Τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) για το 2024 και τις εποπτικές προτεραιότητές της για την περίοδο 2025-27, ανακοίνωσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ παρέμεινε ανθεκτικός το 2024. Κατά μέσο όρο, οι τράπεζες διατήρησαν εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, σε επίπεδο πολύ υψηλότερο από τις κανονιστικές απαιτήσεις. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) διαμορφώθηκε σε 15,8% στα μέσα του 2024, καταγράφοντας μικρή βελτίωση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης μόχλευσης αυξήθηκε ελαφρώς σε 5,8%. Τα υψηλότερα επιτόκια συνέχισαν να στηρίζουν την κερδοφορία των τραπεζών.
Όσον αφορά το μέλλον, ωστόσο, τονίζεται, οι δυσμενέστερες μακροοικονομικές προοπτικές και οι διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία απαιτούν αυξημένη επαγρύπνηση.
Σημειώνεται ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι συχνά δεν τιμολογούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές έως ότου υλοποιηθούν, οδηγώντας δυνητικά σε απότομη ανατιμολόγηση των κινδύνων, η οποία θα μπορούσε να αυξήσει τους κινδύνους για τη ρευστότητα και να οδηγήσει σε πρόσθετες ζημίες.
Εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη διακυβέρνηση, τη διαχείριση κινδύνων – συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση – και την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα των τραπεζών, οι οποίες απαιτούν ταχείες διορθωτικές ενέργειες λόγω του αβέβαιου περιβάλλοντος κινδύνων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο τρέχων κύκλος της SREP δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές στις βαθμολογίες των τραπεζών ή στις συνολικές απαιτήσεις του Πυλώνα 2.
Η μέση βαθμολογία SREP παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερή σε 2,6 (με εύρος από 1 έως 4), καθώς η βαθμολογία του 74% των τραπεζών ήταν ίδια όπως και το 2023, η βαθμολογία του 11% των τραπεζών επιδεινώθηκε και η βαθμολογία του 15% των τραπεζών βελτιώθηκε. Οι βαθμολογίες των τραπεζών επηρεάστηκαν δυσμενώς από την επίδραση που άσκησαν στην αγορά οι χαμηλότερες αποτιμήσεις των εμπορικών ακινήτων και οι απροσδόκητες μεταβολές των επιτοκίων, οι οποίες οδήγησαν σε υψηλότερους κινδύνους επιτοκίων στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο. Αντίθετα, η αύξηση της κερδοφορίας είχε θετική επίδραση στις βαθμολογίες.
Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις CET1 αυξήθηκαν ελαφρώς από 1,1% σε περίπου 1,2% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, με μικρές προσαρμογές στις απαιτήσεις του Πυλώνα 2 που οφείλονται σε μεταβολές του προφίλ κινδύνου επιλεγμένων τραπεζών. Οι απαιτήσεις του Πυλώνα 2 για κάθε τράπεζα, οι οποίες προκύπτουν από τις αποφάσεις SREP για το 2024, θα τεθούν σε ισχύ από το 2025.
Οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις για το κεφάλαιο CET1 – οι οποίες αποτελούνται από την απαίτηση του Πυλώνα 2, τις συνδυαστικές απαιτήσεις για τα αποθέματα ασφαλείας και τις μη δεσμευτικές κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 – αυξήθηκαν ελαφρά από 11,2% σε 11,3%. Παρόμοια αύξηση, από 15,5% σε 15,6% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, ήταν απαραίτητη σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο – το άθροισμα του κεφαλαίου CET1, του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 2.
Η ΕΚΤ ζήτησε από ορισμένες τράπεζες να εφαρμόσουν ειδικές πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις του Πυλώνα 2. Συνολικά 18 τράπεζες υπόκεινται σε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα που δεν καλύπτονται επαρκώς από προβλέψεις, έναντι 20 που ήταν πέρυσι. Επιπλέον, σε εννέα τράπεζες επιβλήθηκαν πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για μοχλευμένα δάνεια υψηλού κινδύνου, από οκτώ που ήταν πέρυσι. Αυτές οι πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις αντανακλούν είτε τα υψηλά ανοίγματα σε μοχλευμένα δάνεια είτε τις ανεπαρκείς πρακτικές διαχείρισης κινδύνων για τα δάνεια αυτά.
Επιπλέον, η ΕΚΤ υπερδιπλασίασε τον αριθμό των τραπεζών που υπόκεινται σε αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις λόγω του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης. Σήμερα υπάρχουν 13 τράπεζες που υπόκεινται στην απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης. Οι υποχρεωτικές απαιτήσεις ανά τράπεζα βάσει της απαίτησης του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης κυμαίνονταν μεταξύ 10 και 40 μονάδων βάσης και εφαρμόστηκαν επιπλέον του ελάχιστου δείκτη μόχλευσης 3% που αποτελεί δεσμευτική απαίτηση για όλες τις τράπεζες.
Η ΕΚΤ εφάρμοσε τις κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης σε επτά τράπεζες και επέβαλε μέτρα ενίσχυσης ρευστότητας ποσοτικού χαρακτήρα σε τέσσερις τράπεζες, απαιτώντας από αυτές να διακρατούν πρόσθετη ρευστότητα προκειμένου να συμμορφωθούν με ελάχιστες περιόδους επιβίωσης και με αποθέματα ασφαλείας ρευστότητας για συγκεκριμένα νομίσματα.
Η ΕΚΤ επέβαλε μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα, βασικό στοιχείο της εποπτικής εργαλειοθήκης της. Αυτά αφορούν κυρίως ανεπάρκειες όσον αφορά τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου, την εσωτερική διακυβέρνηση και τον κεφαλαιακό προγραμματισμό, ούτως ώστε οι τράπεζες να αναλάβουν δράση για τη διόρθωση μακροχρόνιων ευρημάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, επιβλήθηκαν μέτρα για την αντιμετώπιση της συμμόρφωσης με τις προσδοκίες σχετικά με τη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και την υποβολή σχετικών αναφορών.
Εποπτικές προτεραιότητες
Η ΕΚΤ δημοσίευσε επίσης τις εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-27, με έμφαση στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών σε άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές απειλές και σοβαρές γεωπολιτικές διαταραχές (Προτεραιότητα 1)· στη διασφάλιση ότι οι τράπεζες διορθώνουν εγκαίρως τις ουσιώδεις ελλείψεις που έχουν εντοπιστεί (Προτεραιότητα 2)· και στη διασφάλιση ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις που απορρέουν από τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τις νέες τεχνολογίες, με συνετή διαχείριση των σχετικών κινδύνων (Προτεραιότητα 3). Αυτές οι προτεραιότητες συνεχίζουν να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτές που καθορίστηκαν πέρυσι.
Τέλος, η ΕΚΤ επικαιροποίησε τις μεθοδολογίες της SREP για την αξιολόγηση του λειτουργικού κινδύνου, του κινδύνου τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών, καθώς και του κινδύνου επιτοκίου και του κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο. Σε αυτές τις επικαιροποιήσεις διευκρινίζονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση αυτών των βασικών τομέων κινδύνου και παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο το πλαίσιο SREP αντιδρά στο ταχέως εξελισσόμενο τοπίο κινδύνων.