Ένα καλύτερο σύστημα διορισμού εκπαιδευτικών
Το σύστημα διορισμού εκπαιδευτικών από καταλόγους διοριστέων αποτελεί καρκίνωμα για την εκπαίδευση αλλά και για την ευρύτερη κοινωνία. Γίνονται διορισμοί χωρίς καμία απολύτως διαδικασία αξιολόγησης, κάτι που αδικεί τόσο τους μαθητές στα δημόσια σχολεία όσο και τους άριστους απόφοιτους που πρέπει να περιμένουν χρόνια για να πάρουν σειρά. Το σύστημα ενθαρρύνει την απόκτηση πτυχίων που δεν έχουν καμία χρησιμότητα στην αγορά εργασίας εκτός του ότι δίνουν τη δυνατότητα ένταξης σε μια λίστα αναμονής η οποία θα εξαργυρωθεί κάποτε με τον πολυπόθητο διορισμό. Το αποτέλεσμα είναι μια τεράστια σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού, κάτι στο οποίο έχω αναφερθεί πιο εκτενώς στο παρελθόν.
Πριν λίγο καιρό το υπουργείο Παιδείας κατέθεσε πρόταση για διαφοροποίηση του συστήματος διορισμού. Η σημαντικότερη διαφορά είναι η εισαγωγή γραπτής εξέτασης η οποία θα έχει βαρύτητα 30% στην αξιολόγηση του κάθε υποψήφιου.
Από μια άποψη η αλλαγή αυτή δεν είναι αρκετά ριζοσπαστική γιατί μη ποιοτικά κριτήρια όπως το έτος αποφοίτησης θα εξακολουθήσουν να έχουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή εκπαιδευτικών. Όμως η προτεινόμενη αλλαγή κάνει μια σημαντική υπέρβαση την οποία θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε. Η υπέρβαση αυτή αντικατοπτρίζεται σε μια μικρή αλλά ουσιαστική αλλαγή ορολογίας: Τη μετάβαση από τους «διοριστέους» στους «διορίσιμους».
Μόνο δυο γράμματα αλλάζουν αλλά οι προεκτάσεις είναι σημαντικές. Η έννοια του διοριστέου υποδηλοί κάποιο δικαίωμα. Ο διοριστέος πρέπει να διοριστεί. Η έννοια του διορίσιμου δεν υποδηλοί δικαίωμα αλλά δυνατότητα. Ο διορίσιμος μπορεί να διοριστεί αν και όταν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Η αλλαγή αυτή είναι σημαντική γιατί καταργεί την αυτόματη σύνδεση πτυχίου-εργοδότησης. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται μόνο στο χώρο της εκπαίδευσης και είναι ένας από τους κύριους λόγους που ο τομέας προσελκύει τόσους νέους.
Προβάλλονται διάφορα επιχειρήματα εναντίον της εισαγωγής εξέτασης. Ένα επιχείρημα είναι ότι όσοι απέκτησαν πτυχίο έχουν ήδη περάσει από διαδικασία αξιολόγησης και έχουν κριθεί άξιοι. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι έτσι είναι τα πράγματα (που πολύ το αμφιβάλλω), είναι φανερό ότι δεν είναι όλοι εξίσου άξιοι. Δεν θέλουμε να επιλέγουμε τους καλύτερους για τα σχολεία μας; Πρέπει να ισοπεδώσουμε όλες τις επιδόσεις και όλα τα πανεπιστήμια;
Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι η εξέταση δεν μπορεί να μετρήσει τη μεταδοτικότητα του εκπαιδευτικού και τη δυνατότητά του να επιβληθεί στην τάξη. Αυτό είναι ασφαλώς σωστό. Θα ήταν ευχής έργον αν μπορούσε να δημιουργηθεί ένα σύστημα που να αξιολογεί την παρουσία του εκπαιδευτικού στην τάξη. Όμως κάτι τέτοιο απαιτεί υποκειμενικές κρίσεις και αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ποτέ σε μια χώρα όπου κανένας δεν εμπιστεύεται κανένα. Η γραπτή εξέταση, με όλα της τα μειονεκτήματα, είναι ο μόνος αξιόπιστος τρόπος που έχουμε για να διαφοροποιήσουμε ποιοτικά τους υποψήφιους και να σπάσουμε επιτέλους τη σύνδεση πτυχίου-εργοδότησης. Ας ελπίσουμε ότι η σημαντική αυτή αλλαγή θα προχωρήσει.
Σωφρόνης Κληρίδης
Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών
Πανεπιστήμιο Κύπρου