Ο Πούτιν πρασινίζει την Γερμανία
Ο πόλεμος ανάγκασε τους Γερμανούς να βγουν από το καβούκι τους και να αναλάβουν τον ρόλο που οφείλουν – όχι μόνο στην ευρωπαϊκή άμυνα, αλλά και στο δίδυμο ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας και του περιβάλλοντος.
Η καθολική αντιστροφή της Ιστορίας, η οποία ως γνωστό δεν επαναλαμβάνεται αλλά ομοιοκαταληκτεί, καταγράφηκε την περασμένη εβδομάδα από την ανακοίνωση πως η Γερμανία θα βοηθήσει στην ροή προσφύγων από την Πολωνία προς την επικράτειά της. Στον προηγούμενο γενικευμένο πόλεμο της Ευρώπης, οι ροές «προσφύγων» γίνονταν προς την αντίθετη κατεύθυνση στο πλαίσιο μιας από τις χειρότερες πράξεις της ανθρωπότητας, η οποία βιομηχανοποίησε τον θάνατο και την γενοκτονία.
Οι δηλώσεις του Γερμανού Καγκελάριου στην Bundestag την περασμένη Κυριακή ήταν η σημαντικότερη ιστορική εξέλιξη που επέφερε ο πόλεμος της Ουκρανίας -τουλάχιστον μέχρι το ίδιο απόγευμα όταν κινητοποίησε ο Βλαντιμίρ Πούτιν το πυρηνικό του οπλοστάσιο.
Ο κος. Σουλτζ ανακήρυξε την αρχή μιας «νέας εποχής» σε πέντε σημεία, με τα οποία η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αναγνωρίζει επιτέλους την πραγματικότητα με την οποία είναι αντιμέτωπη η Ευρώπη. Η Γερμανία πλέον επιστρέφει στην καρδιά της Ευρώπης, με ένα τρόπο που μυρίζει λιγότερο επιβολή από ό,τι μέχρι σήμερα, και ο οποίος καθιστά μονόδρομο την ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα.
Στο στρατιωτικό, όπου ο Σουλτζ έκανε ονομαστική αναφορά στην Γαλλία και στα στρατιωτικά προγράμματα όπως το Eurodrone και το Eurofighter, αφύπνισε το κοιμώμενο πρότζεκτ της Ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας, και μάλιστα επιτάσσοντας αποστολές πέρα από εκείνες του τύπου Πέτερσμπεργκ.
Εξίσου σημαντικό όμως ήταν και το γεγονός ότι ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος ανακοίνωσε μια ουσιώδη αντιστροφή στην δημοσιονομική προσέγγιση της χώρας που εκφράζει όσο κανείς τις αρχές της λιτότητας. Τα 100 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε για ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της Γερμανίας, ήταν κάτι παραπάνω ακόμα και από την λήξη της μεταπολεμικής στρατιωτικής πολιτικής της Γερμανίας, 77 χρόνια μετά την είσοδο των Σοβιετικών στο Reichstag.
Με τον διπλασιασμό των αμυντικών δαπανών, που υπολογίζονται στα 47 δισ. ευρώ ή 1.53% του ΑΕΠ για το 2021, σε «περισσότερο από 2%», η Γερμανία αναγνωρίζει πλέον πως η σύνεση και η σωφροσύνη δεν είναι συνώνυμα της λιτότητας.
Ουσιαστικά οι Γερμανοί πλέον αναγνωρίζουν πως οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, -αφενός η ενεργειακή ασφάλεια και περιβαλλοντική πρόκληση και αφετέρου η γεωστρατηγική απειλή της Ευρώπης- χρειάζονται δαπάνες, και μάλιστα υψηλές. Και, στο βάθος βρίσκονται οι άλλες προκλήσεις – προσφυγικό, ψηφιακή μετάβαση και ο ρόλος της Ευρώπης στον κόσμο.
Ο κ. Σουλτζ ανακοίνωσε, εμμέσως, την αύξηση του χρέους και του ελλείμματος της Γερμανίας. Το έλλειμα σαφώς θα είναι υψηλότερο από το υπολογιζόμενο 3.25% του 2021, του οποίου μάλιστα προηγήθηκε το 7.25% του 2021 και της Πανδημίας. Ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος, το οποίο στη Γερμανία οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην κεντρική κυβέρνηση, θα αυξηθεί σε σχέση με το περσινό 72.25% του ΑΕΠ- ένα ποσοστό χαμηλό για τους πιο πολλούς, αλλά υψηλό για τις Γερμανικές νοοτροπίες.
Κι αυτό διότι, πέρα από την αύξηση των αμυντικών δαπανών, ανακοίνωσε ταυτόχρονα και μεγάλες επενδύσεις για την Πράσινη Μετάβαση, μια ατζέντα με περιβαλλοντικό μεν χαρακτήρα, αλλά άμεσα συνδεδεμένη με την ενεργειακή ασφάλεια. Οι μονάδες LNG θα χρηματοδοτηθούν από τον φετινό προϋπολογισμό, όπως και οι προβλέψεις για μελλοντική μετατροπή τους σε μονάδες υδρογόνου. Ταυτόχρονα, όμως, η γερμανική κυβέρνηση θα αυξήσει τα αποθέματα φυσικού αερίου για σκοπούς αυτονομίας και θα επιταχύνει την υιοθέτηση ανανεώσιμων πηγών.
Η απειλή του Πούτιν πρασινίζει τη Γερμανία.
Επιπλέον δημοσιονομικό αντίκτυπο θα έχουν και τα αντισταθμιστικά μέτρα που αναγκάζεται να λάβει η γερμανική κυβέρνηση, με την επιχορήγηση του αερίου θέρμανσης, τις επιχορηγήσεις για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και τους εργαζόμενους που δεν διαμένουν κοντά στον χώρο εργασίας τους. Αυτές οι δαπάνες θα είναι δημοσιονομικά συνετές και στοχευμένες, σε αντίθεση με τα ασύνετα οριζόντια μέτρα που είδαμε, για παράδειγμα, στην Κύπρο, αλλά θα έχουν σημαντικό κόστος, το οποίο ακόμα δεν έχει υπολογιστεί.
Η γενική εικόνα που προκύπτει, είναι πως οι Γερμανοί αναγνωρίζουν πλέον πως οι προκλήσεις χρειάζονται μεγάλες δαπάνες για να αντιμετωπιστούν. Ευτυχώς για όλους μας, δεν εγκαταλείπουν την προσέγγιση που πρέπει και η Κύπρος να υιοθετήσει, πως υψηλές δαπάνες και ασύνετη πολιτική δεν πρέπει να θεωρούνται το ίδιο. Παραμένουν μετρημένοι, αν κρίνει κανείς από τις δηλώσεις τεχνοκρατών και αξιωματούχων που ακολούθησαν το κυριακάτικο διάγγελμα του κ. Σουλτζ.
Θα πρέπει να αναμένεται πως αυτή η προσέγγιση θα επηρεάσει προς το καλύτερο και την συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρώπη, η οποία εξακολουθεί να είναι στο τραπέζι, παρά το ακόμα πιο σοβαρό ζήτημα που δημιουργεί ο Πούτιν στην Ουκρανία. Ωστόσο, έχει αναγκαστεί η Γερμανία να προσεγγίσει τη Γαλλική θέση, κι αυτό είναι σημαντικό, ιδίως αν και η Κύπρος αναγνώσει αυτές τις εξελίξεις με προσοχή.
Σίγουρα η προτεραιότητα παραμένει στα θέματα ασφάλειας, ιδίως όσο είναι σε επιφυλακή το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας και το ανθρώπινο δράμα συνεχίζεται στην Ουκρανία. Ωστόσο, η λογική πως υψηλές δαπάνες είναι κάποτε ακόμα και θεμιτές, πρέπει να αναγνωριστεί, με την αυστηρότατη πάντα προϋπόθεση πως αυτές θα παραμείνουν στοχευμένες, συγκεκριμένες, συνετές και με στόχο το μακροπρόθεσμο όφελος του τόπου. Δεν θα ακολουθήσουμε τις αμυντικές δαπάνες των Γερμανών, αλλά μπορούμε και πρέπει να ακολουθήσουμε την προσέγγισή τους στην ενεργειακή ασφάλεια και τις περιβαλλοντικές επενδύσεις – πάνω από όλα, με στοχευμένα και μελετημένα μέτρα και αποφάσεις.