Ανισότητα και ανάπτυξη
Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Finance and Development», το οποίο δημοσιεύεται από το ΔΝΤ, περιλαμβάνει δύο πολύ ενδιαφέροντα άρθρα που ασχολούνται με την οικονομική ανισότητα, και ιδιαίτερα τη σχέση της με την ανάπτυξη.
Το άρθρο «More or Less» του Branko Milanovic συμπεραίνει ότι τα τελευταία 25 χρόνια η οικονομική ανισότητα στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ έχει αυξηθεί, παρά τις προσδοκίες ότι θα μειωνόταν.
Για τις χώρες για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία από το 19ο αιώνα, δηλαδή τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, η ανισότητα για πολλά χρόνια ακολούθησε τη λεγόμενη καμπύλη Kuznets, η οποία έχει μορφή αντίστροφου U, σε σχέση με την ανάπτυξη. Δηλαδή αρχικά αυξήθηκε και έφθασε σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο προς το τέλος του 19ου αιώνα στη Βρετανία και τη δεκαετία του 1920 στις ΗΠΑ. Μετά υπήρξε μια καθοδική πορεία μέχρι τη δεκαετία του 1970. Τα τελευταία 25 χρόνια όμως, η πορεία αυτή αντιστράφηκε και στις δύο χώρες.
Η ανισότητα, σύμφωνα με το δείκτη Gini, ο οποίος μετρά την απόσταση από την πλήρη ισότητα του εισοδήματος (και έχει τις δικές του ατέλειες), αυξήθηκε στις ΗΠΑ από 35 στο 40 και στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 30 στο 37.
Ανάλογη, αλλά ίσως περισσότερο αναμενόμενη, ήταν και η αύξηση τoυ δείκτη Gini στην Κίνα, όπου η γενική φτώχια και η σχετικά χαμηλή ανισότητα που επικρατούσε κατά τη δεκαετία του 1970 αντικαταστάθηκε με πολύ γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι άνοιξαν το χάσμα εισοδήματος μεταξύ πόλης και υπαίθρου κατά μέσον όρο στο 1:3.
Κατά την ίδια περίοδο υπήρξε επίσης αύξηση της ανισότητας σε πολλές άλλες χώρες, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ρωσία και οι υπόλοιπες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας το άρθρου, η μεγάλη αύξηση της ανισότητας στις χώρες αυτές ήταν προϊόν του τρόπου ιδιωτικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων, ο οποίος δημιούργησε μια νέα τάξη οικονομικών αρχόντων, αυτών δηλαδή που είχαν στενή σχέση με την πολιτική εξουσία – δηλαδή των νέων ολιγαρχών.
Η Λατινική Αμερική – ιδιαίτερα η Βραζιλία, το Μεξικό και η Αργεντινή - αποτελεί τη μόνη εξαίρεση στη διεθνή τάση για αύξηση της ανισότητας κατανομής του εισοδήματος. Σύμφωνα πάντα με το συγγραφέα του άρθρου, η βελτίωση που παρατηρήθηκε σε ένα βαθμό οφείλεται σε προγράμματα κοινωνικής στήριξης και στην αύξηση της πρόσβασης στην εκπαίδευση, η οποία έδωσε ώθηση στην προσφορά εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Όμως, παρά τη βελτίωση που παρατηρήθηκε, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής παραμένουν ανάμεσα στις πιο άνισες στον κόσμο.
Διεθνώς η οικονομική ανισότητα παραμένει πολύ μεγάλη. Το 1% του πληθυσμού της γης απολαμβάνει το 14% του εισοδήματος του πλανήτη ενώ το 20% παίρνει μόλις το 1%. Σαν αποτέλεσμα, όταν χρησιμοποιήσουμε το δείκτη Gini για να μετρήσουμε την ανισότητα εισοδημάτων παγκοσμίως, παρατηρούμε ότι βρίσκεται σε πολύ πιο υψηλό επίπεδο από ότι είναι μέσα και στις πιο άνισες χώρες.
Παρόλο που η τάση του δεν είναι προς τα κάτω, υπάρχουν ενδείξεις ότι από το 2008 και μετά η ανισότητα διεθνώς έχει αρχίσει να μειώνεται λόγω κυρίως της χρηματοοικονομικής κρίσης που έπληξε περισσότερο τις πλούσιες χώρες.
Το άρθρο των Andrew Berg και Jonathan Ostry είναι ένας καταπέλτης γι΄ αυτούς που πιστεύουν ότι η ανισότητα είναι ένα από τα αναπόφευκτα κακά της ανάπτυξης. Αυτή ήταν και η επικρατέστερη άποψη στα οικονομικά για δεκαετίες, γιατί οι οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι η ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα της αύξησης του [φυσικού] κεφαλαίου. Όμως η σύγχρονη θεωρία της ανάπτυξης δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως και στην έρευνα, σαν την κυριότερη πηγή της ανάπτυξης. Η ευρεία πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση είναι το κλειδί για την αύξηση του ανθρώπινου κεφαλαίου και για την ανάπτυξη. Αυτό είναι πιο εύκολο να επιτευχθεί σε δίκαιες κοινωνίες παρά σε κοινωνίες όπου υπάρχει μεγάλη ανισότητα εισοδήματος και πλούτου. Οι συγγραφείς του άρθρου παρουσιάζουν μια σωρεία από στοιχεία και ερευνητικά αποτελέσματα τα οποία δείχνουν ότι περισσότερη ανισότητα οδηγεί σε χαμηλότερη βιώσιμη ανάπτυξη (Sustained growth). Μια μείωση του δείκτη Gini κατά 10% (δηλαδή από το 40 στο 36) συνδέεται με αύξηση της περιόδου ανάπτυξης κατά 50%.
Οι συγγραφείς εισηγούνται πολιτικές που οδηγούν ταυτόχρονα τόσο σε ανάπτυξη όσο και σε μείωση της ανισότητας όπως π.χ. ευρύτερη πρόσβαση σε [ποιοτική] εκπαίδευση και καλύτερη στόχευση των κοινωνικών παροχών και άλλων βοηθημάτων, εφ’ όσον αυτά δεν δημιουργούν άλλα αντικίνητρα. Συμπεραίνουν ότι τα διδάγματα για τη σημερινή κρίση από τη χαμένη δεκαετία της κρίσης χρέους του 1980 ήταν ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις αποδεικνύονται μακροπρόθεσμα βιώσιμες μόνον όταν τα οφέλη από αυτές καταλήγουν στους πολλούς και όχι στους λίγους.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο του Leicester
Μέλος της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών του Ηνωμένου Βασιλείου