Προς επανεκδίκαση υπόθεση προστίμου Επ. Κεφαλαιαγοράς
Προς επανεκδίκαση υπόθεση προστίμου Επ. Κεφαλαιαγοράς
31/5/2024 14:52

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο παραμέρισε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς παραπέμποντας την υπόθεση για επανεκδίκασή της, αποδεχόμενο τον πρώτο λόγο έφεσης της επηρεαζόμενης εταιρείας και βρίσκοντας ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται του σκεπτικού της κατάληξης του Δικαστηρίου, ως «αναγκαίο και άκρως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της εγκυρότητας της».

Στην απόφασή του το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι «κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτιολόγηση μιας δικαστικής απόφασης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας».

Συνιστά, σημειώνει, «απαρέγκλιτο καθήκον των δικαστικών Αρχών και αντίστοιχο δικαίωμα του διαδίκου να γνωρίζει το λόγο, το σκεπτικό της κατάληξης του Δικαστηρίου, το οποίο είναι συστατικό στοιχείο έγκυρης δικαστικής απόφασης».

«Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλεται μόνο από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής απόφασης, αλλά αποτελεί θεμελιακό κανόνα της δικαστικής διαδικασίας και θεσμικό φραγμό κατά του ανέλεγκτου, ως και εχέγγυο για τη σύννομη άσκηση της δικαστικής εξουσίας», προσθέτει.

Η υπόθεση αφορούσε την επιβολή προστίμου το 2014 από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ύψους €80.000 σε εταιρεία αφού κατέληξε στην απόφαση ότι σε υπόθεση εξαγοράς εταιρειών, η τελευταία δεν ενήργησε για να εξασφαλίσει την ίση μεταχείριση των μετόχων, με τη ζημιά των μικρομετόχων της από την εξαγορά του 94,9% του μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών να ανέρχεται σε €4.078.459.

Το Διοικητικό Δικαστήριο στην απόφασή του το 2019 κατέληξε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προέβηκε στη δέουσα και επαρκή έρευνα των επίδικων γεγονότων, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη και τις γραπτές παραστάσεις της εταιρείας. Αποφάνθηκε επίσης ότι η αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής ημερ. 13.1.2014, όπως καταγράφεται σ’ αυτήν και συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο, κρίθηκε επαρκής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αφήνεται οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.

Περαιτέρω, δεν διαπίστωσε την ύπαρξη πραγματικής ή νομικής πλάνης, κατάληξη που οδήγησε στην απόρριψη της Προσφυγής αρ. 423/2014 και συνακόλουθα στην επικύρωση της επίδικης απόφασης με την οποία επιβλήθηκε στους Εφεσείοντες διοικητικό πρόστιμο ύψους €80.000.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση στα πλαίσια του 1ου λόγου έφεσης, ο συνήγορος της εταιρείας εισηγήθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και στην σελ. 4 της απόφασης του αναφέρεται στον προβληθέντα λόγο ακύρωσης, ως και στην σχετική επιχειρηματολογία τους ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν υπό πλάνη περί το Νόμο, ως και για το μη εφαρμόσιμο του Άρθρου 130 του Νόμου στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, εν τούτοις, «παρέλειψε στη συνέχεια να την εξετάσει και αποφασίσει επ’ αυτής. Συνεπώς η κατάληξη του περί μη ύπαρξης νομικής πλάνης, είναι παντελώς αναιτιολόγητη».

Με αυτή την θέση συμφωνεί και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ανωτέρω, χωρίς ωστόσο να παραθέσει το λόγο, το σκεπτικό που το οδήγησε στην κατάληξη του περί ανυπαρξίας νομικής πλάνης».

«Το γεγονός ότι ικανοποιήθηκε για την επάρκεια της έρευνας που διεξήγαγαν οι Εφεσίβλητοι, ως και της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ουδόλως οδηγεί, άνευ ετέρου, στο συμπέρασμα ότι αυτοί ερμήνευσαν και εφάρμοσαν ορθά το Άρθρο 130 του Νόμου, στη βάση του οποίου επέβαλαν το επίδικο διοικητικό πρόστιμο», προσθέτει.

«Η συνοπτική, γενική και αόριστη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων, όπως προέβαλλε μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, χωρίς καμιά απολύτως ενασχόληση με αυτήν και χωρίς κατ’ επέκταση, να παραθέσει την απαραίτητη νομική ανάλυση και σκέψη, από την οποία να προκύπτει η διαφωνία του με αυτήν και συνεπώς η απόρριψη της, όπως προκύπτει από την κατάληξη του, δεν συνιστά κατά την κρίση μας, αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης», σημειώνει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.

«Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται του σκεπτικού της κατάληξης του Δικαστηρίου, ως αναγκαίο και άκρως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της εγκυρότητας της», αναφέρεται στην απόφαση.

Συνεπώς, προστίθεται, «αυτή δεν είναι αιτιολογημένη και αφίσταται των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, εφόσον δεν διαγιγνώσκεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου, ως προς την απλή, αλλά ατεκμηρίωτη διατύπωση της θέσης ότι οι Εφεσίβλητοι δεν ενήργησαν υπό νομική πλάνη».

Το Δικαστήριο παραμέρισε την απόφαση και διέταξε επανεκδίκαση της Προσφυγής από άλλο Δικαστή, κατά προτεραιότητα.

Σχετικές ειδήσεις

NEWSLETTER