Ουδείς “Πάπας” σε μια δημοκρατική κοινωνία
Μια ανάγνωση της απόφασης του Ανωτάτου με την κοινή λογική
Έχω διαβάσει με προσοχή την απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου για την παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη από τη θέση του Γενικού Ελεγκτή και δεν έχω ακόμα καταλάβει πως το Δικαστήριο έχει κρίνει τον κ. Μιχαηλίδη «υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς σύμφωνα με το Σύνταγμα και επομένως ως υποκείμενο σε άμεση απόλυση από τα καθήκοντα του». Το Σύνταγμα, σύμφωνα και με την απόφαση του Δικαστηρίου δεν ορίζει τη συνιστά «ανάρμοστη συμπεριφορά» και γι’ αυτό και το Δικαστήριο έχει ανατρέξει σε δύο υποθέσεις στην Κύπρο και κάποιες στο εξωτερικό. Οι υποθέσεις στην Κύπρο αφορούν «στην Πειθαρχική υπόθεση εναντίον του Δικαστή Κώστα Καμένου, ημερ. 19.9.2006, (η απόφαση δεν έχει δημοσιευθεί)» και «στην υπόθεση Ερωτοκρίτου - η οποία αφορούσε στην αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για απόλυση του κ. Ερωτοκρίτου, Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας».
Ανέτρεξε επίσης σε αποφάσεις και αναφορές του Ανακτοσυμβουλίου:
● υπόθεση Lawrence v. The Attorney General (Grenada) [2007] UKPC 18 (26 March 2007),
● υπόθεση Chief Justice of Gibraltar referral under section 4 of the Judicial Committee Act (1833) [2009] UKPC 43,
● υπόθεση The Governor of the Cayman Islands-Madam Justice Levers (Judge of the Grand Court of the Cayman Islands) [2010] UK PC 24,
● αναφορά Ανακτοσυμβουλίου, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Therrien v. Minister of Justice [2001] 2 SCR 3, Lawrence - πιο πάνω - και Clark v. Vanstone [2004] FCA 1105.
Επίσης το Δικαστήριο κάνει αναφορά στην υπόθεση Stewart v. Secretary of State for Scotland [1996] SC 271.
Τα πιο πάνω περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο της απόφασης «Η ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ» (σελ. 170 – 177) στο οποίο είναι ολοφάνερη η προσπάθεια του Δικαστηρίου να υποδειχθεί και να αποδειχθεί ότι ο όρος «Ανάρμοστη συμπεριφορά» στο Σύνταγμα δεν μπορεί να περιοριστεί σε συμπεριφορά ποινικά ελεγχόμενη ή σε ανικανότητα άσκησης καθήκοντος «λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητος ή αναπηρίας, καθιστώσης αυτούς ανικάνους θα εκπληρώσωσι τα καθήκοντα αυτών είτε μονίμως είτε επί τοσούτον χρόνον, ώστε να καθίσταται ανέφικτος η συνέχισις της υπηρεσίας αυτών» (Άρθρο Συντ. 153 7(3).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί επίσης ότι το Δικαστήριο στην απόφασή του υπογραμμίζει πως στο Σύνταγμα και γενικότερα στη νομολογία δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καθορίζει βαθμίδες ποινών για ανάρμοστη συμπεριφορά αξιωματούχων του κράτους. Έτσι, σύμφωνα με το ίδιο το Δικαστήριο, «δεδομένης της υποχρεωτικής απόλυσης και στην απουσία διαβάθμισης των κυρώσεων που ενδεχομένως να μπορούσαν να επιβληθούν», «είναι ορθό» «η σχετική συνταγματική πρόνοια να ερμηνεύεται υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας».
Θα πρέπει επομένως την επόμενη μέρα εμείς οι απλοί πολίτες να αναλογιστούμε κατά πόσο ίσχυσε η «αρχή της αναλογικότητας». Ο κ. Μιχαηλίδης κατά τη διάρκεια της δεκαετούς θητείας του στη θέση του Γενικού Ελεγκτή απέδειξε ότι ήταν ικανός να παράγει πραγματικό έργο, ότι ήταν άμεπτος, δεν έκλεψε, δεν υπέπεσε σε καμία εγκληματική πράξη και κατάφερε να αποκαλύψει σωρεία σκανδάλων και να προλάβει άλλα. Δυσκολεύομαι, επομένως, να κατανοήσω πως λειτούργησε «η αρχή της αναλογικότητας».
Αντίθετα, από την απόφαση του Δικαστηρίου, είναι κατά την άποψή μου σαφές πως τα μέλη του υπέδειξαν υπέρμετρο ζήλο και έξω από την αρχή της αναλογικότητας για να θωρακίσουν τη Γενική Εισαγγελία και τους εκπροσώπους της, ήτοι το Γενικό Εισαγγελέα Γιώργο Σαββίδη και Βοηθό Εισαγγελέα Σάββα Αγγελίδη. Δημιουργώντας μία ασπίδα – αλάθητου για ότι αποφασίσουν, όπως οι γνωματεύσεις τους.
Πράγματι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι σε ότι αφορά τις υπερβολικές τοποθετήσεις σε κάποιες ή περισσότερες φορές του κ. Μιχαηλίδη, τεκμηριωμένη. Αυτό όμως που δεν τεκμηριώνεται είναι ότι η συμπεριφορά του κ. Μιχαηλίδη τον καθιστούσε ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντά του. Διότι αυτό αποδεικνύεται από το ίδιο το έργο του κ. Μιχαηλίδη.
Θεωρώ επίσης ότι καμία γνωμάτευση ακόμα και απόφαση δικαστηρίου δεν μπορεί να μας αφαιρεί το δικαίωμα της αμφισβήτησης. Και υπό αμφισβήτηση είμαστε όλοι και ιδιαίτερα κάθε ενέργεια και πράξη δημόσιου προσώπου, μη εξαιρουμένων των Γενικό Ελεγκτή, Γενικό και Βοηθό Εισαγγελέα, της Νομικής Υπηρεσίας, των Δικαστών και Δικαστηρίων και ημών των δημοσιογράφων. Ουδείς Πάπας σε μια δημοκρατική κοινωνία. Ο τρόπος όμως που επέλεξε το Ανώτατο Δικαστήριο να θωρακίσει το Γενικό και Βοηθό Εισαγγελέα εύλογα παραπέμπει σε λογοκρισία και κυρίως σε αυτολογοκρισία για όποιο θα ήθελε πλέον να εκφέρει άποψη για τις ενέργειες της Νομικής Υπηρεσίας και των επικεφαλής της.
Έχω την άποψη πως ενώ στοιχειοθετούνται υπερβολικές συμπεριφορές από τον κ. Μιχαηλίδη, σε καμία περίπτωση δεν στοιχειοθετούνται υποθέσεις που θα έπρεπε να οδηγήσουν στην παύση του. Θεωρώ ότι καταπατήθηκε η αρχή της αναλογικότητας που επικαλέστηκε το ίδιο το Δικαστήριο.
Κατά την άποψή μου το Δικαστήριο έπρεπε να υποδείξει την υπερβολική σε κάποιες ή περισσότερες φορές αντίδραση του κ. Μιχαηλίδη χωρίς ωστόσο να καταλήξει σε απόφαση απόλυσής του. Το Δικαστήριο θα έπρεπε ταυτόχρονα να υποδείξει στους «πάσχοντες», όπως αυτοί καταγράφονται στις υποθέσεις που περιέλαβε στην αίτησή του ο Γενικός Εισαγγελέας, ότι μπορούν να ασκήσουν αστικές προσφυγές κατά του κ. Μιχαηλίδη για αποκατάσταση της υπόληψή τους εφόσον θεωρούσαν ότι είχαν υποστεί ζημία. Αυτό θα έδινε την ευκαιρία να κριθούν οι ίδιες οι υποθέσεις για τις οποίες κατηγορήθηκε ο κ. Μιχαηλίδης, και όχι μόνο η υπερβολική συμπεριφορά του. Και μόνο τότε, εάν ο τέως Γενικός Ελεγκτής κρινόταν ένοχος θα δικαιολογούνταν υποβολή αιτήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο για απόλυσή του.
Δεν είμαι νομικός, έμαθα όμως ως δημοσιογράφος να κρίνω τα πράγματα με την κοινή λογική. Και η κοινή λογική λέει ότι δεν καρατομείς ένα αξιόλογο στέλεχος του κράτους για υπερβολικές συμπεριφορές, όχι όμως ποινικά κολάσιμες.
Δυστυχώς όμως, όπως πολλάκις έχει αποδειχθεί, σε αυτήν την κοινωνία διώκονται και περιθωριοποιούνται οι ικανοί και επιβραβεύονται οι μέτριοι και οι ανίκανοι.
Δημοσιογράφος