Προβλήματα και προοπτικές 2012
Το 2012 αναμένεται να είναι ακόμη μια δύσκολη χρονιά για τις οικονομίες της ευρωζώνης αφού οι προοπτικές για ανάπτυξη παραμένουν περιορισμένες ενώ η πολιτική ηγεσία της ευρωζώνης δεν δείχνει καν ότι αντιλαμβάνεται τα αίτια της σημερινής κρίσης. Η συμφωνία κορυφής του Δεκεμβρίου έδωσε μάλιστα περισσότερη ώθηση στα σενάρια διάσπασης του ευρώ παρά στην ανάπτυξη. Ο Martin Wolf της Financial Times περιγράφει τη Σύνοδο Κορυφής σαν μια καταστροφική αποτυχία και το νέο σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας σαν «Σύμφωνο στασιμότητας και αστάθειας».
Σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «A Summit to the Death» ο καθηγητής της Οξφόρδης Kevin O’Rourke παραθέτει με εξαιρετική σαφήνεια τους λόγους της αποτυχίας αυτής, διαπιστώνοντας πρώτα ότι:
«Once again, Europe’s national leaders showed themselves to be in denial about what underlies the eurozone’s economic, banking, and sovereign-debt crises...»
Το καυστικό άρθρο του O’Rourke καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για να σωθεί η ευρωζώνη χρειάζεται μια Κεντρική Τράπεζα η οποία θα στοχεύει όχι μόνο τον πληθωρισμό αλλά και (α) την ανεργία, (β) τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και (γ) την επιβίωση του ενιαίου νομίσματος. Χρειάζεται επίσης ένα ενιαίο πλαίσιο ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και πολιτική αναδιάρθρωσης τραπεζών που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των φορολογουμένων, όπως και μια ελάχιστη, αν όχι πλήρη, δημοσιονομική ένωση.
Η πρόσφατες αντιδράσεις διάφορων Γάλλων αξιωματούχων στην προοπτική υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της Γαλλίας από τους οίκους αξιολόγησης δείχνουν ότι δεν είναι μόνο η κυβέρνηση της κ. Μέρκελ που δεν αντιλαμβάνεται τι χρειάζεται να γίνει για να εξασφαλισθεί το μέλλον του ευρώ. Τα επιχειρήματα τους μάλιστα άφησαν έκθαμβους ακόμη και συντηρητικούς οικονομολόγους όπως π.χ. τον καθηγητή Martin Feldstein του Χάρβαρντ (ο οποίος διετέλεσε σύμβουλος του Προέδρου Ρήγκαν). Ο τίτλος το άρθρου του Feldstein - “The French don’t get it” – μιλά από μόνος του. Ζητώντας από τους οίκους να υποβαθμίσουν το Ηνωμένο Βασίλειο και όχι τη Γαλλία με το επιχείρημα ότι η τελευταία έχει καλύτερους δημοσιονομικούς δείκτες, είναι ακόμη μια ένδειξη, αν όχι και απόδειξη, ότι η Γαλλική ηγεσία ακόμη δεν αντιλαμβάνεται ότι η κρίση της ευρωζώνης έχει περισσότερο να κάνει με την απουσία κανονικής Κεντρικής Τράπεζας παρά με τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Με τα πιο πάνω δεδομένα είναι δύσκολο κανείς να είναι αισιόδοξος για το μέλλον της ευρωζώνης.
Παρόλα τα πιο πάνω αρνητικά δεδομένα, η αλλαγή τιμονιέρη στην ΕΚΤ έχει αρχίσει να δημιουργεί αμυδρές ελπίδες ότι η Κεντρική Τράπεζα της ευρωζώνης θα δείξει περισσότερη ευελιξία. Οι δύο πρώτοι μήνες του κ. Ντράγκι σημαδεύτηκαν από δύο μικρές αλλά διαδοχικές μειώσεις του επιτοκίου της τράπεζας. Πιο πρόσφατα είχαμε και την κίνηση της ΕΚΤ να παρέχει €500 δισ. ρευστότητα στις τράπεζες, η οποία σχολιάσθηκε από το διεθνή τύπο (π.χ. τη Financial Times) σαν προσπάθεια να στηρίξει με πλάγιο τρόπο τα κράτη-μέλη. Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως αν η κίνηση αυτή έγινε για να στηριχθούν τα κράτη-μέλη. Φαίνεται ότι οι ίδιες οι τράπεζες χρειάζονται €300 δισ. για να αναχρηματοδοτήσουν υφιστάμενα δάνεια από την ΕΚΤ, άρα το ποσό που μπορεί να διαθέσουν για τα κράτη στην καλύτερη περίπτωση δεν υπερβαίνει τα €200 δισ. Στην πράξη μάλιστα οι τράπεζες επανακαταθέτουν τα περισσότερα χρήματα στην ΕΚΤ για να έχουν πρόσβαση σε ρευστότητα χωρίς να καταφεύγουν στη διατραπεζική αγορά η οποία έχει παγώσει. Παρόλες τις αμφιβολίες, οι τρείς αυτές κινήσεις αποτελούν ενδείξεις ότι η ΕΚΤ έχει αρχίσει να κινείται προς την ορθή κατεύθυνση.
Στην περίπτωση της Κύπρου τα περιθώρια αισιοδοξίας είναι κάπως μεγαλύτερα. Πιστεύω ότι από το δεύτερο εξάμηνο του 2012 η κυπριακή οικονομία θα αρχίσει να παρουσιάζει βελτίωση. Βασίζω τη συγκρατημένη αυτή αισιοδοξία σε τρείς πυλώνες.
Ο πρώτος είναι ότι το Ρωσικό δάνειο επέτρεψε να ληφθούν μέτρα λιτότητας τα οποία είναι λιγότερο υφεσιακά σε σχέση με εκείνα που θα προέκυπταν αν η Κύπρος υποχρεωνόταν να προσφύγει στο Μηχανισμό Στήριξης. Ταυτόχρονα η μεγάλη προσπάθεια που παρατηρείται τελευταία τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση να στηριχθεί η ανάπτυξη είναι πολύ θετική. Αν τα αναπτυξιακά μέτρα καταφέρουν να εξουδετερώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας πάνω στη ζήτηση, τότε η κυπριακή οικονομία πιθανό να βγει διπλά κερδισμένη. Γιατί από τη μια θα αποφύγει την ύφεση και από την άλλη πιθανό να βελτιώσει την παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα (η τελευταία θα μπορούσε μάλιστα να ήταν και ο κύριος άξονας των δημοσιονομικών μέτρων).
Ο δεύτερος πυλώνας στον οποίο βασίζεται η αισιοδοξία μου για την Κύπρο είναι η πρόσφατη ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ της Κύπρου, η οποία ανοίγει ενθαρρυντικές προοπτικές για την οικονομία. Αυτές θα βελτιώσουν σίγουρα το επενδυτικό κλίμα και αναμένω ότι θα οδηγήσουν σύντομα και σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του κυπριακού κράτους.
Ο τρίτος πυλώνας αισιοδοξίας είναι η κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών και οι πιθανές θεσμικές βελτιώσεις που θα προκύψουν στο τραπεζικό σύστημα αν η κυπριακή δημοκρατία ενισχύσει τις τράπεζες μέσω του EFSF. Το σίγουρο θετικό στοιχείο είναι ότι από το δεύτερο εξάμηνο του 2012 οι τράπεζες θα έχουν νέα κεφάλαια, είτε αυτά είναι ιδιωτικά είτε κρατικά. Έτσι οι τράπεζες θα μπορέσουν να αρχίσουν να δανείζουν περισσότερο στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Θα επαναλάβω εδώ σαν υποσημείωση ότι η στήριξη τραπεζών μέσω του Μηχανισμού Στήριξης δεν πρέπει να τρομάζει γιατί δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε μνημόνιο για ολόκληρη την οικονομία. Ο Μηχανισμός έχει επεκταθεί από το περασμένο Ιούλιο για να στηρίζει τράπεζες σε μικρές χώρες με μεγάλο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως η Κύπρος. Η χρηματοδότηση που γίνεται από το EFSF για στήριξη τραπεζών περιλαμβάνει όρους οι οποίοι στοχεύουν να βελτιώσουν την εταιρική διακυβέρνηση και την εποπτεία. Οι μεταρρυθμίσεις που θα προκύψουν από αυτή την ανεξάρτητη επέμβαση πρέπει να είναι ευπρόσδεκτες, τόσο από τους μετόχους των τραπεζών, όσο και από τον Κύπριο φορολογούμενο πολίτη. Το μόνο αρνητικό τυχόν στήριξης τραπεζών από το κράτος είναι ότι θα οδηγήσει σε αύξηση του δημόσιου χρέους γιατί είναι το κράτος που θα δανεισθεί από το μηχανισμό και όχι οι τράπεζες.
Η αισιοδοξία μου για την Κύπρο είναι όμως συγκρατημένη, κυρίως γιατί, όπως εξήγησα στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού, το μέλλον της ευρωζώνης παραμένει αβέβαιο.
Καλή Χρονιά σε όλους.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο του Leicester
Μέλος της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών του Ηνωμένου Βασιλείου