ΑΠΟΨΕΙΣ Εθνικός κατώτατος μισθός: Οι διεθνείς εμπειρίες και τα επιχειρήματα

Εθνικός κατώτατος μισθός: Οι διεθνείς εμπειρίες και τα επιχειρήματα

Εθνικός κατώτατος μισθός: Οι διεθνείς εμπειρίες και τα επιχειρήματα

Ενώ διεξάγεται η συζήτηση για τον καθορισμό του Εθνικού Κατώτατου Μισθού (ΕΚΜ) στην πατρίδα μας, είναι χρήσιμο να κατανοήσουμε τους λόγους ύπαρξής του, αλλά και τους κινδύνους ενδεχομένως από την εφαρμογή του. Πως επηρεάζονται οι μικρές επιχειρήσεις; Θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα στους χαμηλά αμειβομένους ή θα επιφέρει απλά περαιτέρω πληθωριστικές πιέσεις; Θα βοηθήσει την αγορά εργασίας ή θα δημιουργήσει ανεργία;

Για την ιστορία, ο Θεσμός αυτός εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Νέα Ζηλανδία το 1894, με την πολιτεία της Βικτώριας στη γειτονική της Αυστραλία να τον εφαρμόζει το 1896 και το Ηνωμένο Βασίλειο το 1909. Στις ΗΠΑ, πρώτη τον υιοθέτησε η Μασαχουσέτη το 1912, ενώ το 1938 καθορίστηκε ο ομοσπονδιακός κατώτατος μισθός στις ΗΠΑ. Έκτοτε 21 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ τον έχουν εφαρμόσει.

Με βάση λοιπόν τις εμπειρίες ενός Θεσμού που μετρά πέραν από 128 χρόνια και την οικονομική επιστήμη, ας επιχειρήσουμε μια προσέγγιση των επιχειρημάτων ενώπιον μας.

Κοινωνικό Μέρισμα

Ο ΕΚΜ είναι ουσιαστικά ένα κοινωνικό μέρισμα. Γι’ αυτούς που επηρεάζονται αποτελεί ένα άμεσο και σημαντικό όφελος. Αλλά και για την κοινωνία ευρύτερα. Αφορά σε χρήματα που κατά τα άλλα θα έπρεπε να καταβάλει ο φορολογούμενος, ως αναγκαία κοινωνική στήριξη. Την ίδια στιγμή, μελέτες καταδεικνύουν ότι όσο πιο κάτω από το όριο της φτώχειας βρίσκεται κάποιος, τόσο μεγαλώνει η πιθανότητα, σοβαρότητα αλλά και συχνότητα ασθενειών. Άρα όσο περισσότερο στηρίζονται οι πλέον χαμηλόμισθοι τόσο μειώνεται το κόστος για τη δημόσια υγεία. Και αν είναι κάτι που η πανδημία έχει αποδείξει είναι ότι δεν μπορεί κάποιος να εφησυχάσει στην αντίληψη της προσωπικής προστασίας, εάν αυτό δεν επεκτείνεται στην ευρύτερη κοινωνία. Επίσης, το ψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα βοηθά στη βασικές ανάγκες των παιδιών σε μια οικογένεια. Ιδιαίτερα των μικρότερων παιδιών και των νηπίων. Σε ρουχισμό, τρόφιμα, ιατρική περίθαλψη και ασφάλεια στέγασης. Το American Journal of Public Health εκτιμά, για παράδειγμα, ότι περίπου 4.000 νηπιακοί θάνατοι στη Νέα Υόρκη θα αποφεύγοντο εάν ο κατώτατος μισθός ανέβαινε κατά $8 την ώρα.

Ανεβάζει την ανεργία;

Από την άλλη πλευρά, τίθεται το επιχείρημα ότι ο Θεσμός του κατώτατου μισθού θα πλήξει την αγορά εργασίας και θα οδηγήσει σε λιγότερες δουλειές. Πολλά εισαγωγικά εγχειρίδια οικονομικών παρουσιάζουν το παράδειγμα όπου η αύξηση του κατώτατου μισθού αυξάνει την ανεργία. Σύμφωνα με αυτό το παράδειγμα, όσο μεγαλώνει ο κατώτατος μισθός οι εταιρείες εργοδοτούν λιγότερους. Κάτι που όμως βασίζεται σε δυο απλοϊκές παραδοχές που συνιστούν μια «τέλεια» αγορά. Όπου ενυπάρχουν πολλοί εργοδότες και εργοδοτούμενοι με τη δυνατότητα να εναλλάσσονται δίχως περιορισμούς μέσα από τέλεια και άμεση πληροφόρηση. Κάτι που φυσικά δεν υφίσταται πουθενά. Πόσο μάλλον στη μικρή μας πατρίδα.

Πιο συγκεκριμένα, οι δύο αυτές παραδοχές είναι ότι (α) η ζήτηση για εργοδοτούμενους δεν είναι σταθερή, αλλά πλήρως ελαστική ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και (β) ότι οι μισθοί καθορίζονται απόλυτα από τη προσφορά και τη ζήτηση.

Σχετικά με την πρώτη παραδοχή, δεδομένου του μεγέθους της αγοράς εργασίας στην πατρίδα μας, δεν θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι υφίστανται τόσο μεγάλα αποθέματα εργατικού δυναμικού που θα μπορούσαν να καταστήσουν την αγορά εργασίας πλήρως ελαστική. Επίσης γνωρίζουμε ότι ο ΕΚΜ ενδεχομένως να αφορά σε εργαζομένους σε βιομηχανίες παραγωγής βασικών ή σημαντικών προϊόντων και υπηρεσιών. Άρα είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι συνθήκες αγοράς δεν είναι εύκολο να μεταβληθούν σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να επηρεάσουν καταλυτικά την αγορά εργασίας, ακόμη και στην περίπτωση ύπαρξης μιας σχετικής ελαστικότητας στη δεύτερη.

Όσον αφορά στη δεύτερη παραδοχή, η υπόθεση ότι οι μισθοί καθορίζονται απόλυτα από την προσφορά και τη ζήτηση, αγνοεί τη δεσπόζουσα θέση συγκεκριμένων μεγάλων σχετικά εργοδοτών. Ουσιαστικά, όσον αφορά στις βιομηχανίες που επηρεάζονται από τον κατώτατο μισθό, παρατηρούμε αυτό που ονομάζεται «μονοψώνιο». Δηλαδή αγορά με λίγους εργοδότες, ή – μέσα από συνεννόηση – καθορισμό των ορίων των απολαβών. Και αυτό, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει συνθήκες περαιτέρω μειώσεων των απολαβών, αλλά και θέσεων εργασίας. Κάτι που προφανώς στην περίπτωσή μας περιορίζεται λόγω της ύπαρξης συλλογικών συμβάσεων. Αλλά ισχύει αρκετά για να αποδείξει την ύπαρξη ενός δυνητικού μονοψωνίου στην αγορά εργασίας, όπου η οικονομική θεωρία αποδεικνύει ότι η καθιέρωση ενός κατώτατου μισθού ουσιαστικά μειώνει την ανεργία, περιορίζοντας τη δυνατότητα μείωσης της προσφοράς θέσεων εργασίας με σκοπό τη μείωση των απολαβών.

Γενικά οι μελέτες συγκλίνουν στο ότι ο κατώτατος μισθός αλλά και η πληθωριστική αναπροσαρμογή του προς τα πάνω (για να αντισταθμίσει τις ψηλότερες τιμές προϊόντων και υπηρεσιών) είναι πιθανόν να αυξήσει τις θέσεις εργασίας παρά να τις μειώσει.

Μικρές επιχειρήσεις

Τι συμβαίνει όμως με τις μικρές επιχειρήσεις;

Είναι γνωστό ότι από μόνες τους οι μικρές επιχειρήσεις δεν δύνανται να ανταγωνιστούν τις μεγάλες, σε ότι αφορά σε τιμές αλλά και όρους εργασίας. Τα διεθνή παραδείγματα εισηγούνται ότι η ύπαρξη ενός θεσμοθετημένου κατώτατου μισθού δύναται να δημιουργεί συνθήκες ενός πιο δίκαιου ανταγωνισμού μεταξύ μεγάλων-μικρών, τουλάχιστον όσον αφορά στην αγορά εργασίας. Την ίδια στιγμή, η σύγχρονη αντίληψη σε θέματα διοίκησης μας λέει ότι εργαζόμενοι με καλύτερες απολαβές είναι πιο παραγωγικοί, απουσιάζουν λιγότερο, συνεισφέρουν πολύ περισσότερο, και παραμένουν περισσότερο στον ίδιο εργοδότη, μειώνοντας το σημαντικό κόστος αντικατάστασής τους. Επίσης είναι λογικό ότι αφού ο κατώτατος μισθός αφορά σε αυτούς που πληρώνονται σήμερα κατά πολύ κάτω από το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, κάθε σεντ περισσότερο που θα λαμβάνουν θα επανεπενδυθεί στην οικονομία. Κάτι που βοηθά τις μικρές επιχειρήσεις, που ως επί το πλείστον δραστηριοποιούνται σε είδη πρώτης ανάγκης και βασικά είδη.

Πληθωρισμός

Η πιθανότητα περαιτέρω πληθωριστικών πιέσεων μέσα από την αύξηση των απολαβών εκείνων που επηρεάζονται έχει επίσης αναφερθεί ως λόγος να κρατηθεί χαμηλά ο ΕΚΜ ή ακόμη και να αναβληθεί. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο έντονων πληθωριστικών πιέσεων.

Εδώ, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για μόνο το περίπου 10% της αγοράς εργασίας, αλλά και ότι δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Άρα, ενδεχομένως να μιλάμε για μια αύξηση της τάξης των 100-150 ευρώ το μήνα σε ένα ποσοστό αυτών των εργαζομένων, στην καλύτερη περίπτωση. Δηλαδή συνολικά λιγότερο από 60 εκατομμύρια τον χρόνο περίπου, ή 0,0027% του ΑΕΠ. Ποσοστό που δεν αναμένεται να έχει την όποια σημαντική επίδραση στις τιμές ή στην αγορά γενικότερα. Πόσο μάλλον όταν αυτό είναι μέρος ενός ποσού που ενδεχομένως να απαιτηθεί να δοθεί σε κάθε περίπτωση ως μέτρο κρατικής στήριξης προς τα εν λόγω νοικοκυριά, αφού οι ετήσιες απολαβές αυτών που επηρεάζονται τους καθιστούν δικαιούχους.

Έκδηλα ο Θεσμός του ΕΚΜ είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί και στην πατρίδα μας. Σήμερα παρά σε κάθε άλλη περίοδο. Έστω μέσα από εκατέρωθεν συμβιβασμούς. Έστω και με εξαιρέσεις για συγκεκριμένες βιομηχανίες ή/και επαγγέλματα προς το παρόν, αλλά με συγκεκριμένες μεταβατικές περιόδους. Με σκοπό την αναπροσαρμογή του στο επόμενο στάδιο. Τα διεθνή παραδείγματα είναι εκεί. Φυσικά, κάθε οικονομία λειτουργεί μέσα από τη δική της δυναμική και συγκεκριμένες όσο και ιδιάζουσες συνθήκες. Το πιο σημαντικό όμως είναι η στρατηγική κατεύθυνση που εμείς θέλουμε να της δώσουμε. Λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι οικονομίες που βασίζονται σε κοινωνίες με ψηλό βιοτικό επίπεδο δεν θα πετύχουν ποτέ να καταστούν ανταγωνιστικές μέσα από απολαβές που δεν μπορούν να συντηρήσουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων σε αυτές. Με τα λόγια του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ το 1933, Franklin Delano Roosevelt, «Επιχείρηση της οποίας η επιβίωση βασίζεται στην καταβολή μισθών χαμηλότερων από αυτών που απαιτούνται για τη διαβίωση, δεν έχει το δικαίωμα να επιχειρεί σε αυτή τη Χώρα».

Διδάκτορας Χρηματοοικονομικών και Μακροοικονομίας του Πανεπιστημίου του Cambridge.

NEWSLETTER