Η πρόταση του ΑΚΕΛ για επιβολή έκτακτου τέλους ύψους 5% για τη διετία 2024-2025 στα υπερκέρδη (όπως αυτά χαρακτηρίζονται στην πρόταση) των τραπεζών αναμένεται να τεθεί προς ψήφιση στην Ολομέλεια σήμερα Πέμπτη.
Η πρόταση προνοεί την επιβολή επιπρόσθετου φόρου στα τραπεζικά ιδρύματα ύψους 5% για τα φορολογικά έτη 2024 και 2025, επί της αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους που θα υπάρξει αυτά τα χρόνια σε σχέση με το 2022.
Η πρόταση εδράζεται στο σκεπτικό ότι οι τράπεζες έχουν πετύχει υπερκέρδη και μέρος αυτών θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για βοήθεια των δανειοληπτών.
Λόγω του ευνοϊκού οικονομικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα της αύξησης των επιτοκίων τα τραπεζικά ιδρύματα πέτυχαν από το 2023 και μετά, αξιόλογη αύξηση των καθαρών εισοδημάτων τους από τόκους.
Ιδιαίτερα ψηλή ήταν η αύξηση κατά το 2023 όταν τα επιτόκια αυξήθηκαν από τις Κεντρικές Τράπεζες σε μία προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού με το σύνολο των τραπεζών να καταγράφει εντυπωσιακές ανόδους στα σχετικά έσοδα.
Συγκεκριμένα για τρείς από τις μεγαλύτερες τράπεζες, Τράπεζα Κύπρου, Eurobank Cyprus και Alpha Bank Cyprus, τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2022 ενώ για την Ελληνική Τράπεζα, την Astrobank και την Εθνική Τράπεζα Κύπρου αυξήθηκαν κατά 46%-78%.
Κατά το 2024 και με βάση τα αποτελέσματα ενιαμήνου που έχουν ανακοινωθεί, αναμένεται περεταίρω αύξηση μεν αλλά με ρυθμό πολύ χαμηλότερο αφού εν τω μεταξύ ξεκίνησε μία πορεία μείωσης των επιτοκίων αφού οι πληθωριστικές πιέσεις μειώθηκαν σημαντικά.
Συνεπώς κατά το 2024 αναμένεται μία αύξηση των εν λόγω εσόδων σε σχέση με το 2023 από 4% - 17%.
Φυσικά οι αυξήσεις αυτές έρχονται μετά από μία παρατεταμένη περίοδο πολύ χαμηλών επιτοκίων κατά την οποία τα έσοδα από τόκους κρατήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα.
Με βάση τα αναμενόμενα έσοδα από τόκους για το 2024 (2024 F) έχει υπολογισθεί η διαφοροποίηση τους από το 2022 (Δ 22 - 24 F) για τις έξι μεγαλύτερες τοπικές τράπεζες για τις οποίες η υπολογιζόμενη συνολική αύξηση ανέρχεται σε περίπου €1 δισ.
Ο φόρος στον οποίο αφορά η πρόταση υπολογίζεται για τα εν λόγω τραπεζικά ιδρύματα σε περίπου €52 εκ.
Με βάση τα αναμενόμενα κέρδη του 2024 (Κέρδος F 2024) ο επιπρόσθετος αυτός φόρος αναμένεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία των τραπεζών της τάξης του 4%-5%.
Με τα επιτόκια να ακολουθούν πλέον πτωτική πορεία τα καθαρά έσοδα από τόκους για το 2025 προβλέπεται να κυμανθούν στα ίδια περίπου επίπεδα με αυτά του 2024 οπόταν με βάση την πρόταση νόμου θα υπάρξει άλλη μία επιπρόσθετη φορολογία περίπου €50 εκ. για το 2025.
Τα ποσά αυτά δεν αναμένεται να πλήξουν ιδιαίτερα τα επίπεδα καθαρών κεφαλαίων των τραπεζών.
Είναι όμως ποσά τα οποία υπό κανονικές συνθήκες θα αξιοποιούνταν υπέρ των μετόχων, αυτών που για μία μακρά περίοδο πέραν της δεκαετίας στήριξαν τις τράπεζες στις δύσκολες εποχές και που ανέμεναν την επένδυση τους να αρχίσει να αποδίδει ουσιαστικά κυρίως με τη μορφή πληρωμής μερισμάτων.
Πέραν αυτού, πολλοί φορείς που αντιτίθενται στην πρόταση, προτάσσουν το επιχείρημα της διαταραχής του φορολογικού καθεστώτος πράγμα που δυνατόν να αποτρέψει πιθανούς εξωτερικούς επενδυτές, με αρνητικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην οικονομία.