Αποφάσεις στο πόδι για άλλη μια φορά
Οι σημερινές εξελίξεις δείχνουν ότι υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να ανοίξει ο δρόμος για έγκριση από τη Βουλή του νομοσχεδίου για την παροχή κρατικών εγγυήσεων στις επιχειρήσεις.
Το νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων προβλέπει την παραχώρηση δανείων σε βιώσιμες επιχειρήσεις που πλήγηκαν από την πανδημία το ύψος των οποίων μπορεί να φθάνει το 70% της χορήγησης.
Το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή μόλις την περασμένη εβδομάδα και έχει δίκαιο η αντιπολίτευση να διαμαρτύρεται και να δαχτυλοδείχνει την Κυβέρνηση.
Σήμερα όμως εδώ που βρίσκονται τα πράγματα σημασία δεν έχει ποιος ευθύνεται λιγότερο και ποιος περισσότερο. Σημασία έχει να βρεθεί λύση για να παρασχεθεί ρευστότητα στις επιχειρήσεις.
Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό θέμα - νομοσχέδιο και σαφώς είναι αδύνατο μέσα σε μερικές μέρες να εξεταστεί στο βάθος που πρέπει από την κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών.
Στο παρελθόν το κράτος ως εγγυητής αποδείχθηκε και καλοπληρωτής. Αναγκάστηκε πολλές φορές να αναλάβει το κόστος λανθασμένων εγγυήσεων. Και θα πρέπει οπωσδήποτε αυτό να μην επαναληφθεί σε καμία των περιπτώσεων. Θα πρέπει να βρεθούν οι τρόποι οι εγγυήσεις να δοθούν σε επιχειρήσεις που ενώ έχουν πληγεί από την πανδημία παραμένουν βιώσιμες και ο δανεισμός θα αφορά την προσπάθεια επαναδραστηριοποίησής τους και όχι να χρησιμοποιηθεί είτε για να αποπληρωθούν παλαιότερα δάνεια είτε για να κλείσουν τρύπες του παρελθόντος.
Δεν πρόκειται για εύκολο εγχείρημα διότι πολλοί νομίζουν ότι τα λεφτά του κράτους είναι δανεικά και αγύριστα.
Το ΔΗΚΟ για να ψηφίσει το νομοσχέδιο, θέτει δύο όρους:
Πρώτον, να περιοριστούν τα δάνεια του σχεδίου σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), και,
Δεύτερον, ο Γενικός Ελεγκτής να παρακολουθεί ως παρατηρητής αυτή τη διαδικασία.
Ενδέχεται μάλιστα τις πιο πάνω εισηγήσεις να υποστηρίξουν και άλλα κόμματα.
Και οι δύο εισηγήσεις του ΔΗΚΟ αφορούν πολιτικές αποφάσεις και, κατά την άποψή μου, δεν αγγίζουν την ουσία.
Η ουσία του θέματος είναι διττή: Από τη μια αφορά τις ανάγκες για δανεισμό και από την άλλη τη διασφάλιση της εξόφλησης των δανείων που θα παραχωρηθούν με κρατικές εγγυήσεις.
Στην πρώτη περίπτωση δεν πρέπει να έχει σημασία εάν μια εταιρεία είναι μικρή, μεσαία ή μεγάλη. Κριτήριο πρέπει να είναι κατά πόσον έχει πληγεί από την πανδημία και εξακολουθεί να παραμένει βιώσιμη. Επίσης θα πρέπει να τεθεί ένα όριο στο ύψος του δανεισμού. Τόσο σε μικρομεσαίες όσο και σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Στη δεύτερη περίπτωση αυτό που απαιτείται να λαμβάνεται υπόψη είναι η δυνατότητα αποπληρωμής του δανείου. Και αυτό μπορεί να το κρίνει μόνο η τράπεζα του δανειολήπτη, προκειμένου να αναλαμβάνει και την ευθύνη. Το νομοσχέδιο θα πρέπει να διαμορφωθεί με τρόπο ώστε η τράπεζα που θα αξιοποιήσει τις κρατικές εγγυήσεις για να βοηθήσει τον πελάτη της, θα πρέπει πέραν πάσης αμφιβολίας να αποδείξει ότι έπραξε ορθά κατά την παραχώρηση του δανείου εάν και εφόσον αποφασίσει να απαιτήσει από το κράτος ρευστοποίηση των εγγυήσεων του. Επομένως η απόφαση για παραχώρηση δανείου θα πρέπει να αφορά αποκλειστικά την τράπεζα για να έχει και την απόλυτη ευθύνη.
Θεωρώ μάλιστα ότι και στην πράξη είναι αδύνατο οποιαδήποτε άλλη επιτροπή εκτός τράπεζας, να μπορεί να ελέγξει και να αποφασίσει ποιος θα δανειστεί και ποιος όχι.
Από την άλλη υπάρχει ο κίνδυνος, εάν οι αποφάσεις ληφθούν από σώματα εκτός των τραπεζών, να είναι και ένας λόγος οι τράπεζες να αποποιηθούν ευθυνών σε περιπτώσεις λανθασμένων δανεισμών.
Δεν πρόκειται πάντως για εύκολο θέμα. Και δυστυχώς, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, θα ληφθούν πάλι αποφάσεις στο πόδι. Ελπίζω μόνο να μην χρειαστεί να πληρώσει τα σπασμένα ο φορολογούμενος.