Δραματική είναι η αποτίμηση της ζημιάς που αφήνουν πίσω τους οι πυρκαγιές στο περιβάλλον.
Οι συνέπειες των πυρκαγιών ενισχύουν την κλιματική κρίση, καθώς προκαλείται φαύλος κύκλος ανατροφοδότησης της κλιματικής αλλαγής και αντιστρόφως, δηλώνουν επιστήμονες και περιβαλλοντιστές.
Υποδεικνύουν, ότι εν έτη 2023, λόγω της ανθρωπογενούς αλλαγής του κλίματος, οι προοπτικές ανάκαμψης της χλωρίδας και πανίδας και των δασωμένων εκτάσεων είναι πλέον περιορισμένες, γι’ αυτό το πιο σημαντικό είναι η διαχείριση, η πρόβλεψη και η γρήγορη ανταπόκριση και καταστολή των πυρκαγιών.
Σχολιάζουν την τελευταία πυρκαγιά στην ορεινή Λεμεσού και καταγράφουν τις οικοσυστημικές υπηρεσίες που προσφέρει η φυσική βλάστηση στον άνθρωπο, οι οποίες σήμερα έχουν υποβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό.
Πολλές πυρκαγιές δεν αποτελούν φυσικό στοιχείο
Ο αναπληρωτής καθηγητής του Κέντρου Έρευνας Κλίματος και Ατμόσφαιρας του Ινστιτούτου Κύπρου, Δρ Θεόδωρος Χριστούδιας, μιλώντας στη StockWatch, είπε ότι «οι επιστήμονες προβλέπουν ότι στο μέλλον οι πυρκαγιές θα είναι ακόμη πιο συχνές και πιο έντονες, λόγω των συνδυασμένων επιπτώσεων της χρήσης γης και της κλιματικής αλλαγής».
Όπως επεσήμανε, σύμφωνα με στοιχεία από το τμήμα Δασών, κατά τη δεκαετία μεταξύ 2007-2016 έχουν αναφερθεί περισσότερες από 1000 εστίες πυρκαγιάς στις περιοχές που διαχειρίζεται η κυπριακή Δημοκρατία.
Υπέδειξε ότι «οι συνέπειες της ξηρασίας και των πυρκαγιών στα οικοσυστήματα και τις ανθρώπινες κοινωνίες αναμένεται να είναι βαθιές, επομένως η ακριβής πρόβλεψη του καιρού των πυρκαγιών κατά τις περιόδους πυρκαγιών είναι ζωτικής σημασίας».
Αθροιστικά είπε, είναι πολύ σημαντικός ο αριθμός των στρεμμάτων που κάηκαν στην Κύπρο λαμβάνοντας υπόψη και τις νέες πυρκαγιές στη Λεμεσό.
Επεσήμανε ότι η οικολογική καταστροφή που σημειώνεται κάθε φορά από μια νέα πυρκαγιά επηρεάζει μελλοντικά, «γι’ αυτό οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι οι πυρκαγιές έχουν καθορίσει βιοτόπους, όσον αφορά τις προσαρμογές και την κατανομή των οικοσυστημάτων στη φυσική ιστορία και στην εξέλιξη του πλανήτη μας».
Πρόσθεσε ότι «τα είδη που ζουν στα οικοσυστήματα αυτά τείνουν να προσαρμόζονται σε ένα συγκεκριμένο καθεστώς, και οι αποχωρήσεις από αυτό το καθεστώς μπορούν να έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα πολλών συστατικών του οικοσυστήματος».
Εξήγησε ότι όταν έχουμε πολύ μεγάλες πυρκαγιές και στη συνέχεια δυνατές βροχές, προκαλείται διάβρωση και απώλεια εδαφών, επισημαίνοντας ότι συνεπώς το περιβάλλον θα αργήσει να επιστρέψει στην κατάσταση προ των πυρκαγιών.
Ενδεικτικά, ανέφερε ότι «για θαμνώδη βλάστηση, απαιτούνται περίπου 3 έως 4 χρόνια για να επιστρέψουμε στην κατάσταση που βρισκόμασταν πριν από τις πυρκαγιές. Για τα δάση, θα απαιτηθούν 10, 20, 30, ακόμη και 40 χρόνια».
«Ως εκ τούτου, το σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η διαχείριση, η πρόβλεψη και η γρήγορη ανταπόκριση και καταστολή των πυρκαγιών».
Σύμφωνα με τον κ. Χριστούδια, το Ινστιτούτο Κύπρου συμμετέχει σε συνεργασία με το τμήμα Μετεωρολογίας στην ανάπτυξη Παρατηρητηρίου ξηρασίας και πυρκαγιάς και στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης στην Κύπρο, χρηματοδοτoύμενο από το σχέδιο Interreg.
Εκεί αναπτύσσονται μοντέλα πρόγνωσης δεικτών κινδύνου ανάφλεξης και γίνεται εγκατάσταση αυτόματων σταθμών ανίχνευσης καπνού στα δάση.
Περιορισμένες οι προοπτικές αναβίωσης της φύσης
Ο διευθυντής του Bird Life Cyprus Μάρτιν Χέλλικαρ, στις δηλώσεις του στη StockWatch, είπε ότι οι πυρκαγιές των τελευταίων ημερών προκαλούν σημαντική ζημιά για τους οικοτόπους και τα είδη.
Ειδικότερα, είπε ότι η περιοχή «Κοιλάδα Λιμνάτη» καθορίστηκε ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) για τέσσερα είδη του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας της ΕΕ για τα Άγρια Πουλιά (2009/147/ΕΚ) που φωλιάζουν στην περιοχή σε σημαντικούς αριθμούς και για μια ομάδα μεταναστευτικών πουλιών.
Τα τέσσερα είδη καθορισμού που φωλιάζουν στην περιοχή σε σημαντικούς αριθμούς είναι: Ο Γύπας Gyps fulvus, το Διπλογέρακο Buteo rufinus, ο Ζάνος Falco peregrinus και ο ενδημικός Τρυπομάζης Sylvia melanothorax. Επίσης, στην περιοχή φωλιάζουν είδη όπως ο Σπιζαετός Aquila fasciata, η Τρουλλουρία Burhinus oedicnemus, το Νυκτοπούλλι Caprimulgus europaeus, η Κράγκα Coracias garrulus, η Δακκαννούρα Lanius nubicus, η ενδημική Σκαλιφούρτα Oenanthe cypriaca και το Σιταροπούλλι Emberiza caesia.
Υποστήριξε ότι «πριν 40-50 χρόνια αυτές οι πυρκαγιές θα ήταν το ίδιο τραγικές, αλλά τουλάχιστον οι προοπτικές ανάκαμψης των βιοτόπων θα ήταν ευοίωνες, καθότι η φωτιά είναι και ένα φυσικό στοιχείο του Μεσογειακού οικοσυστήματος».
«Δυστυχώς», παρατήρησε ότι «το 2023, λόγω της ανθρωπογενούς αλλαγής του κλίματος, οι προοπτικές ανάκαμψης της φυσικής βλάστησης και των δασωμένων εκτάσεων είναι πολύ πιο περιορισμένες».
Ο κ. Χέλλικαρ, άφησε αιχμές ότι «πολλές πυρκαγιές δεν αποτελούν φυσικό στοιχείο, αλλά ασύμβατη παρέμβαση του ανθρώπου η οποία επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση».
Εξήγησε ότι «οι εκτάσεις φυσικής βλάστησης που κάηκαν προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες, όπως κατακράτηση του νερού, εμπλουτισμό του εδάφους, ρύθμιση του κλίματος και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα. Επιπλέον αποτελούν καταφύγιο για τη βιοποικιλότητα και προσφέρουν ευεξία στον άνθρωπο, δηλαδή ανεκτίμητες οικοσυστημικές υπηρεσίες οι οποίες σήμερα έχουν υποβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό».
Έψεξε ακόμη και το φαινόμενο των μεμονωμένων κατοικιών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη τροποποίησης και τον περιορισμό της πολιτικής μεμονωμένης κατοικίας, που επιτρέπει την ανέγερση κατοικιών σχεδόν παντού, ακόμα και στα όρια δασωμένων εκτάσεων, αυξάνοντας κατακόρυφα τον κίνδυνο πυρκαγιάς, όπως φάνηκε και τις τελευταίες μέρες.
Χάνεται το φαινόμενο των θερινών βροχών
Ο πρόεδρος του Κινήματος Οικολόγων κα πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Περιβάλλοντος Χαράλαμπος Θεοπέμπτου, δήλωσε στη StockWatch ότι οι συχνές και πιο καταστροφικές πυρκαγιές είναι απότοκο της κλιματικής κρίσης, την οποία ανατροφοδοτούν.
«Οι συνολικές επιπτώσεις που αφήνουν πίσω τους οι δασικές πυρκαγιές αντιστοιχίζονται με επιπτώσεις στην πανίδα, στη χλωρίδα, στον αέρα, στο έδαφος, στο υπέδαφος, στο υδάτινο στοιχείο, στα υπόγεια και επιφανειακά νερά, τα οποία συνθέτουν το περιβάλλον».
Ο κ. Θεοπέμπτου, αναφέρθηκε και στις προειδοποιήσεις των επιστημόνων ότι «κινδυνεύει να χαθεί το φαινόμενο των θερινών βροχών το οποίο παρουσιάζεται κάθε Αύγουστο, με τις ανάλογες επιπτώσεις ειδικά στα φυτά και τους χαμηλούς θάμνους τα οποία θα παραμείνουν χωρίς νερό από τον Ιούνιο, που μπορεί να σημειωθεί η τελευταία βροχόπτωση, μέχρι το Νοέμβριο, με αποτέλεσμα να ξεραθούν.
Τα μεσογειακά δάση, εξήγησε, έχουν προσαρμοστεί ώστε μετά από τις φωτιές να αναβιώνουν από μόνα τους λόγω των σπόρων που υπάρχουν επιφανειακά κάτω από το χώμα.
Πρόσθεσε, εντούτοις, ότι οι έντονες και μεγάλης έκτασης δασικές πυρκαγιές προκαλούν διάβρωση του εδάφους με αποτέλεσμα οι σπόροι που βρίσκονται κάτω από τα φύλα ή το χώμα να παρασύρονται προς τα κάτω, συνεπώς στη συγκεκριμένη καμένη δασική έκταση να μην ξαναδημιουργηθεί ζωή, τουλάχιστον για τα δύο χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Όπως είπε, είναι σημαντικό αμέσως μετά από τέτοιες καταστροφικές πυρκαγιές να λαμβάνονται αντιπλημμυρικά μέτρα τα οποία θα εμποδίσουν τη ροή του νερού προς τα κάτω, χωρίς βεβιασμένες κινήσεις για αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων, αλλά πάντα με γνώμονα την προστασία του εδάφους και την αποτροπή της διάβρωσης του.
Τι άφησε πίσω της η πυρκαγιά στην ορεινή Λεμεσού
Η πυρκαγιά που ξέσπασε στην ορεινή Λεμεσού από την περασμένη Κυριακή το μεσημέρι, συνέπεια αναζωπύρωσης της φωτιάς που ξέσπασε δύο ημέρες νωρίτερα στην Άλασσα, εξαπλώθηκε μέσα σε λίγη ώρα και περικύκλωσε τις κοινότητες Απαισιά, Παραμύθα, Σπιτάλι, Γεράσα, Αψιού και Μαθικολώνη.
Σύμφωνα με τον υπουργό Γεωργίας Πέτρο Ξενοφώντος, η φωτιά οριοθετήθηκε στα 8,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Η φωτιά από τις 5 η ώρα χθες το απόγευμα βρίσκεται σε ύφεση, αλλά η μεγάλη περίμετρος της δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού, δήλωσε ο διευθυντής του τμήματος Δασών, Χαράλαμπος Αλεξάνδρου.
Στο μεταξύ στη μάχη με την πυρκαγιά κάηκε ολοσχερώς όχημα του τμήματος Δασών. Οι επιβαίνοντες κατάφεραν να εγκαταλείψουν έγκαιρα το όχημα.
Τραυματίστηκε, επίσης, ελαφρά ένας πυροσβέστης ο οποίος μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο γενικό νοσοκομείο Λεμεσού.
Κάηκε, επίσης, ολοσχερώς εξοχική κατοικία στην Απαισιά η οποία δεν κατοικείται, ενώ καταστράφηκαν μια αποθήκη και δύο ακινητοποιημένα οχήματα. Επίσης, στην Παραμύθα κάηκε ολοσχερώς λυόμενο υποστατικό.