Να είναι ενδελεχής η εξέταση για τυχόν εξαγορά της ΗΒ από Εurobank
Η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από την Eurobank S.A. που βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τις τελευταίες εβδομάδες αποτελεί ενδεχομένως την πιο σημαντική εξέλιξη στον τραπεζικό τομέα της Κύπρου μετά την κατάρρευση της Λαϊκής Τράπεζας και του Συνεργατισμού.
Στο πλαίσιο των συζητήσεων ορισμένοι διατυπώνουν επιφυλάξεις κατά πόσον η εν λόγω εξαγορά θα είναι επωφελής για την οικονομία και την κοινωνία ευρύτερα, επικαλούμενοι τις καταστροφικές συνέπειες που είχε η εξαγορά της Λαϊκής Τράπεζας από τον ελληνικό όμιλο Marfin πριν περίπου 17 χρόνια.
Το παρόν άρθρο επιχειρεί αφενός να απαντήσει στο ερώτημα, εάν οι εν λόγω επιφυλάξεις είναι δικαιολογημένες και αφετέρου να εξειδικεύσει τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης των επιδράσεων της υπό αναφορά εξαγοράς στη λειτουργία του ανταγωνισμού και την ευημερία των καταναλωτών.
Αναντίλεκτα, κάθε εξαγορά είναι διαφορετική και ως εκ τούτου πρέπει να κρίνεται βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εντός του συγκεκριμένου οικονομικού πλαισίου στο οποίο λαμβάνει χώρα.
Κατά συνέπεια το παράδειγμα της Λαϊκής Τράπεζας δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει πειστικό κριτήριο για το αν θα είναι επωφελής για την κυπριακή οικονομία και κοινωνία η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από την Eurobank S.A.
Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι η ιστορία της Λαϊκής Τράπεζας και οι καταστροφικές συνέπειες που είχε προκαλέσει πρέπει να αγνοηθούν.
Αντιθέτως, το παράδειγμα της Λαϊκής Τράπεζας μπορεί να αξιοποιηθεί προκειμένου να αντληθούν χρήσιμα διδάγματα για την αποφυγή παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον.
Ένα βασικό δίδαγμα είναι ότι θα πρέπει να διερευνάται εάν ακολουθήθηκαν κατά γράμμα οι προβλεπόμενες διαδικασίες για εξαγορά μίας συστημικής τράπεζας.
Επίσης, θα πρέπει να εξετάζονται οι στρατηγικές επιδιώξεις της νέας διοίκησης, ειδικότερα όσον αφορά στη διοχέτευση κεφαλαίων σε επενδύσεις στο εξωτερικό.
Περαιτέρω, πρέπει να αναλύονται οι συνέπειες που ενδεχομένως να προκληθούν από την κατάρρευση μίας συστημικής τράπεζας της οποίας οι εγγυημένες καταθέσεις είναι μερικές φορές μεγαλύτερες από το ΑΕΠ της οικονομίας λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων και τη δομή του τραπεζικού συστήματος.
Εκ των πραγμάτων, είναι αναγκαίο να γίνεται ενδελεχής εξέταση των επιδράσεων που εκτιμάται ότι θα έχει μία εξαγορά όσον αφορά στη λειτουργία του ανταγωνισμού και στην ανταγωνιστικότητα του τραπεζικού τομέα ευρύτερα.
Σε σχέση με το τελευταίο, την αρμοδιότητα έχει η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ), ενώπιον της οποίας θα κοινοποιηθεί η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από την Eurobank S.A.
Η ΕΠΑ θα πρέπει να αξιολογήσει ενδελεχώς τις επιδράσεις που θα έχει η εν λόγω εξαγορά στο επίπεδο του ανταγωνισμού εντός των επηρεαζόμενων και άλλων αγορών και στην ευημερία των καταναλωτών και με βάση τα ευρήματά της να αποφασίσει αν θα εγκρίνει ή όχι τη συγκεκριμένη εξαγορά.
Η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη, αφενός τη δομή του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου και αφετέρου την ανταγωνιστική συμπεριφορά των τραπεζών.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν οι ανησυχίες και συχνές διαμαρτυρίες, τόσο θεσμικών παραγόντων, όσο και οργανωμένων συνόλων και απλών πολιτών, σε σχέση με το ύψος των επιτοκίων, τις συνεχείς αυξήσεις σε υφιστάμενες χρεώσεις και προμήθειες, την επιβολή νέων χρεώσεων και προμηθειών και τις αθέμιτες ρήτρες σε δανειακές συμβάσεις.
Επισημαίνεται ότι στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης αρκετοί οικονομολόγοι διατείνονται ότι οι πρακτικές που ακολουθούν οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια, σχετίζονται αιτιωδώς με τον εξαιρετικά υψηλό βαθμό συγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα της Κύπρου, που οφείλεται στην κατάρρευση της Λαϊκής Τράπεζας και του Συνεργατισμού, με την συνακόλουθη σταδιακή εξασθένηση του ανταγωνισμού.
Εν ολίγοις, οι αρμόδιες Αρχές στην Κύπρο επιβάλλεται να εξετάσουν, υπό το πρίσμα των αρμοδιοτήτων τους, ενδελεχώς την εξαγορά της δεύτερης πιο μεγάλης τράπεζας στην Κύπρο από την Eurobank S.A, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα λανθασμένης εγκριτικής απόφασης.
Ο λόγος είναι γιατί όταν μιλάμε για συστημικές τράπεζες, που είναι πολύ μεγάλες για να αποτύχουν (Too Big To Fail), και που διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην οικονομική δραστηριότητα και καθημερινότητα τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων, το κόστος των λανθασμένων αποφάσεων είναι δυσανάλογα μεγάλο.
Όπως αποδεικνύει το παράδειγμα της Λαϊκής Τράπεζας, μπορεί να έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις και να επιβαρύνει για μακρά περίοδο ολόκληρη την κοινωνία.
Διευθυντής, Trojan Economics Consultants Ltd.
Οι απόψεις που εκφράζονται είναι προσωπικές.