Το οικονομικό περιβάλλον και οι προτεραιότητες του νέου Προέδρου
To μείζον ζήτημα που φαίνεται να απασχολεί τους πολίτες σήμερα είναι η οικονομία με την ευρεία έννοια. Τα τελευταία χρόνια η χώρα βίωσε μια οικονομική κρίση με πολλαπλές αρνητικές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες. Δυο τράπεζες – η Λαϊκή και ο Συνεργατισμός – κατέρρευσαν, υπήρξε αισθητή μείωση πλούτου και της οικονομικής δραστηριότητας, αύξηση του δημόσιου χρέους, της ανισότητας καθώς και του ποσοστού των ατόμων κάτω από το όριο της φτώχειας και συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Και ενώ η Κύπρος προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές η έλευση της πανδημίας δημιούργησε επιπρόσθετα προβλήματα.
Το όλο σκηνικό επιβαρύνεται από τη συνεχιζόμενη αναξιοκρατία, τη διαιώνιση των πελατειακών σχέσεων, τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και τους θεσμούς έχει κλονισθεί. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να διαιωνίζεται.
Τα επόμενα χρόνια θα είναι καθοριστικής σημασίας. Είναι αναγκαίο όπως επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή διαχείριση της οικονομίας καθώς και του ευρύτερου πολιτειακού συστήματος. Απαραίτητη, αν και όχι επαρκής προϋπόθεση, για την πολιτική που θα επιφέρει το ζητούμενο είναι η επαρκής κατανόηση των παραγόντων, ενδογενών και εξωγενών, που επηρεάζουν το κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Στη σημερινή συγκυρία είναι αναγκαία η αναζήτηση ενός νέου υποδείγματος για να αντικαταστήσει το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο που δυστυχώς συνέβαλε στην αύξηση των ανισοτήτων σε διάφορα επίπεδα και στην εμπέδωση ενός στρεβλού αξιακού συστήματος κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι ο σκληρός ανταγωνισμός, ο άκρατος ατομισμός και η θεοποίηση του υπερβολικού κέρδους.
Η πανδημία δημιούργησε συνθήκες οι οποίες ανάγκασαν τους κρατούντες στην ΕΕ να επαναξιολογήσουν τις θέσεις τους για ζητήματα δημοσιονομικής πειθαρχίας καθώς και για τον ρόλο του κράτους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι εκτός από την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων σκληρής πειθαρχίας το Eurogroup αναγνώρισε στη Σύνοδο της 9ης Απριλίου 2020 ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης δεν ήταν η ενδεδειγμένη.
Μέρος της ευρύτερης επαναξιολόγησης που διεξάγεται σήμερα στην ΕΕ είναι το μέλλον και η μορφή που θα πάρει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Όπως αναμενόταν, η Γερμανία παραμένει προσκολλημένη στην υφιστάμενη δομή της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και τη σύντομη επαναφορά της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Στον αντίποδα η Γαλλία και η Ιταλία θεωρούν ότι είναι σημαντικό να υπάρξει μια νέα φιλοσοφία η οποία να επιτρέπει τη δημοσιονομική χαλάρωση, τη διακριτική οικονομική ευχέρεια και κατ’ επέκταση τη διαφοροποίηση της φιλοσοφίας της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης. Από την έκβαση της συζήτησης αυτής θα επηρεασθούν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης. Η συζήτηση αυτή δυστυχώς δεν γίνεται στη χώρα μας. Θεωρώ σημαντικό όπως η Κύπρος ταχθεί υπέρ της προτεινόμενης διακριτικής οικονομικής ευχέρειας και διαφοροποίησης της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα επέλθει δημοσιονομική ασυδοσία. Αντίθετα, η δημοσιονομική πολιτική θα προσαρμόζεται ανάλογα με τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες.
Ένα συναφές ζήτημα που απασχολεί την Ευρωζώνη και τη διεθνή οικονομία γενικότερα είναι η συνύπαρξη του πληθωρισμού με τα αρνητικά επιτόκια. Το φαινόμενο αυτό, το οποίο επηρεάζει αρκετά οικονομικά δεδομένα, είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Ανεξαρτήτως των γενεσιουργών αιτιών, η στρέβλωση αυτή συμβάλει και στην αυξημένη ζήτηση στην αγορά ακινήτων. Αυτό δημιουργεί αρκετά προβλήματα: μεταξύ άλλων, ιδίως στις χώρες όπου οι μισθοί είναι χαμηλοί ο στόχος της ιδιοκατοίκησης ολοένα και περισσότερο γίνεται άπιαστο όνειρο για εκατομμύρια ανθρώπους κυρίως νέους. Με τη σειρά του το δεδομένο αυτό τείνει να αυξάνει την ανισότητα και να έχει αρνητικές προεκτάσεις στο δημογραφικό ζήτημα.
Η κάθε κυβέρνηση καλείται να τοποθετηθεί σε αυτό τον φαύλο κύκλο και να πάρει τα κατάλληλα μέτρα για διορθωτικές κινήσεις. Είναι κατανοητό ότι υπάρχουν πτυχές που δεν μπορούν να επηρεασθούν σημαντικά σε εθνικό επίπεδο όπως η νομισματική πολιτική στις χώρες της Ευρωζώνης. Στις πτυχές όμως που είναι δυνατή, η αποτελεσματική κρατική παρέμβαση καθίσταται επιβεβλημένη.
Στην περίπτωση της Κύπρου είναι σημαντικό να γίνουν κινήσεις, μεταξύ άλλων, για το στεγαστικό και το δημογραφικό. Σε σχέση με τη νομισματική πολιτική, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αντιμετωπίζει τους ανάλογους περιορισμούς που έχει ενώπιον της η κάθε χώρα μέλος της Ευρωζώνης. Όμως αυτό δεν την εμποδίζει να προβεί στις δέουσες ρυθμίσεις με τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της. Υπογραμμίζεται ότι πριν από την κατάρρευση του 2013 υπήρχε το στοιχείο της ασυδοσίας στον τραπεζικό τομέα. Σήμερα ο τρόπος εφαρμογής των διαφόρων κανονισμών δημιουργεί μια πολύ περιοριστική κατάσταση χωρίς ευελιξία. Αυτό θα πρέπει να διαφοροποιηθεί όπως και το ζήτημα των υπερχρεώσεων που παρατηρείται.
Είναι σημαντικό όπως τα θέματα αυτά αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά από τη νέα κυβέρνηση η οποία θα πρέπει να επιστρατεύει την απαιτούμενη γνώση και ταυτόχρονα να έχει όραμα. Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχουν δεδομένα τα οποία επιτρέπουν στοχευμένες δράσεις καθώς και άλλα στα οποία υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί. Παρά τις δυσκολίες μπορούμε να προσβλέπουμε σε ένα καλύτερο αύριο.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.