Πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ ανέρχονται τα κεφάλαια των κυπριακών τραπεζών, τα οποία ωστόσο δέχονται πιέσεις.
Ο συνδυασμός των μειωμένων προβλέψεων και της αυξημένης κερδοφορίας έχουν συμβάλει στη διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε σχετικά ψηλά επίπεδα, σε μια περίοδο με σημαντικές προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, ανήλθε στο 16,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2022, από 17,4% το τρίτο τρίμηνο του 2022 και 17,1% το τέταρτο τρίμηνο του 2021.
Το ύψος των κεφαλαίων των κυπριακών τραπεζών, υπερβαίνει το μέσο όρο στην ΕΕ που ανέρχεται σε 15,4%.
Σύμφωνα με τα τριμηνιαία οικονομικά αποτελέσματα της Ελληνικής Τράπεζας, ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ανέρχεται στο 25,1% και ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET 1) στο 19,3%, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις.
Για την Τράπεζα Κύπρου, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) ανέρχεται στο 15,2% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας στο 20,3%.
Όπως φαίνεται στον σχετικό πίνακα, τους ψηλότερους δείκτες κεφαλαίων έχουν οι τράπεζες στη Σλοβακία, το Λουξεμβούργο και την Τσεχία, ενώ σε υψηλά επίπεδα βρίσκονται τα κεφάλαια των τραπεζών στη Βουλγαρία, τη Μάλτα, τη Λιθουανία και τη Σουηδία.
Τα χαμηλότερα ποσοστά κεφαλαίων έχουν οι τράπεζες στην Ισπανία και στην Ελλάδα.
Με στόχο την ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών απέναντι σε ενδεχόμενες κρίσεις, χθες υπογράφηκε προσωρινή συμφωνία σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της Βασιλείας III.
Σημειώνεται ότι βάσει της προσωρινής συμφωνίας, οι διαπραγματευτές κατέληξαν στον τρόπο εφαρμογής του λεγόμενου «κατώτατου ορίου παραγωγής», περιορίζοντας τη μεταβλητότητα των επιπέδων κεφαλαίου των τραπεζών, που υπολογίζονται με τη χρήση εσωτερικών μοντέλων και στις κατάλληλες μεταβατικές ρυθμίσεις, ώστε να δοθεί επαρκής χρόνος στους παράγοντες της αγοράς να προσαρμοστούν.
Οι διαπραγματευτές συμφώνησαν περαιτέρω, να προβούν σε βελτιώσεις στους τομείς του πιστωτικού κινδύνου, του κινδύνου αγοράς και του λειτουργικού κινδύνου.
Συμφώνησαν επίσης, να προβλέπουν πρόσθετη αναλογικότητα στους κανόνες, ιδίως για μικρά και μη σύνθετα ιδρύματα.
Οι κυπριακές τράπεζες τα τελευταία χρόνια έχουν ενισχύσει σημαντικά τα κεφάλαιά τους, μετά και από παραινέσεις των εποπτικών αρχών, προκειμένου να είναι σε θέση να απορροφήσουν ενδεχόμενους κραδασμούς.
Η ενίσχυση των κεφαλαίων σημειώθηκε κυρίως μετά την τραπεζική κρίση του 2013.
Στο αποκορύφωμα της τραπεζικής κρίσης τα κεφάλαια των τραπεζών είχαν υποχωρήσει κοντά στο 6%, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η ανακεφαλαιοποίηση των τριών μεγάλων τραπεζών με bail-in και, στην περίπτωση του Συνεργατισμού, με bail-out.