ΑΠΟΨΕΙΣ Πόσα δισ. ευρώ είναι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Κύπρο;

Πόσα δισ. ευρώ είναι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Κύπρο;

Πόσα δισ. ευρώ είναι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Κύπρο;

Πρόσφατα το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου (ΚΟΕ) δημοσίευσε μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα η οποία δυστυχώς πέρασε απαρατήρητη. Στο Οικονομικό Δελτίο Μαρτίου 2021, το ΚΟΕ, περιλαμβάνεται η σύνοψη έρευνας κάτω από τον τίτλο «Η παραοικονομία στην Κύπρο: Εμπειρική ανάλυση χρησιμοποιώντας τις μεθόδους κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και ζήτησης για μετρητά».

Όπως σημειώνεται, «η μελέτη αυτή επιχειρεί να προβεί σε νέες εκτιμήσεις για την παραοικονομία στην Κύπρο χρησιμοποιώντας δύο διαφορετικές μακροοικονομικές προσεγγίσεις, τη μέθοδο κατανάλωσης ενέργειας (Electricity Consumption Method (ECM) (Kaliberda and Kaufmann, 1996) και τη μέθοδο της ζήτησης μετρητών (Currency Method, Tanzi, 1980, 1983)».

Και αφού αναλύσει τις συγκεκριμένες μεθόδους, το συγκεκριμένο άρθρο, καταλήγει ως εξής: «Συμπερασματικά, η έρευνα εφαρμόζει δύο μακροοικονομικές μεθόδους για την πρόσφατη περίοδο 1995-2018, και εκτιμά το μέγεθος της παραοικονομίας στην Κύπρο μεταξύ του 11% - 18% του ΑΕΠ με τη μέθοδο νομισματικής προσέγγισης και μεταξύ του 26% - 34% του ΑΕΠ με την μέθοδο κατανάλωσης ενέργειας».

Επομένως στην «καλύτερη» περίπτωση κάθε 100 ευρώ που παράγει η οικονομία τα €11 ως €18 ή κατά μέσο όρο τα €14,5, είναι προϊόν παραοικονομίας και στη χειρότερη είναι €26 ως €34 ή κατά μέσο όρο τα €30.

Εάν ορθά ερμηνεύω τους αριθμούς, αυτό σε σχέση με το ετήσιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μπορεί να μεταφραστεί σε μια παραοικονομία που φθάνει έως και τα €2,7 δισ. (περίπου) με βάση το χείριστο σενάριο ή τα €880 εκατ. με βάση το λιγότερο χείριστο. Αν πάρουμε ως πιο ρεαλιστικό σενάριο τη μέση γραμμή και τότε τα πράγματα είναι εφιαλτικά. Διότι θα μιλούμε για μια παραοικονομία της τάξης των €2 δισ.  

Κάθε ευρώ που παράγεται και είναι αδήλωτο επηρεάζει ολόκληρο τον οικονομικό κύκλο αρνητικά με συνέπειες ευρύτερες.

Για παράδειγμα, το κράτος έχει χαμηλότερα έσοδα, άρα θα δαπανήσει λιγότερα σε έργα και κοινωνικές υπηρεσίες -παροχές.

Θα καταβληθούν λιγότερες εισφορές στα κοινωνικά ταμεία επομένως θα είναι χαμηλότερες οι συντάξεις και τα υπόλοιπα κοινωνικά επιδόματα και παροχές.

Δημιουργείται άνισος ανταγωνισμός στην αγορά μεταξύ εταιρειών και ελεύθερων επαγγελματιών που προσφέρουν τα ίδια πράγματα. Εάν π.χ. προσφερθεί μία υπηρεσία κόστους 100 ευρώ, ο νόμιμος θα τη χρεώσει €119 (€100 η υπηρεσία + €19 ΦΠΑ), ενώ ο παράνομος €100. Ο νόμιμος στα €100 ευρώ που θα εισπράξει θα καταβάλει εταιρικό φόρο ή φόρο εισοδήματος, κοινωνικές ασφαλίσεις, κι άλλες εισφορές, ο παράνομος όχι.

Καταγράφεται επίσης αδικία σε βάρος των νομοταγών πολιτών που δηλώνουν κανονικά τα εισοδήματά τους και πληρώνουν στο ακέραιο φόρους και εισφορές.

Είναι κοινό μυστικό και θεωρώ και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι σε περιόδους οικονομικών κρίσεων η παραοικονομία αυξάνεται. Όταν το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται, ο κίνδυνος να επιλέξει κάποιος να κινηθεί στη σκιά της παραοικονομίας είναι μεγαλύτερος.

Και σε τέτοιες περιόδους, σημειώνουν οι επιστήμονες του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών, «οι κυβερνήσεις έχουν κάθε λόγο να ανακαλύψουν το μέγεθος της παραοικονομίας και τα επιπρόσθετα έσοδα τα οποία θα μπορούσαν να αντληθούν».

Όπως σημειώνεται και στη μελέτη, δεν πρόκειται για εύκολο εγχείρημα «δεδομένης της αθέατης φύσης» της παραοικονομίας. Ωστόσο, εκεί και όπου υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση και ταυτόχρονα αξιοποίηση της τεχνοκρατικής γνώσης, μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα.

Είναι όμως αποδεδειγμένο ότι η καταπολέμηση της παραοικονομίας δεν μπορεί να γίνει μόνο με κατασταλτικά μέτρα. Χρειάζονται κυρίως προληπτικά. Και αυτό περιλαμβάνει μέχρι και τον επανασχεδιασμό της φορολογικής πολιτικής του κράτους. Και στην Κύπρο, για παράδειγμα, αποδείξαμε στο παρελθόν ότι ένας χαμηλότερος φόρος μπορεί  να αποφέρει περισσότερα έσοδα παρά ένας υψηλός από τον οποίο πρώτη έγνοια πολλών είναι πώς να τον αποφύγουν.

Είναι επίσης παραδεκτό πως όταν αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημα αυξάνονται παράλληλα τόσο οι επενδύσεις όσο και η κατανάλωση που έχουν ως αποτέλεσμα και αύξηση των εσόδων του κράτους, με ότι θετικό εξυπακούεται.

Και όπως από πολλούς υπογραμμίζεται εδώ και καιρό, είναι καιρός η πολιτεία να ξαναδεί σφαιρικά και για όλους τους υποτομείς (π.χ. τοπική διοίκηση), τη φορολογική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων τελών κι άλλων χρεώσεων σε συνάρτηση με τη μείωση του κόστους των υπηρεσιών στον ευρύτερο κρατικό τομέα. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την εισαγωγή πρακτικών που απεγκλωβίζουν από υφιστάμενες νοοτροπίες και γραφειοκρατίες, απελευθερώνουν δυνάμεις και αυξάνουν την παραγωγικότητα.

NEWSLETTER