Το τοπίο γύρω από την πρόθεση των δύο μεγαλομέτοχων της Τράπεζας Κύπρου, των επενδυτικών ταμείων CarVal Investors και Caius Capital LLC και το ενδεχόμενο ο βασικός αγοραστής να είναι ο ελλαδικός τραπεζικός όμιλος Alpha Bank, όπως ανέφερε σε σχετικό του δημοσίευμα το Bloomberg, παρουσιάζει πλέον πιο εμφανή σημάδια για το πού οδηγούνται οι εξελίξεις.
Καταρχήν, η Apha Bank διέψευσε την επόμενη μέρα το επίμαχο δημοσίευμα του Bloomberg ότι δηλαδή οι εν λόγω μέτοχοι της Τρ. Κύπρου, που ελέγχουν συνολικά περίπου το 15% της τράπεζας, εξετάζουν την πώληση του μεριδίου τους, με ενδεχόμενο αγοραστή τον ελλαδικό όμιλο.
Παρά την ξεκάθαρη επίσημη δήλωση της Alpha Bank, οι κυπριακές αρχές δεν άφησαν απαρατήρητο το δημοσίευμα και αντέδρασαν ακαριαία μέσω ανώνυμου σχολίου στο κυπριακό πρακτορείο ειδήσεων (ΚΥΠΕ), βάσει του οποίου το ΥΠΟΙΚ δεν θα δεχθεί να πωληθεί η Τράπεζα Κύπρου «σε οντότητα ελληνικών συμφερόντων».
Σύμφωνα με πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει τα τελευταία 24ώρα η StockWatch, από πηγές που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, οι ανησυχίες που έχουν προκληθεί από πλευράς αρμόδιων αρχών, είναι ότι δεν θα ήταν ενδεχομένως ωφέλιμο για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, να ελέγχεται από ένα άλλο τραπεζικό σύστημα κράτους μέλους της ΕΕ και κατ’ επέκταση της Ευρωζώνης.
Ο προβληματισμός αυτός, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, δεν έχει να κάνει με την «ελληνική οντότητα», όταν στην Κύπρο ελληνικές εταιρείες δηλώνουν παρουσία σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, όπως για παράδειγμα, στην υγεία, στο εμπόριο, στη βιομηχανία, στο λιανικό εμπόριο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
«Στρατηγικό asset» για την Κύπρο
Το θέμα που εγείρεται, είναι πως αν ληφθεί ως δεδομένο ότι η δεύτερη μεγαλύτερη εγχώρια συστημική τράπεζα, η Ελληνική, θα εξαγοραστεί από τη Εurobank, «δεν θα μπορούσε και η Τράπεζα Κύπρου, ένα σημαντικό στρατηγικό asset για τη χώρα, να προσδεθεί επίσης στο άρμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ελλάδας», παρατήρησαν οι ίδιες αρμόδιες πηγές.
Επεσήμαναν ότι μία τέτοια εξέλιξη θα φέρει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, από το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας και κατ’ επέκταση από την πορεία της οικονομίας της.
Αναγνωρίζουν επίσης, ότι ο οποιοσδήποτε αγοραστής του αθροιστικού 14,65% που κατέχουν τα δύο επενδυτικά ταμεία, CarVal Investors 9,07% και η Caius Capital LLC 5,58%,θα καταστεί σημαντικός παίκτης στην Τρ. Κύπρου, αν ληφθεί υπόψη η μεγάλη διασπορά μετοχικού κεφαλαίου του συγκροτήματος και το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος μέτοχος της, η εταιρεία Lamesa Investments Ltd με 9,27%, ανήκει στον Βίκτωρα Βέξελμπεργκ, του οποίου τους λογαριασμούς έχει παγώσει η τράπεζα, εξαιτίας του ότι βρίσκεται σε λίστα κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ και η ΕΕ κατά της Μόσχας.
Οι άλλοι μεγαλομέτοχοι είναι η Senvest Management LL με 8,91%, η EBRD με 5,02%, η πρώην Λαϊκή Τράπεζα με 4,81%, το ταμείο προνοίας των τραπεζικών υπαλλήλων με 4,74% και η Osome Investments με 3,32%. Το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει σε χιλιάδες άλλους μικρούς μετόχους.
Οι ίδιες πηγές που μίλησαν στη StockWatch αναφέρθηκαν επίσης στην οικονομική κρίση του 2012-2013 και στη μεγάλη έκθεση των κυπριακών τραπεζών σε ελληνικά ομόλογα, τα οποία κουρεύτηκαν την άνοιξη του 2013 με τις γνωστές δραματικές επιπτώσεις για τους καταθέτες, τους κάτοχους αξιογράφων και τους μετόχους των δύο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, της Τρ. Κύπρου και της πρώην Λαϊκής Τράπεζας.
Μετά το κούρεμα του ελληνικού χρέους, η έκθεση των κυπριακών τραπεζών σ’ αυτό, άγγιξε τα €22δισ.
Στο τραπέζι εκ νέου το ν/σ για εξαγορές
Το νομοσχέδιο που παρέχει το δικαίωμα στο κράτος να παρεμβαίνει σε εξαγορές μεγάλων οργανισμών ή τραπεζικών ιδρυμάτων, που ενδεχομένως να άπτονται του δημόσιου συμφέροντος, ή ακόμη της ασφάλειας του κράτους, επανέρχεται στο τραπέζι με τη δέσμευση αυτή τη φορά όλων των εμπλεκόμενων φορέων να προωθηθεί στη Βουλή για τελική έγκριση.
Το ν/σ αυτό, που είχε φέρει στην επιφάνεια η StockWatch, εν μέσω των «επιθετικών» προτάσεων εξαγοράς της BOCH, από το αμερικανικό επενδυτικό ταμείο Lone Star, βγήκε από το ράφι τον Αύγουστο του 2022 ως ασπίδα για την προστασία του μεγαλύτερου συστημικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, το οποίο για το κράτος θεωρείται στρατηγικό asset.
Ήδη, τότε το αμερικανικό επενδυτικό ταμείο Lone Star είχε προβεί σε τρείς διαδοχικές προτάσεις για εξαγορά της Τράπεζας Κύπρου, οι οποίες είχαν απορριφθεί όλες ομόφωνα από το ΔΣ της BOCH.
Ο λόγος ήταν γιατί υπήρξε «ο κίνδυνος» η μεγαλύτερη συστημική τράπεζα του νησιού να βρεθεί στα χέρια ενός επενδυτικού ταμείου, οι προθέσεις του οποίου ήταν άγνωστες ως προς τη διαχείριση της τράπεζας σε περίπτωση εξαγοράς της.
Είχαν κινητοποιηθεί τότε, όλοι οι αρμόδιοι φορείς, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία και διάφοροι φορείς της αγοράς, για να αποτραπεί πάση θυσία η εξαγορά της Τρ. Κύπρου.
Μπροστά σε αυτή την καθολική αντίδραση, το αμερικανικό επενδυτικό ταμείο απέσυρε το ενδιαφέρον του και τις προσπάθειες του να εξαγοράσει την BOCH.
Το εν λόγω ν/σ άγγιζε, κατά κύριο λόγο, το επενδυτικό ενδιαφέρον από τρίτες χώρες σε σχέση με στρατηγικής σημασίας περιουσιακά στοιχεία για τη χώρα.
Ενδεχομένως, στο πλαίσιο της νομοτεχνικής επεξεργασίας του ν/σ από τη Νομική Υπηρεσία, ως αποτέλεσμα σχετικών υποδείξεων από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών, να έχει επεκταθεί η κλίμακα κάλυψης και παρέμβασης του κράτους και σε εξαγορές μεγάλων οργανισμών, τραπεζικών ιδρυμάτων που άπτονται του δημόσιου συμφέροντος και από επενδυτές προερχόμενους από κράτη μέλη της ΕΕ.
Ποια είναι η εποπτική θέση της ΕΚΤ επί των εξαγορών
Η ΕΚΤ, ως θέμα αρχής, δεν αποθαρρύνει τις τράπεζες να γίνουν μεγαλύτερες. Παρεμβαίνει για να εγκρίνει κάθε απόκτηση συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο μίας τράπεζας πέραν του 10%.
Η διαδικασία επιβάλλει στην τράπεζα που σχεδιάζει να αποκτήσει ειδική συμμετοχή, να ενημερώσει την εθνική εποπτική αρχή.
Η εθνική εποπτική αρχή και η ΕΚΤ αξιολογούν τη σχετική πρόταση σύμφωνα με ουσιώδη κριτήρια τα οποία ορίζονται στην οδηγία σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, δηλαδή:
Ο υποψήφιος αγοραστής να έχει την απαραίτητη ακεραιότητα και αξιοπιστία, την επαγγελματική επάρκεια, επενδυτική εμπειρία στο χρηματοπιστωτικό τομέα, να χρηματοδοτεί την προτεινόμενη εξαγορά, να διατηρεί υγιή χρηματοπιστωτική δομή, να έχει επαρκή κεφάλαια και να έχει την ικανότητα να διασφαλίζει διαρκή συμμόρφωση με τις εποπτικές απαιτήσεις.