Με τα δημόσια οικονομικά να βρίσκονται σε τροχιά πραγματοποίησης ουσιαστικού πλεονάσματος για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, η χώρα μπορεί να προσβλέπει στην ανάπτυξη σε γερές πλέον βάσεις.
Η προχθεσινή αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Κύπρου από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s κατά μία βαθμίδα, σηματοδοτεί την πρώτη φορά μετά από δεκατρία χρόνια που η αξιολόγηση της χώρας και από τους τρείς παραδοσιακούς οίκους αξιολόγησης βρίσκεται στην ανώτερη μέση βαθμίδα (upper medium grade).
Αυτή είναι η πιο πρόσφατη, σε μια σειρά αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης που άρχισε από το 2016.
Τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα που άρχισαν να παρουσιάζονται ήδη από το 2009, μοιραία επέφεραν την αύξηση του κυβερνητικού χρέους, με αποτέλεσμα αυτό να ανέλθει σαν ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) από 59,3% το 2010, σε 112,7% το 2014.
Συνέπεια ήταν οι ψηλές αξιολογήσεις που η Κύπρος απολάμβανε μέχρι και το 2010, να ακολουθήσουν μια έντονα πτωτική πορεία που λόγω και της τραπεζικής κρίσης που ξεκίνησε στα τέλη του 2011, έφερε για πρώτη φορά την χώρα σε επίπεδα αξιολόγησης «χαμηλότερης μέσης βαθμίδας» (lower medium grade).
Κατά τη διάρκεια της κρίσης και μέχρι το αποκορύφωμα της το 2015, όταν το δημοσιονομικό έλλειμα κατέγραψε το έβδομο διαδοχικό έτος, τα επίπεδα αξιολόγησης έπεσαν πλέον στην μη επενδυτική βαθμίδα (non-investment grade), φτάνοντας επικίνδυνα κοντά σε επίπεδο χρεοκοπίας (default).
Το «νοικοκύρεμα» στα δημόσια οικονομικά που επέβαλε το μνημόνιο, άρχισε να φαίνεται δειλά κατά το 2016, όταν μετά από οκτώ χρόνια επιτεύχθηκε έστω και μικρό πλεόνασμα που επιταχύνθηκε το 2017.
Από τότε οι οίκοι αξιολόγησης άρχισαν τις σταδιακές αναβαθμίσεις, μια διαδικασία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση της Κύπρου ψηλότερα από τη μη επενδυτική βαθμίδα περί τα τέλη του 2018, με εξαίρεση τον οίκο Moody’s που τελικά ακολούθησε περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα.
Αυτό πιθανότατα θα είχε επιτευχθεί νωρίτερα, αν η πτώχευση και το οριστικό κλείσιμο του Συνεργατισμού το 2018 και η πανδημία το 2020-2021 δεν οδηγούσαν και πάλι σε ελλείματα.
Η σταθερή πορεία δημοσιονομικών πλεονασμάτων από τότε, συνέτεινε στην περαιτέρω αναβάθμιση της χώρας στα σημερινά επίπεδα, που απέχουν 11-12 βαθμίδες από τις ελάχιστες του 2013 και τέσσερεις από την μη επενδυτική βαθμίδα.
Οι αναβαθμίσεις ωφελούν στην εξασφάλιση χαμηλότερων επιτοκίων στο δημόσιο χρέος και σε ευνοϊκότερο περιβάλλον για ξένες επενδύσεις, με όλα τα οφέλη που αυτά συνεπάγονται μακροπρόθεσμα.
Με τους οίκους αξιολόγησης να διατηρούν τις προοπτικές τους σταθερές, επαφίεται στην εκάστοτε κυβέρνηση να προστατέψει τη συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αφού είναι φανερό πού μπορεί να οδηγήσει πιθανός εκτροχιασμός των δημόσιων οικονομικών.
Όπως έχει δείξει η τελευταία περίπου δεκαπενταετία, το να κερδηθεί εκ νέου η φερεγγυότητα και η αξιοπιστία είναι μια μακρά και επίπονη διαδικασία.