«Άδειασε μας τη γωνιά…»
Όποιος συνεισφέρει στο δημόσιο λόγο εκτίθεται πολλαπλώς. Οι απόψεις του δηλώνουν τι σκέπτεται για ένα συγκεκριμένο θέμα. Οι παραδοχές του αποκαλύπτουν τι θεωρεί σημαντικό και τι όχι. Το ύφος του υποδηλώνει το ήθος του.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τις κύριες επικριτικές αντιδράσεις στο άρθρο με το οποίο εξηγούσα γιατί δεν αποδέχθηκα την πρόσκληση να παρευρεθώ στην τελετή τοποθέτησης του θεμέλιου λίθου στη Βιβλιοθήκη «Στέλιος Ιωάννου», του Πανεπιστημίου Κύπρου, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Χριστόφια (αρχικά το άρθρο μου δημοσιεύτηκε στο StockWatch και στη συνέχεια στο Φιλελεύθερο 31/1/2012) Θα ασχοληθώ εδώ με τις μη χυδαίες αντιδράσεις. Προσπερνώ τα χυδαιογραφήματα, τα οποία ένας ψυχαναλυτής μάλλον θα εύρισκε ενδιαφέροντα…Οι αντιδράσεις στο άρθρο μου εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες.
1. Στην πρώτη εντάσσονται όσοι προσφεύγουν σε κλασικά ad hominem επιχειρήματα – δεν επικεντρώνονται στο περιεχόμενο ενός συλλογισμού αλλά προσπαθούν να πλήξουν τον ομιλητή. Ετσι, λοιπόν, η διευθύντρια της «Χαραυγής» (1/2/2012) κ. Γκιούροφ με χαρακτηρίζει μειωτικά ως έναν από τους «εξ Ελλάδος καθηγητάδες που έχουν βολευτεί καλά στην Κύπρο». Ο αρθρογράφος της «Χαραυγής» (2/2/2012) κ. Πιερέττης υπονοεί ότι δεν δικαιούμαι να μιλώ επικριτικά για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού δεν συμμετείχα στην εκλογή του, «ως μη Κύπριος πολίτης». Ένας δε ανώνυμος σχολιογράφος έγραψε στο ιστολόγιό μου αυτό που η ευπρέπεια μάλλον απέτρεψε τον κ. Πιερέττη να πει ωμά: «Γιατί δεν πας στη χώρα σου και ζεις στην Κύπρο; […] Άδειασέ μας τη γωνιά». Όλες αυτές οι αντιδράσεις, επικεντρώνονται στην εθνικότητα του ομιλητή: Είσαι «ξένος», δεν είσαι ένας από μας - άρα δεν δικαιούσαι να μιλάς.
Φανταστείτε, κατ’ αναλογία, κάποιο δημοσιογράφο της Ελλάδας να καταφέρεται κατά του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη με το επιχείρημα: «Δεν είσαι δικός μας, δεν μπορείς να ασχολείσαι με τα κοινά του τόπου μας». Τι θα μας ενοχλούσε σε ένα τέτοιο επιχείρημα;
Πρώτον, η στενόμυαλη έννοια της πατρίδας. Πατρίδα δεν είναι μόνο ο γενέθλιος τόπος, αλλά και η γη στην οποία ζεις, ο τόπος για τον οποίο νοιάζεσαι, ο πολιτισμός μέσα στον οποίο αυτο-τοποθετείσαι. Για όποιον ενδιαφέρεται, πατρίδα για μένα είναι η γλώσσα μου και οι θεσμοί της χώρας που συγκροτούν τη ζωή μου. Τα κυπριακά κοινά με ενδιαφέρουν γιατί ζω και εργάζομαι στην Κύπρο – τόσο απλά. Με ενδιαφέρει η ποιότητα της δημόσιας σφαίρας, μέρος της οποίας αισθάνομαι.
Δεύτερον, ορίζοντας το συνομιλητή σου ως «ξένο» του στερείς όχι μόνο τη φωνή στο εσωτερικό της πολιτικής κοινότητας, αλλά, κυρίως, προστατεύεις τον εαυτό σου από ενοχλητικές φωνές. Αρνείσαι να εκτεθείς στην οπτική γωνία του άλλου. Είναι η προσφιλής τακτική των απανταχού ακραίων συντηρητικών, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερή εκδοχή τους: Ο «ξένος» μολύνει την κοινότητα και πρέπει να αποβληθεί. Οι ακροδεξιοί Ρεπουμπλικανοί λ.χ. καταφέρονται συστηματικά κατά του προέδρου Ομπάμα με το επιχείρημα, μεταξύ άλλων, ότι «δεν είναι Αμερικανός»! Το Μάη του ’68, ο συντηρητικός Τύπος της Γαλλίας καλούσε τον Ντε Γκολ να απελάσει τον «εβραιογερμανό» Ντάνιελ Κον Μπεντίτ, ο οποίος, αν και «ξένος», τολμούσε να ξεσηκώνει τους Γάλλους φοιτητές σε διαμαρτυρίες! Τα κομμουνιστικά καθεστώτα προέτρεπαν προβεβλημένους αντικαθεστωτικούς (όπως ο Σαχάροφ) να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, όταν φυσικά δεν τους έστελναν στα γκουλάγκ και τα ψυχιατρεία! Οι οπαδοί της κλειστής κοινωνίας απειλούνται από τη διαφορετικότητα και, φυσικά, το δείχνουν.
Μια εκδοχή αυτής της κατηγορίας, πιο εκλεπτυσμένα, δεν στρέφεται κατά του «ξένου», αλλά προσπαθεί να κατασκευάσει μια καρικατούρα του αντιπάλου, έναν αχυράνθρωπο, για να μπορεί να τον καταρρίψει με ευκολία. Αυτό γίνεται συνήθως με δύο τρόπους. Πρώτον, παραποιούνται εσκεμμένα οι απόψεις του ομιλητή, και, δεύτερον, του επικολλάται μια απαξιωτική πολιτική ετικέτα, άσχετη με το συζητούμενο θέμα, προκειμένου να στιγματισθούν οι απόψεις του εν συνόλω (άρα και οι επίμαχες). Στην τακτική αυτοί επιδίδονται συνήθως, μεταξύ άλλων, παραταξιακοί διανοούμενοι.
Έτσι, λοιπόν, ο κ. Γουλιάμος, καθηγητής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, με εμφανίζει να έχω απόσχει από την τελετή απόθεσης του θεμέλιου λίθου της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κύπρου, «διαμαρτυρόμενος για την πολιτική Χριστόφια» («Φιλελεύθερος», 12/2/2012). Φυσικά αυτό είναι ψευδές. Στο άρθρο μου ουδόλως ασχολήθηκα με την «πολιτική Χριστόφια» γενικώς, αλλά επέκρινα μια συγκεκριμένη ενέργεια του Προέδρου Χριστόφια – την μη ανάληψη εκ μέρους του των προσωπικών και θεσμικών ευθυνών που επισήμως του αποδόθηκαν από το Πόρισμα Πολυβίου. Άλλο η «πολιτική Χριστόφια» κι άλλο μια συγκεκριμένη ενέργεια του Προέδρου Χριστόφια. Κρίμα που οι απολογητές του κ. Χριστόφια αδυνατούν να εκλεπτύνουν τη σκέψη τους τόσο όσο χρειάζεται για να συλλάβουν τέτοιου είδους λεπτές διακρίσεις…
Η παραποίηση όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται και ο πολιτικός στιγματισμός. Για τον κ. Γουλιάμο, εφόσον συνυπέγραψα το κείμενο «Τολμείστε», το περασμένο καλοκαίρι, είμαι ένας «μνημονιακός», «νεοφιλελεύθερος» διανοούμενος! Ας υποθέσουμε, χάριν συζητήσεως, ότι είμαι. Ε, και; Τι σχέση έχει αυτό με το συγκεκριμένο θέμα αναφορικά με την κριτική μου για τις ευθύνες του Προέδρου Χριστόφια; Ο κ.Γουλιάμος το ξέρει καλά: Αν στιγματίσεις κάποιον με έναν απαξιωτικό πολιτικό χαρακτηρισμό, απαξιώνεις το σύνολο των απόψεών του. Αυτό δεν έκανε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα η Δεξιά, στιγματίζοντας οποιονδήποτε είχε διαφορετική άποψη «συνοδοιπόρο» και «κομμουνιστή»; Αυτό δεν κάνουν οι ακροδεξιοί Ρεπουμπλικανοί στιγματίζοντας τον Πρόεδρο Ομπάμα «σοσιαλιστή» (ναι, αυτό συνιστά ύβρη στην Αμερική!); Αυτό δεν έκαναν οι αριστεροί λαϊκιστές στην Ελλάδα την περασμένη δεκαετία στιγματίζοντας σοβαρούς και υπεύθυνους πολιτικούς, όπως ο Αλέκος Παπαδόπουλος και ο Τάσος Γιαννίτσης, ως «νεοφιλελεύθερους» επειδή τόλμησαν να πουν ότι δεν είναι σωστό να δίνονται συντάξεις σε ανθρώπους κάτω των 60; Οποιος θέλει να αποφύγει τη σοβαρή και τεκμηριωμένη συζήτηση κατασκευάζει ταμπέλες για να απαξιώσει τον αντιρρησία. (Παρεμπιπτόντως: Με το κείμενο «Τολμείστε» καλούσαμε την κυβέρνηση Παπανδρέου να τολμήσει να κάνει εκείνες τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η Ελλάδα. Αν τις είχε κάνει, η χώρα δεν θα βρισκόταν σήμερα με το ένα πόδι μέσα στο γκρεμό).
Αντιλαμβάνεστε το ρητορικό τέχνασμα. Αν έχεις χαρακτηριστεί «νεοφιλελεύθερος», αναμένεται να διαφωνείς με την «πολιτική Χριστόφια». Κατά συνέπεια, αν ασκείς κριτική στον Πρόεδρο Χριστόφια για μια συγκεκριμένη ενέργειά του, το κάνεις για στενά πολιτικούς-ιδεολογικούς λόγους. Άρα η κριτική σου δεν έχει ιδιαίτερη αξία, αφού είσαι εγνωσμένος πολιτικός αντίπαλος του Προέδρου! Με άλλα λόγια, λες αυτά που αναμένεται να πεις! Ταξινομώντας πολιτικά τον αντίπαλο εξουδετερώνεται έτσι η κριτική του. Οι παραταξιακοί διανοούμενοι έχουν ιδιαίτερο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία: Προστατεύουν το «σύστημα» απαξιώνοντας πολιτικά τους επικριτές του.
2. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει επιχειρήματα που εμμέσως αμφισβητούν (ευθέως δεν τολμούν να το πουν…) το δικαίωμα ενός καθηγητή δημοσίου πανεπιστημίου να ασκεί κριτική στην ανώτατη κρατική εξουσία. Πρόκειται για μια χομεϊνικής εμπνεύσεως αντίληψη, η οποία προδίδει ανελεύθερο πνεύμα και ακατέργαστη σκέψη.
Ο κ. Πιερέττης υπενθυμίζει πονηρά ότι εργάζομαι σε «κρατικό πανεπιστήμιο με άριστες απολαβές», ισχυρίζεται ότι το άρθρο μου «ευτελίζει τον κυπριακό λαό» (ο οποίος εξέλεξε τον κ. Χριστόφια), και με προτρέπει: «Ας αρνηθεί τη θέση του στο πανεπιστήμιο και ας πάει στο καλό». Οι οπαδοί ολοκληρωτικών αντιλήψεων δεν κατανοούν το πνεύμα της ελευθερίας του λόγου. Ισως νομίζουν ότι το Πανεπιστήμιο Κύπρου είναι μια εκδοχή του Πανεπιστημίου Λουμούμπα της Μόσχας ή σχολή κομματικών στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις πολλών από αυτούς από τέτοια ιδρύματα προέρχονται…
Δύο σύντομες παρατηρήσεις μόνο. Πρώτον, όποιος ασκεί αυστηρή κριτική στον Πρόεδρο δεν «ευτελίζει» το λαό που τον εξέλεξε – πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, τα οποία το εύρος σκέψης τους κ. Πιερέττη αδυνατεί προφανώς να συλλάβει. Οι διανοούμενοι στην Ιταλία που επέκριναν τον τότε πρωθυπουργό της χώρας κ. Μπερλουσκόνι ότι ευτελίζει το αξίωμά του με τις απερίγραπτες συμπεριφορές του, δεν ευτέλιζαν τον ιταλικό λαό που τον είχε εκλέξει,·ασκούσαν δημόσια κριτική – το οξυγόνο της δημοκρατίας. Δεύτερον, οι αντιδράσεις του βαθέως Τουρκικού κράτους σε τολμηρούς ιστορικούς, που τυχαίνει να είναι καθηγητές δημοσίων πανεπιστημίων στην Τουρκία και αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή για π.χ. τη γενοκτονία των Αρμενίων, είναι ακριβώς ίδιες στο πνεύμα με αυτές των δημοσιογράφων της «Χαραυγής». Για τους οπαδούς της κλειστής κοινωνίας (στην κεμαλική, θεοκρατική ή κομμουνιστική της εκδοχή), δεν είναι νοητό κάποιος που πληρώνεται από το κράτος να αμφισβητεί τον επικεφαλής τους κράτους ή την κρατική ιδεολογία! Οι άνθρωποι είναι μερικούς αιώνες πίσω, παρέα με τους Ταλιμπάν!
3. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει επιχειρήματα που εξοστρακίζουν τη συζήτηση από ένα συγκεκριμένο θέμα, μεταθέτοντάς την σε ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο. Αρνείσαι να ξεχάσεις την τραγωδία στο Μαρί και τις διαπιστωμένες ευθύνες του Προέδρου; Τότε πρέπει να μας πεις γιατί δεν αναφέρεσαι στις ευθύνες όσων υποστήριξαν το πραξικόπημα του ‘74! Αν παρατηρήσεις ότι το ένα θέμα δεν έχει σχέση με το άλλο, τότε εγκαλείσαι για «επιλεκτική αμνησία», και, αν η κ. Γκιούροφ είχε τη δυνατότητα, ίσως να σε έστελνε σε κάποιο σοβιετικού τύπου ψυχιατρείο για να ανακτήσεις τη μνήμη σου!
Το πρόβλημα με αυτό τον τρόπο σκέψης δεν είναι η τόσο η μη συμμόρφωσή του στους κανόνες της λογικής, όσο η χειριστική επίκληση του παρελθόντος για να αποφευχθεί η συζήτηση του παρόντος. Είναι ένας εύσχημος τρόπος να εξάπτονται τα πάθη και να αποφεύγεται η λογοδοσία της εξουσίας. Επώδυνες μνήμες του παρελθόντος αναμοχλεύονται προκειμένου να επισκιαστούν συγκεκριμένα προβλήματα του παρόντος. Η σκέψη ατροφεί, αφού ζει διαρκώς στη σκιά της απολιθωμένης μνήμης. Νέα ερωτήματα δεν μπορούν να τίθενται, στο μέτρο που δεσπόζει το Αρχέγονο Ερώτημα: «Τι λες για το πραξικόπημα;».
Αυτού του είδους η σκέψη είναι βαθιά αυτο-εξυπηρετική. Δεν αντιμετωπίζει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στα τωρινά συμφραζόμενά του αλλά το ανασυνθέτει ιδιοτελώς με ιστορικά φορτισμένους όρους. Το πρόβλημα έτσι μεταλλάσσεται. Η συζήτηση δεν επικεντρώνεται στο τωρινό ερώτημα: «Γιατί δεν ανέλαβε ο Πρόεδρος τις ευθύνες που επισήμως του αποδόθηκαν;», αλλά στο αυτο-εξυπηρετικά μεταλλαγμένο: «Γιατί δεν μιλάς για το πραξικόπημα του 1974;» Με αυτό τον τρόπο ανεπιθύμητα ερωτήματα εντέχνως απωθούνται.
Ένα παράδειγμα. Όταν ο Γερμανικός Τύπος επικρίνει την Ελλάδα για την κατάσταση χρεοκοπίας στην οποία έχει περιέλθει, οι λαϊκιστές ελλαδίτες πολιτικοί απαντούν δείχνοντας το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας! Η τοξική χρήση της μνήμης είναι φυσικά ιδιοτελής. Μεταφέροντας τη συζήτηση στο παρελθόν, σε ένα προνομιακό πεδίο για τους λαϊκιστές, αποφεύγονται τα άβολα ερωτήματα: «Γιατί μας βλέπουν τόσο εχθρικά; Τι εικόνα εκπέμπουμε στους εταίρους μας; Πως καταντήσαμε ο επαίτης της Ευρώπης; Γιατί δεν μας εμπιστεύονται;». Απωθώντας τέτοια ερωτήματα ο εθνικός ναρκισσισμός προστατεύεται, οι ευθύνες του φαύλου πολιτικού συστήματος αποσιωπώνται. Ο δημόσιος διάλογος έτσι φτωχαίνει, δεν εκλεπτύνεται.
Εν κατακλείδι. Τι κοινό έχουν οι αντιδράσεις που περιέγραψα; Τι αποκαλύπτουν για τους φορείς τους; Ότι διαπερνώνται από μια κοινή αντίληψη: Την ανελεύθερη μικρόνοια. Πρόκειται για μια αντίληψη κλειστών οριζόντων, η οποία απεχθάνεται την αδέσμευτη κριτική και δεν ξέρει πώς να σταθεί έλλογα απέναντί της. Το καλό είναι ότι, στο μέτρο που εκτίθεται στο δημόσιο διάλογο, η ανελεύθερη μικρόνοια αντιμετωπίζεται. Το κακό είναι ότι δεν έχει πολιτικό πρόσημο, ούτε εθνικό, φυλετικό ή άλλο προσδιορισμό. Όπως ο ανώνυμος κύπριος σχολιογράφος μου πέταξε: «Να πας στη χώρα σου…», έτσι κι ένας ελλαδίτης, οργισμένος που σε ένα άρθρο μου είχα επικρίνει τον αρχηγό του, τον κ. Σαμαρά, μου έγραψε: «Να ξεκουμπιστείς από δω, να πας στη χώρα σου, στην Κύπρο…». Η μικρόνοια δεν έχει σύνορα, ούτε η βλακεία όρια…
(*) Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής στo Πανεπιστήμιο Κύπρου