Αποφάσεις για επιστροφή στα σχολεία ή όχι και μετά, τι;
Ενώ το πρωί όλα έδειχναν ότι, τουλάχιστον, οι μαθητές των γυμνασίων θα επέστρεφαν από την ερχόμενη Δευτέρα στις τάξεις τους, το Υπουργικό Συμβούλιο είχε άλλη άποψη. Άφησε τα χρονοδιαγράμματα να εξαντληθούν όπως είχαν αποφασιστεί πριν από περίπου 15 μέρες, δηλαδή η επιστροφή των μαθητών να γίνει μετά το τέλος Μαρτίου και υπό στις περιστάσεις με την αργία της 1ης Απριλίου, ίσως αυτό να μεταφερθεί στις 5 Απριλίου.
Η επιδημιολογική εικόνα της χώρας δεν επιτρέπει την επιστροφή των μαθητών των Γυμνασίων και των μαθητών των Δημοτικών σχολείων στη Λεμεσό, δήλωσε ο Υπουργός Παιδείας, Πρόδρομος Προδρόμου, επικαλούμενος τους επιδημιολόγους και την υγειονομική κατάσταση που παραμένει κρίσιμη.
Αποφάσεις, είπε, θα ληφθούν στην επόμενη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, αρχές της ερχόμενης εβδομάδας.
Παρά τις πληροφορίες ότι η επιδημιολογική ομάδα εισηγήθηκε κατά πλειοψηφία την επιστροφή όλων των μαθητών στα σχολεία τους από την ερχόμενη Δευτέρα, δε θα μπω στην παγίδα να απαντήσω στο ερώτημα γιατί σε 10 ή 13 μέρες και όχι σε έξι.
Από καιρό όμως τώρα αιωρείται στον αέρα ένα άλλο μείγμα σημαντικών ερωτημάτων: πόση ζημιά έχει προκληθεί στους μαθητές, μικρούς και μεγαλύτερους, όλο αυτό το διάστημα που έχουν μείνει μακριά από τα σχολεία τους και έξω από τις τάξεις τους; Ποιο το ψυχικό κόστος που έχουν επωμιστεί; Ποια η μακροπρόθεσμη ζημιά στην υγεία τους από την καθήλωσή τους για μήνες, πολλές ώρες την ημέρα μπροστά σε ένα υπολογιστή για να τύχουν της λεγόμενης τηλεκπαίδευσης; Πόση εσωστρέφεια έχουμε εμποτίσει τους σημερινούς μαθητές που τους έχουμε υποχρεώσει να περνούν όλη την ημέρα τους σε ένα δωμάτιο με τον υπολογιστή τους; Ποιο κενό αφήνει η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα του κράτους στην εκπαίδευσή τους;
«Η πανδημία έχει γίνει πλέον μια κανονικότητα. Ο καιρός περνά λεπτό το λεπτό, μέρα τη μέρα και νέες νόρμες αρχίζουν να κυριαρχούν επικίνδυνα, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Ιδιαίτερα στα σχολεία, τα οποία έχουν μετατραπεί σε εικονικές πραγματικότητες με την ψηφιακή διδασκαλία. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν ότι η εκπαίδευση πραγματοποιείται όπως και πριν και ότι είναι το ίδιο αποτελεσματική. Δυστυχώς, όχι. Τίποτα μα τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη δια ζώσης πνευματική επαφή και επικοινωνία, που συντελούνται την ώρα του μαθήματος με φυσική παρουσία», σημείωνε σε πρόσφατο άρθρο της η κ. Ρέα Παπαγεωργίου, Σύμβουλος Εκπαιδευτικών, Λειτουργός στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτου Κύπρου.
Τα παιδιά πρόσθετε, «βρίσκονται απομονωμένα σε ένα κλειστό δωμάτιο, δίχως φως, για να διακρίνουν πιο καλά τι υπάρχει στην αναμμένη οθόνη. Δεν ανταλλάζονται βλέμματα, δεν διακρίνονται χαμόγελα, δεν γίνονται αντιληπτές ανησυχίες, αμφιβολίες, δυσκολίες, δεν... Η δυσκολία γίνεται δυσπραγία, η ανησυχία γίνεται αντίσταση, και το παιδί αφήνεται στο έλεος των αποφάσεων και των ανώριμων πράξεων των ενηλίκων».
Και συνέχιζε ως εξής η κ. Παπαγεωργίου: «Η ορθόδοξη διαδικασία, μέχρι πρότινος, ήταν οι ενήλικες να φροντίζουν για την εκπαίδευση των παιδιών, περιφρουρώντας ως κόρη οφθαλμού το δικαίωμά τους αυτό. Δικαίωμα στη φοίτηση με φυσική παρουσία, στο σχολείο, στις τάξεις. Τώρα, με ελαφρά τη καρδία, αφήσαμε να διαιωνίζεται μια ψευδο-εκπαιδευτική διαδικασία, νομιζόμενοι ότι είναι και αποτελεσματική. Η ευθύνη για τη συντέλεση της μάθησης έχει μετατοπισθεί από τον ενήλικα στο παιδί, από πολύ μικρή ηλικία. Είναι το παιδί έτοιμο να κουβαλήσει στις πλάτες του το βαρύ φορτίο μιας τόσο μεγάλης ευθύνης; Ποια η ευθύνη της πολιτείας και της κοινωνίας; Πώς θα καλυφθεί το τόσο μεγάλο μαθησιακό έλλειμμα, το οποίο έχει δημιουργηθεί και τρέφεται καθημερινά από τη συνέχιση της ψηφιακής εκπαίδευσης;»
Είναι πέραν από φανερό ότι τα πράγματα δεν είναι ούτε απλά ούτε αμελητέα για να τα ξεχάσουμε όταν «ομαλοποιηθεί» (διότι και στην «ομαλοποίηση» ισχύουν πολλά «αν…») η κατάσταση. Και καλά θα κάνει το Υπουργικό Συμβούλιο όταν, στην επόμενη συνεδρία του θα αποφασίσει κατά πόσο θα ανοίξει ή όχι όλα τα σχολεία ή αν θα κλείσε κι άλλα αναλόγως της επιδημιολογικής κατάστασης της χώρας, να λάβει υπόψη του όλους τους πιο πάνω παράγοντες και κυρίως την ψυχική υγεία των παιδιών.
Ταυτόχρονα όμως απαιτείται να αποφασίσει τη διεξαγωγή εξειδικευμένων ερευνών ώστε:
•Πρώτον, να καταγραφεί η ζημιά και το βάρος που έχει αφήσει η πανδημία στην υγεία των μαθητών και των νέων ευρύτερα και,
•Δεύτερον, να διαπιστωθούν τα μαθησιακά κενά που έχουν δημιουργήσει η απουσία από τις τάξεις και η τηλεκπαίδευση.
Με στόχο, βέβαια, το συντομότερο να ληφθούν διορθωτικά μέτρα. Διότι, όπως ορθά σημειώνει η κ. Παπαγεωργίου, «είναι στιγμή να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες που μας αναλογούν και να στηρίξουμε το παιδί, να φροντίσουμε για το μέλλον του». Καθότι καταλήγει και συμφωνώ απόλυτα μαζί της, «έχουμε ήδη αργήσει».