Σωρεία αντιδράσεων και επικρίσεων που θέτουν στο στόχαστρο τα κριτήρια με τα οποία επιλέγονται τα πρόσωπα που διορίζει η κυβέρνηση, προκάλεσε η νέα κίνηση διορισμών, αυτή τη φορά των μελών των ΔΣ ημικρατικών οργανισμών.
Είναι η πολλοστή φορά που ανάλογη διαδικασία φέρει την κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να δέχονται πυρά, ενώ από την αρχή της θητείας της κυβέρνησης, τα δείγματα γραφής δεν έχουν πείσει ότι η κομματοκρατία και η ημετεροκρατία είναι εκτός εξίσωσης.
Θα μπορούσε να επισημανθεί ότι η σύσταση του πρώτου Υπουργικού Συμβουλίου επί διακυβέρνησης Χριστοδουλίδη ήταν εκτός των κριτηρίων τα οποία είχε θέσει ο ίδιος ο Πρόεδορος για την κατάρτιση του.
Ακολούθησε έντονη κριτική από ΜΜΕ και κόμματα της αντιπολίτευσης για περιπτώσεις διορισμών συμβούλων στο προεδρικό Μέγαρο.
Μπροστά σε αυτή την αντίδραση της κοινής γνώμης, ο Πρόεδρος προχώρησε με τις διαδικασίες καταρτισμού του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, για σκοπούς, όπως είχε τονιστεί, διαφάνειας στους διορισμούς.
Ωστόσο, η επιλογή των ατόμων που απάρτισαν το Συμβούλιο, αποτέλεσε επίσης αφορμή για επικρίσεις, με τους επικριτές να επισημαίνουν ότι ο πρώην δικαστής του Ανωτάτου, Γεώργιος Αρέστη, ο οποίος προεδρεύει του Συμβουλίου, ήταν ανάμεσα στις προσωπικότητες που στήριξαν την υποψηφιότητα Ν. Χριστοδουλίδη στις τελευταίες προεδρικές εκλογές.
Μάλιστα, ο κ. Αρέστη, συμμετείχε σε διαφημιστικό σποτ του Ν. Χριστοδουλίδη στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας για την Προεδρία.
Ακολούθησε χρονικά, ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης με τον Πρόεδρο να κατηγορείται εκ νέου για «βόλεμα ημετέρων», υποστηρικτών, μέχρι και συγγενικών του προσώπων.
Οι επιλογές προσώπων στις οποίες κατέληξε ο ΠτΔ, τον απομάκρυναν περαιτέρω από τα κριτήρια που είχε θέσει για τη σύσταση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Συγκεκριμένα, ενώ το κριτήριο ισομερούς εκπροσώπησης ανδρών και γυναικών στο Υπουργικό Συμβούλιο δεν πληρείτο εξ αρχής, με τις νέες επιλογές, η συμμετοχή των γυναικών μειώθηκε περισσότερο ενώ, ο ΠτΔ, όπως σχολιάστηκε εκτενώς, προέβη σε επιλογές με μάλλον πολιτικά αντί τεχνοκρατικά κριτήρια.
Η επιλογή των μελών των διοικητικών συμβουλίων των ημικρατικών αποτελεί την πιο πρόσφατη περίπτωση, καθώς η λειτουργία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου φαίνεται πως δεν έχει πείσει ευρέως για την διαφάνεια και την αντικειμενικότητα στους διορισμούς, ενώ ο ΠτΔ αναγκάστηκε από την πρώτη μέρα να αποσύρει επιλογές που έγιναν από πλευράς του Υπουργικού.
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι αντιδράσεις είναι έντονες, ειδικότερα για επιλογές που φαίνεται να είχαν χαρακτήρα «εξόφλησης χρέους» προς άτομα που υποστήριξαν την υποψηφιότητα Χριστοδουλίδη στις προεδρικές εκλογές, καθώς και για άτομα που φέρονται να ανήκουν στον οικογενειακό κύκλο του Προέδρου.
Απαντούν με «καινοτομίες» και «αδικία»
Κάθε καινοτομία και κάθε μεγάλη μεταρρύθμιση φέρνει αντιδράσεις όπως αυτές που βλέπουμε, ανέφερε το Σάββατο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης, σχολιάζοντας τις επικρίσεις για τους διορισμούς στα ΔΣ ημικρατικών.
Την ίδια ώρα, οι επικρίσεις των τελευταίων ημερών χαρακτηρίστηκαν άδικες από τον επικεφαλής του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, Γ. Αρέστη.
Ο κ. Αρέστη, μετά την ανακοίνωση των ατόμων που επιλέγηκαν για τα ΔΣ 11 ημικρατικών οργανισμών, ερωτηθείς από τη StockWatch για τις ενδεχόμενες αντιδράσεις επεσήμανε ότι το συμβούλιο προέβη στις εισηγήσεις του βασιζόμενο σε αντικειμενικά κριτήρια που αφορούσαν τα προσόντα και την εμπειρία των ατόμων, χωρίς να γνωρίζει τις κομματικές τους προτιμήσεις.
Ο κ. Αρέστη υποστήριξε πως είναι λογικό ότι κάποια άτομα ενδεχομένως να έχουν κομματική ταυτότητα ωστόσο, τόνισε, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να είναι ικανός και κατάλληλος για μια θέση.
Ισχυρίστηκε ότι ο αποκλεισμός τους θα αποτελούσε διάκριση.
Σχολιάζοντας χθες στο ΚΥΠΕ τις επικρίσεις των τελευταίων ημερών, ο κ. Αρέστη χαρακτήρισε άδικες τις αντιδράσεις για το έργο του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και εξέφρασε εκ νέου ικανοποίηση για το έργο που αυτό παρήγαγε, σημειώνοντας εκ νέου, ότι ήταν η πρώτη φορά που ο απλός πολίτης είχε την ευκαιρία να συμμετέχει στα συμβούλια τέτοιων οργανισμών χωρίς να χρειαστεί να περάσει μέσα από κομματικές διαδικασίες.
Ο κ. Αρέστη υπογράμμισε ότι προτάσεις του συμβουλίου στηρίχθηκαν μόνο στις δηλώσεις ενδιαφέροντος που τους είχαν αποσταλεί και σε τίποτε άλλο, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του γενικού νόμου 149 του 1988 που ρυθμίζει την λειτουργία όλων των Ημικρατικών Οργανισμών, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και του οικείου νόμου που θέτει κάποια ειδικά προσόντα, κριτήρια που πρέπει να έχει ένας υποψήφιος για κάποιους Ημικρατικούς.
Ερωτηθείς αν υπήρξε παρέμβαση προς τα μέλη του συμβουλίου απάντησε: «Καμία παρέμβαση. Πως θα είχαμε (παρέμβαση), όταν κατά 95% οι εισηγήσεις μας έγιναν δεκτές από το Υπουργικό Συμβούλιο;».
«Φέραμε σε πέρας ένα αξιόλογο έργο. Λυπούμαι να πω ότι αδικείται το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο με την επίθεση που του γίνεται», ανέφερε.
Επίθεση δύο κατευθύνσεων
Η επίθεση, πρόσθεσε ο κ. Αρέστη, έρχεται από δύο κατευθύνσεις, η μία από εκείνους που δεν επιλέγηκαν, σημειώνοντας ότι δέχθηκαν συνολικά 1070 αιτήσεις και στο Υπουργικό Συμβούλιο για τα 11 Διοικητικά Συμβούλια πρότειναν περίπου 300 άτομα. «Αυτοί που δεν επιλέγηκαν φυσιολογικό είναι να έχουν παράπονο. Δεν μπορούσαν όλοι να επιλεγούν, και οι 1070» συμπλήρωσε.
Η άλλη κατηγορία αντιδράσεων είναι από τα κόμματα, είπε, κάτι που επίσης ο κ. Αρέστη βρίσκει φυσιολογικό, όπως ανέφερε.
«Για πρώτη φορά τα κόμματα δεν έχουν την μερίδα του λέοντος στους διορισμούς των ΔΣ των Ημικρατικών Οργανισμών. Είναι η πρώτη φορά που ο απλός πολίτης έχει την δυνατότητα να γίνει μέλος ΔΣ Ημικρατικού, χωρίς να πρέπει να πάει να παρακαλέσει και να περάσει μέσα από τις κομματικές διαδικασίες», ανέφερε.
«Πώς είναι τόσο βέβαια τα κόμματα ότι στελέχη τους έκαναν αίτηση και δεν επιλέγηκαν; Εμείς δεν είχαμε ιδέα και δεν ήταν κριτήριό μας η κομματική η πολιτική τοποθέτηση εκάστου των υποψηφίων. Το έντυπο που συμπλήρωσαν δεν είχε χρώμα ούτε κόκκινο, ούτε μπλε, ούτε πράσινο, ούτε κίτρινο. Ήταν όλα τα ίδια», σημείωσε.
Δεν εξετάστηκε η σύγκρουση συμφέροντος
Σχολιάζοντας το ενδεχόμενο σύγκρουσης συμφερόντων με την θέση στην οποία διορίστηκαν, ο κ. Αρέστη είπε ότι έκριναν τους υποψήφιους με βάση τα στοιχεία που είχαν συμπληρώσει στην αίτηση.
«Δεν είχαμε την ευχέρεια και τον τρόπο να κάνουμε περεταίρω έρευνα, σημείωσε, προσθέτονταε ότι στο έντυπο που συμπλήρωνε ένας ενδιαφερόμενος είχε 8 ερωτήσεις, εξήγησε, για να δουν κάποιες αντιλήψεις, την προσωπικότητα και πως αντιλαμβανόταν κάποιος τον Οργανισμό τον οποίο ήθελε να υπηρετήσει.
Εάν εκ των υστέρων υπάρχουν στοιχεία στο βιογραφικό κάποιου που δείχνουν ότι υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος – σε περίπτωση που γίνει έρευνα κι αυτό αποδειχθεί - υπάρχουν διορθωτικά μέτρα, συμπλήρωσε υποδεικνύοντας ότι:
«Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει από κάποιον να υποβάλει την παραίτησή του και να διορίσει κάποιον άλλον. Υπάρχουν διορθωτικά μέτρα. Γιατί κάποιοι σχίζουν τα ιμάτιά τους; Γιατί τόσος θόρυβος;»
Για το ΔΣ του ΤΕΠΑΚ, περίπτωση στην οποία αποσύρθηκε αυθημερόν διορισμός συγκεκριμένου ατόμου, ο Γιώργος Αρέστη είπε ότι ο διορισμός των μελών του ΔΣ δεν ήταν στην δικαιοδοσία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.
Στην ερώτηση εάν ο ΠτΔ δικαιούται να παύσει μέλος που μόλις έχει διοριστεί, ο κ. Αρέστη είπε ότι με βάση τον γενικό νόμο 149, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το Υπουργικό Συμβούλιο δικαιούνται να ζητήσουν την παραίτηση, χωρίς να αναφέρεται σε λεπτομέρειες. Σημείωσε δε ότι τα ΔΣ του ΤΕΠΑΚ, του Πανεπιστημίου Κύπρου και του Ανοικτού Πανεπιστημίου δεν καλύπτονται από την νομοθεσία 149 του 1988.
Ως απόδειξη του ότι η κοινωνία ευρύτερα εμπιστεύεται το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο ο κ. Αρέστη ανέφερε πως ο σύνδεσμος γονέων της Αγγλικής Σχολής ζήτησε από τον ΠτΔ, ο διορισμός των μελών του ΔΣ να γίνει μέσω του Γνωμοδοτικού.
«Ας το πάρουν το μήνυμα όσοι χτυπάνε το Γνωμοδοτικό και θέλουν να το διαλύσουν. Έχει εμπεδωθεί στην κοινωνία ο καλός, ο σωστός ρόλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου», ανέφερε.
Πυρά ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ
Πυρά εξαπολύουν τα δύο μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης, αμφισβητώντας τα κριτήρια των επιλογών.
Ο ΔΗΣΥ υποστηρίζει πως το αποτέλεσμα επιβεβαιώνει πρόχειρους χειρισμούς.
«Φαίνεται ότι το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο δεν θα μπορούσε από μόνο του να διασφαλίσει την αξιοκρατία και δυστυχώς χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι», σημειώνεται.
Προστίθεται ότι σε ΔΣ κρίσιμων οργανισμών, οι διορισμοί ελέγχονται για σύγκρουση συμφέροντος και χρήζουν διερεύνησης από την αρμόδια επιτροπή ενώ γίνεται λόγος για «φιάσκο» στην περίπτωση του επίμαχου διορισμού στο ΤΕΠΑΚ, με τον ΔΗΣΥ να σημειώνει ότι είναι «ανησυχητική η απίστευτη ελαφρότητα και προχειρότητα των κυβερνητικών χειρισμών».
Σε ανακοίνωση του ΑΚΕΛ εκφράζονται τα ερωτήματα εάν είναι καινοτομία ο διορισμός προσώπων με φανερή τη σύγκρουση συμφέροντος, προσώπων τα οποία καλούνται να υπηρετήσουν κρίσιμους οργανισμούς τη στιγμή που οι ίδιοι έχουν οικονομικά και άλλα συμφέροντα σε ανταγωνιστικές με τους ημικρατικούς οργανισμούς επιχειρήσεις;
Διερωτάται επίσης, το ΑΚΕΛ, εάν είναι καινοτομία το βόλεμα ημετέρων με μοναδικό κριτήριο τη στήριξη της υποψηφιότητας Χριστοδουλίδη και η προσπάθεια διατήρησης ισορροπιών μεταξύ των συγκυβερνώντων κομμάτων;
Ταυτόχρονα, γίνεται λόγος για εμπαθή αποκλεισμό σχεδόν όλων των προερχόμενων από την αριστερά υποψηφίων, όταν αρκετοί από αυτούς είχαν ήδη μία πολύ πετυχημένη παρουσία σε διοικητικά συμβούλια ημικρατικών, όπως σημειώνεται, καθώς και για παραβίαση της άτυπης αρχής που επικράτησε εδώ και χρόνια, η αντιπολίτευση να έχει παρουσία για σκοπούς διαφάνειας, σύνθεσης και ελέγχου;
Ερωτήματα εκφράζονται για τον διορισμό «ενος υμνητή της χούντας και του φασισμού στο Δ.Σ. ενός Πανεπιστημίου», ενώ γίνεται λόγος για διαφαινόμενο νομικό μπάχαλο από τους χειρισμούς στη συγκεκριμένη περίπτωση.