Την ανάγκη ύπαρξης μιας πλήρους βάσης δεδομένων περιγραφικής στατιστικής του φαινομένου των Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων (ΜΕΧ) και των εκποιήσεων στην Κύπρο, εκφράζει ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος Παύλος Ιωάννου σε προκαταρκτικό υπόμνημα, το οποίο απέστειλε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής, για τη Συνεδρία της, την Δευτέρα.
Στο υπόμνημα του, το οποίο έδωσε στη δημοσιότητα, ο Επίτροπος αναφέρει ότι «μια βάση δεδομένων είναι άκρως απαραίτητη για κάθε στρατηγική ορθολογικής αντιμετώπισης του προβλήματος και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο», ενώ «η έλλειψη μιας τέτοιας βάσης δεδομένων συνιστά ένα από τα βασικά αίτια της αποτυχίας πολλών πολιτικών και σχεδίων αντιμετώπισης του προβλήματος και της αδυναμίας μας να εξορθολογήσουμε την όλη κατάσταση των ΜΕΧ και των εκποιήσεων».
«Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να ορθοτομήσουμε αποτελεσματικά σχέδια και πολιτικές για αντιμετώπιση του προβλήματος», υπογραμμίζει.
Για παράδειγμα, ο κ. Ιωάννου αναφέρει ότι «μια τέτοια βάση δεδομένων, θα μπορούσε να διευκρινίζει, μεταξύ πολλών άλλων, κατά πόσον, πράγματι, η εξέλιξη του αποθέματος ΜΕΧ, δηλαδή η αύξησή του ή κάθε άλλη μεταβολή του, είναι αποτέλεσμα, είτε της αύξησης του αριθμού συμβάσεων ΜΕΧ ή, απλώς, συνέπεια της αυτόματης και αυτόνομης επιτοκιακής μεταβολής, επί του εκκρεμούντος, εκάστοτε, υπολοίπου των κόκκινων δανείων και/ή κάποιος γραμμικός συνδυασμός και των δύο».
Σύμφωνα με τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο, ένας καθοριστικής σημασίας λόγος της συστημικής ανεπάρκειας που μάς υποχρεώνει σήμερα, δέκα χρόνια μετά την κρίση, να συζητούμε τα θέματα των ΜΕΧ και των εκποιήσεων, συνίσταται στο ότι δεν έχει κατανοηθεί, επαρκώς, η ποσοτική και η ποιοτική διάσταση του όλου προβλήματος, όπως, επίσης, και η δυναμική της αυτόματης και αυτόνομης διεύρυνσης και διάχυσής του, προφανώς, εξαιτίας της έλλειψης μιας πλήρους βάσης δεδομένων που να περιγράφει το όλο πρόβλημα (relational database).
Επιπροσθέτως, ο κ. Ιωάννου αναφέρει ότι «η ίδια βάση δεδομένων, θα διευκρίνιζε κατά πόσον η μείωση του αριθμού των συμβάσεων σε κατάσταση μη εξυπηρέτησης, είναι αποτέλεσμα εκποιήσεων ή αναδιαρθρώσεων».
Προσθέτει ότι «είναι προφανές, ότι μία πλήρης περιγραφική στατιστική των ΜΕΧ, προϋποθέτει μέτρηση, όχι μόνο του λογιστικού αποθέματός του κάθε χρονικής στιγμής, αλλά, ανυπερθέτως, και τον αριθμό των δανειακών συμβάσεων που παράγουν αυτό το απόθεμα» και «με άλλα λόγια, πόσες δανειακές συμβάσεις τελούν υπό κατάσταση μη εξυπηρέτησης και κατά πόσον ο αριθμός αυτός αυξάνεται ή μειώνεται».
«Είναι σαφές ότι η έλλειψη μιας πλήρους βάσης δεδομένων αποτελεί το βασικό μειονέκτημα της προσπάθειάς μας για ορθολογική αντιμετώπιση του προβλήματος», αναφέρει και προσθέτει ότι «η έλλειψη αυτή, δικαιολογεί, εν μέρει, και γιατί συνεχίζουμε να συζητούμε ακόμα και σήμερα το όλο πρόβλημα».
Ένα πρόβλημα που, δυστυχώς, είναι υπαρκτό και, αβάστακτα, βασανιστικό», αναφέρει ο κ. Ιωάννου, ο οποίος αναφέρεται σε άρθρο του ημερομηνίας 12 Μαΐου του 2014, με τίτλο «Η επάρατη νόσος των κόκκινων δανείων. Μεθοδολογικά προλεγόμενα για κατανόηση και θεραπεία της όλης ασθενούσας κατάστασης», όπου επεξηγεί αναλυτικότερα το ζήτημα αυτό.
Επιπλέον, ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος αναφέρεται στην ανάθεση από την ΚΤΚ έγκριτων διεθνών συμβουλευτικών οίκων τη διενέργεια έργου με απώτερο στόχο τη διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και προσθέτει ότι αντικείμενο του έργου είναι η διαμόρφωση μιας συστημικής λύσης που μαζί με τα υφιστάμενα εργαλεία μπορεί να συμβάλει σε ενδεχόμενη περαιτέρω μείωση των ΜΕΧ, καθώς και άλλων προβληματικών περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα.
Αναφέρεται επίσης, σε δήλωση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κωνσταντίνου Ηροδότου ότι «σε συνεργασία με διεθνή κοινοπραξία συμβούλων ξεκινούμε μία νέα προσπάθεια που έχει σκοπό τη διαμόρφωση μίας συστημικής λύσης, η οποία θα μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή για ενδεχόμενη περαιτέρω διαχείριση του αποθέματος των ΜΕΧ στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα».
«Η πιο πάνω εξέλιξη είναι εξαιρετικά ενθαρρυντική και απολύτως υποβοηθητική, νοουμένου όμως ότι οι σχετικές μελέτες και τα σχέδια που θα προκύψουν θα καλύψουν όχι μόνο τα Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα, αλλά ολόκληρο το πλήθος των ΜΕΧ, συμπεριλαμβανομένων, δηλαδή, και εκείνων που βρίσκονται στις ΕΕΠ», αναφέρει και προσθέτει ότι «θα ήταν ευχής έργον, αν η όλη προσπάθεια της διεθνούς κοινοπραξίας συμβούλων, που αναφέρεται πιο πάνω, θα δημιουργήσει και μία επαρκώς δομημένη βάση δεδομένων με περιγραφικές στατιστικές, απαραίτητες για την πλήρη κατανόηση των φαινομένων των ΜΕΧ, όπως διαμορφώνεται στην Κύπρο».
Αναφερόμενος στην ολοκλήρωση για δέκα συναπτά έτη της θητείας του στη θέση του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου, «καταβάλλοντας πολλές προσπάθειες για να συμβάλω στην αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων (τα οποία ταλανίζουν, αλλοτριωτικά, την κυπριακή κοινωνία και αναστέλλουν την πλήρη εκδήλωση του αναπτυξιακού δυναμικού της)», ο κ. Ιωάννου αναφέρει ότι αποφάσισε να καταθέσει το παρόν υπόμνημα για να υπενθυμίσει τη δημοσιευμένη περίληψη μιας ευρύτερης μελέτης του, την οποία ετοίμασε τα πρώτα χρόνια της κρίσης.
«Αντικειμενικός σκοπός μου ήταν να κατανοήσω ο ίδιος τη φύση του προβλήματος, έτσι ώστε να είμαι σε θέση να ασκώ όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα τα καθήκοντά μου, ως Χρηματοοικονομικός Επίτροπος, επιλαμβανόμενος, σύμφωνα με τους όρους εντολής μου, παράπονα συμπολιτών μας, τα οποία με διάφορους τρόπους συνδέονται (και συνήθως) συμβάλλουν στη διαμόρφωση του όλου προβλήματος, όπως για παράδειγμα υπερχρεώσεις, μη ενημέρωση των εγγυητών και άλλα συναφή», αναφέρει και προσθέτει ότι «προβλήματα, που, ενίοτε, έχουν ως αποτέλεσμα τις εκποιήσεις».
Ο Επίτροπος αναφέρει ότι οι μελέτες και τα σχέδια που θα προκύψουν, θα πρέπει να εδράζονται σε τέτοιου είδους βάσεις δεδομένων.