Την εξεύρεση «χρυσής φόρμουλας» για να μπορέσουν να αποζημιωθούν οι κάτοχοι αξιογράφων, ζητά με επιστολή του προς τον Πρόεδρο Αναστασιάδη ο Σύνδεσμος Κατόχων Τραπεζικών Αξιογράφων.
Στην επιστολή γίνεται αναφορά σε τέσσερις δικαστικές διαμάχες που εκδικάστηκαν υπέρ των εναγόντων και κλήθηκε η Λαϊκή Τράπεζα να πληρώσει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Συγκεκριμένα, στην αγωγή 1394/2013 του Ε.Δ. Λάρνακας, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι υπάλληλοι της Λαϊκής Τράπεζας δεν επεξήγησαν αναλυτικά τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την επένδυση σε αξιόγραφα, αλλά μόνο ότι «τα χρήματα τους θα χάνονταν μόνο σε περίπτωση που έκλεινε η τράπεζα, πράγμα το οποίο θεωρείτο, από τον μέσο Κύπριο, απίθανο να συμβεί κατά τον επίδικο χρόνο». Στην ίδια απόφαση, γίνεται δεχτή μαρτυρία των εναγόντων ότι πρόκειται για ανθρώπους μη εξοικειωμένους με τέτοια προϊόντα, ενώ οι υπάλληλοι της Τράπεζας δεν τους υπέβαλαν ερωτήσεις για να εξακριβώσουν το επίπεδο των γνώσεών τους. Επομένως, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, όπως αναφέρεται στην επιστολή, συμπεραίνεται ότι στους ενάγοντες δόθηκε επενδυτική συμβουλή από άτομα μη πιστοποιημένα σε αντίθεση με τη σχετική νομοθεσία και χωρίς να τηρηθούν οι ασφαλιστικές δικλείδες του Νόμου. Η απόφαση εκδόθηκε υπέρ των εναγόντων και εναντίον της Τράπεζας για τα ποσά των €738.000 και €122.000 με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής.
Επιπλέον, στην αγωγή 1936/2014 του Ε.Δ. Λεμεσού, έγινε δεκτή ως αληθής η μαρτυρία του ενάγοντα, παρόλο που υπέγραψε τα έγγραφα που του δόθηκαν, στα οποία αναφερόταν ότι έχει προειδοποιηθεί και αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη για την αγορά των αξιογράφων και ότι αποδέχεται το περιεχόμενο του Εμπιστευτικού Μνημονίου. Σύμφωνα με την επιστολή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπογραφή τυποποιημένων εγγράφων δεν δεσμεύει τους ενάγοντες, ενώ διαπίστωσε ότι δεν τους είχε δοθεί το Εμπιστευτικό Πληροφοριακό Μνημόνιο. Παράλληλα, έκρινε ότι η μαρτυρία των εναγομένων χαρακτηριζόταν από υπεκφυγές, αντιφάσεις, παλινδρομήσεις και αμφιταλαντεύσεις και δεν πείστηκε από αυτή στα ουσιώδη ζητήματα. Η απόφαση εκδόθηκε υπέρ των εναγόντων και εναντίον της Τράπεζας, για το ποσό των €173.481,66, καθώς η Τράπεζα παραβίαζε τις νομοθετικές της υποχρεώσεις. Παράλληλα, το Δικαστήριο ακύρωσε τις συμφωνίες απόκτησης αξιογράφων.
Η τρίτη υπόθεση αφορά την αγωγή 3647/2013 του Ε.Δ. Πάφου. Σε αυτή την περίπτωση οι ενάγοντες είχαν μόρφωση Δημοτικού, ενώ τα χρήματα που επένδυσαν προέρχονταν από πώληση ακίνητης περιουσίας και προορίζονταν για τις ανάγκες των ιδίων και των παιδιών τους. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η διενέργεια ελέγχου συμβατότητας και προειδοποίηση προς τους ενάγοντες σε σχέση με το επίπεδο γνώσεων τους, για να αντιληφθούν τους κινδύνους που απέρρεαν από πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα, όπως τα αξιόγραφα, θα ήταν αποτρεπτικός παράγοντας για να αγοράσουν αξιόγραφα. Και αυτή η απόφαση εκδόθηκε υπέρ των εναγόντων και εναντίον της Λαϊκής, για το ποσό των €6663.646,25, με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην αγωγή 1335/2013 του Ε.Δ. Πάφου, από την οποία προέκυψε ότι ο εναγόμενος υπάλληλος της τράπεζας που ήταν επιφορτισμένος να προωθήσει τα αξιόγραφα της τράπεζάς του και ο οποίος είχε την πρώτη επαφή με τους πελάτες, δεν είχε αντιληφθεί ορθά την πραγματική φύση των αξιογράφων, ως πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα με αόριστη διάρκεια. Αντίθετα, σύμφωνα με την κατάθεσή του, όπως αναφέρεται στην επιστολή, θεωρούσε ότι είναι κάτι αντίστοιχο με γραμμάτιο, πενταετούς διάρκειας. Επομένως δεν ήταν σε θέση να ενημερώσει κατάλληλα τους ενάγοντες για τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Η απόφαση του δικαστηρίου έκανε αναφορά στην παράλειψη διενέργειας ελέγχου συμβατότητας που σίγουρα θα επηρέαζε την απόφαση των εναγόντων, που πάλι το μορφωτικό τους επίπεδο ήταν χαμηλό χωρίς χρηματοοικονομικές γνώσεις και εμπειρία. Επιδικάστηκε το ποσό των €292.625 υπέρ των εναγόντων και εναντίον της Λαϊκής.
Ευθύνες επιρρίπτει και στην Κεντρική Τράπεζα η επιστολή, αφού θεωρεί ότι προκύπτει αμέλεια από τους ελέγχους της. Αναφέρεται ότι το 2012 ο έλεγχος της Κεντρικής Τράπεζας διαπίστωσε αδυναμίες σε επίπεδο πολιτικών και διαδικασιών που υιοθετήθηκαν γύρω από τα αξιόγραφα.
Ο Σύνδεσμος Κατόχων Τραπεζικών Αξιογράφων αναφέρει στην επιστολή του, ότι παρόλο που οι παραπάνω περιπτώσεις δικαιώθηκαν δεν μπορούν να εκτελεστούν οι αποφάσεις των δικαστηρίων, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να μη λαμβάνουν τα ποσά που τους εκδικάστηκαν, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να χρωστούν στις τράπεζες, τόσο τα δάνεια που έλαβαν με εξασφάλιση τα αξιόγραφα, όσο και τα δικηγορικά έξοδα.
Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Σύνδεσμος απευθύνεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ζητώντας του να μεσολαβήσει και να κάνει ό,τι είναι δυνατόν, προκειμένου να αποζημιωθούν οι ενάγοντες. Γίνεται μάλιστα αναφορά, σε επιστολή υπογραμμένη από τον Αβέρωφ Νεοφύτου, στην οποία αναφέρεται ότι το κράτος θα αποζημιώσει νικητή νομικής μάχης σε σχέση με τα αξιόγραφα. Κάνει έκκληση να μην αφεθούν να βυθιστούν στα χρέη τους οι κάτοχοι αξιογράφων, αλλά να βρεθεί μία χρυσή φόρμουλα για να προστατευτούν όσοι είναι εκτεθειμένοι.