα, είναι ένας από τους  βασικούς παράγοντες που πλήττουν σοβαρά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και σε τελική ανάλυση, το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων.

Επιπρόσθετα, πιο κρίσιμοι παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα είναι, η έλλειψη χρηστής και αποτελεσματικής διοίκησης, η ανεπάρκεια στη λειτουργία των θεσμών (Δικαιοσύνη, Υγεία, Παιδεία, Ασφάλεια), η μη εξασφάλιση της επάρκειας, της προσβασιμότητας και της προσιτότητας βασικών αγαθών και η μη έγκαιρη υιοθέτηση τεχνολογιών και διαδικασιών που να καθιστούν ευκολότερη τη ζωή των ανθρώπων. (Κατοίκων, επισκεπτών, επενδυτών, εμπορικών και άλλων εταίρων). 

Αν ποτέ υπάρξει κυβέρνηση που θα καταφέρει να διαχειριστεί τα πιο πάνω ζητήματα, θα καταφέρει καίρια κτυπήματα στην ανεπάρκεια, στην ευνοιοκρατία, κυρίως στη διαφθορά και θα δικαιούται να ομιλεί περί ενός κανονικού Κράτους. 

Ένας άλλος σοβαρός λόγος που συνηγορεί στο ότι μισθοί και ωφελήματα πρέπει να συνδέονται με την  παραγωγικότητα έγκειται στο ότι, αυτή η σύνδεση δίνει και το μέτρο της  αποδοτικότητας των εργαζομένων, η οποία αν δεν μετρηθεί σε σχέση με την αποδοτικότητα άλλων asset classes, (όπως το κεφάλαιο), τότε ανοίγει διάπλατα ο δρόμος να θεωρηθεί από δικαίους και αδίκους, ότι έχει μειωθεί η σχετική απόδοση των μισθωτών (με εξαίρεση των ψηλά αμειβομένων managers και experts).  

Αυτός είναι και ο κύριος λόγος, κατά την άποψη μου, της μείωσης του ποσοστού των μισθών στο Α.Ε.Π. σε σχέση με το ποσοστό των κερδών.

Τα ποσοστά αυτά, υποτίθεται ότι αντικατοπτρίζουν το συσχετισμό αποδοτικότητας μεταξύ των διαφόρων asset classes.

Το γεγονός ότι οι μισθοί δεν είναι συνδεδεμένοι με την απόδοση, στο τέλος μπορεί και να αποβαίνει σε  βάρος των εργαζομένων, ιδίως αυτών που έχουν πιο ψηλή απόδοση. 

Επειδή σε τελική ανάλυση η συζήτηση περιστρέφεται περί του πληθωρισμού, καλόν θα ήταν όλοι να έχουν την ίδιαν αντίληψη για το τι εστί πληθωρισμός και πως αυτός προκαλείται.

Προκαλείται όταν υπάρχει πληθώρα χρήματος, λόγω κυρίως, ποσοτικών χαλαρώσεων Κεντρικών Τραπεζών, αύξησης πιστώσεων και δανείων από χρηματοδοτικούς οργανισμούς σε συνδυασμό με ανεπαρκή  προσφορά αγαθών και υπηρεσιών.  

Η αύξηση των τιμών δεν είναι παρά το σύμπτωμα του πληθωρισμού.

Δεν είναι καθ’εαυτόν ο πληθωρισμός ο οποίος, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα με τα αίτια της ανισορροπίας  μεταξύ Προσφοράς και Ζήτησης.

Εάν δηλαδή η ανισορροπία προέρχεται από  τη μείωση της Προσφοράς, τότε θα πρέπει οι προσπάθειες να στοχεύουν  στην αποκατάσταση των εφοδιαστικών αλυσίδων.

Αν προέρχεται από την αύξηση της Ζήτησης, τότε ενδείκνυνται άλλα μέτρα όπως η αύξηση των επιτοκίων, με κίνδυνο όμως αυτή η θεραπεία να είναι χειρότερη από την ασθένεια κυρίως για Εθνικές οικονομίες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που είναι υπερχρεωμένες. 

Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια αποκατάστασης της ζήτησης δια της οριζόντιας αύξησης των μισθών, επιτείνει τις πληθωριστικές πιέσεις για τις οποίες υποτίθεται ότι είναι το αντίδοτο. 

Πρέπει βέβαια να αναγνωρισθεί ότι η ανάγκη για αποκατάσταση της αγοραστικής δυνατότητας των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων είναι αδήριτη.

 Άτομα με χαμηλά εισοδήματα των οποίων το Marginal Propensity to Consume (MPC)*είναι 100% ή ψηλότερο πρέπει να τυγχάνουν άμεσης συνδρομής, με εφάπαξ  ποσά, όσες φορές χρειαστεί.

Τα τιμαριθμικά επιδόματα δεν πρέπει να είναι μονίμου χαρακτήρα. 

Το MPC είναι το ποσοστό του επιπλέον εισοδήματος που ξοδεύεται για  κατανάλωση. Αν είναι 100% τότε σημαίνει ότι χρειάζεται να διοχετευθεί το σύνολο του επιπλέον εισοδήματος για κατανάλωση.

Εάν ο Δείκτης Τιμών Βασικών Αγαθών (ΔΤΒΑ) ανεβεί κατά 10% κάποιος με MPC 100% (μόλις και καταφέρνει να  ζει) θα αποζημιωθεί με το 100% της αύξησης των τιμών.

Κάποιος με 110% MPC (που χρειάζεται να δανείζεται για να ζήσει)  θα αποζημιωθεί με το 110% της αύξησης των τιμών κ.ο.κ.

Εν κατακλείδι, η αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης, ενδείκνυται να παραχωρείται σε άτομα με χαμηλά εισοδήματα, ούτως ώστε να μπορούν να εξασφαλίζουν τα βασικά αγαθά και να ζουν με αξιοπρέπεια. 

Η χωρίς κριτήρια αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης με σκοπό τη συντήρηση ή ακόμα και την ενθάρρυνση της γενικής κατανάλωσης, δεν ενδείκνυται.

Προτιμητέα, κατά την άποψη μου, είναι η ενθάρρυνση των επενδύσεων σε τομείς που αυξάνουν  την επάρκεια των βασικών αγαθών και τα καθιστούν πιο προσβάσιμα και πιο προσιτά. 

Αυτός είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος αποκατάστασης και σταθεροποίησης της αγοραστικής δύναμης και της προστασίας του βιοτικού επιπέδου του λαού. 

Σε τελευταία ανάλυση, το ζητούμενο είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού, το οποίο  καθορίζεται από τη σχέση τιμών και εισοδημάτων.

Η τέχνη είναι να σπρώχνεις τις τιμές προς τα κάτω, όχι τα εισοδήματα προς τα πάνω.

*Οι απόψεις του συγγραφέα χρονολογούνται από το 1993. Εκφράζονται εξ αφορμής του επικαίρου της δημοσίας συζήτησης  και όχι προς υπεράσπιση της μίας ή της άλλης θέσης.  

NEWSLETTER