Για λίγους και εύπορους παραμένει η αγορά κατοικίας, καθώς ο συνδυασμός ιστορικών υψηλών στις τιμές διαμερισμάτων ( σ.σ. Αθήνα) σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια περιορίζει την πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό για την χρηματοδότηση αγορών.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ενδεικτικά της παραπάνω κατάστασης. Κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους οι νέες εκταμιεύσεις δανείων με εξασφάλιση κατοικίες ανήλθαν σε 593 εκατ. ευρώ. Το ποσό ήταν αυξημένο κατά σχεδόν 17%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, αλλά πόρρω απέχει από τις επιδόσεις των τραπεζών, πριν την κρίση χρέους του 2009. Επιπρόσθετα κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια μειώθηκε.
Συνολικά υπογράφηκαν 10.257 συμβάσεις και η μέση εκταμίευση ανέρχεται σε 58.000 ευρώ έναντι 77.000 ευρώ πέρσι. Αυτό σημαίνει ότι οι αγοραστές καταφεύγουν σε μικρή χρήση δανεισμού, είτε επειδή διαθέτουν οικονομική ευχέρεια να καλύψουν το συντριπτικό μέρος του τιμήματος με ίδια συμμετοχή, είτε επειδή λαμβάνουν μικρά στεγαστικά για επισκευές/αναβαθμίσεις κατοικιών (σ.σ. στην πράξη επισκευαστικά δάνεια με collateral το ακίνητο),
Επιπρόσθετα, το 40% των νέων εκταμιεύσεων αντιστοιχεί σε ως τρεις φορές το εισόδημα των δανειοληπτών, στοιχείο που επιβεβαιώνει, αφενός το μικρότερο μέγεθος του μέσου δανείου, αφετέρου ότι πρόσβαση σε δανεισμό έχουν κυρίως τα «χοντρά» πορτοφόλια, νοικοκυριά, δηλαδή, με υψηλό εισόδημα.
Ενδιαφέρον θα είχε και η ηλικιακή κατανομή των δανειοληπτών, στοιχεία που δυστυχώς δεν παρέχονται, για να επιβεβαιωθεί ή όχι αυτό που συχνά-πυκνά λένε οι τραπεζίτες ότι αγορές κατοικιών διενεργούνται σε συντριπτικό ποσοστό από ανθρώπους άνω των 50 ετών είτε για ιδιοκατοίκηση, είτε χρηματοδοτώντας αγορές για λογαριασμό των παιδιών τους.
Σε ιστορικά υψηλά οι τιμές σε Αθήνα
Την ίδια στιγμή, οι τιμές των κατοικιών ξεπέρασαν ή προσέγγισαν τα ιστορικά υψηλά του 2008, καταγράφοντας… τρελή κούρσα κατά την τελευταία επταετία.
Ειδικότερα, με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων, που καταρτίζει η ΤτΕΕΛΛ 0,00% για το σύνολο της χώρας η υψηλότερη τιμή καταγράφηκε το τρίτο τρίμηνο του 2008 (102,2). Ακολούθησε «βουτιά», λόγω κρίσης, με το δείκτη να καταγράφει χαμηλό το τρίτο τρίμηνο του 2017 (58,9) και εν συνεχεία ράλι τιμών ως τις 99,7 μονάδες (σ.σ. στοιχεία β' τριμήνου 2024).
Στην Αθήνα ο δείκτης τιμών κατοικιών ξεπέρασε το προηγούμενο υψηλό (101,4 το 2008) και διαμορφώνεται πλέον 105,4. Το τελευταίο σκέλος, μάλιστα, της ανόδου καθορίστηκε εν πολλοίς από τη μειωμένη προσφορά, ως απόρροια της εκτεταμένης επενδυτικής εκμετάλλευσης (σ.σ. βραχυχρόνια μίσθωση) και της υποτονικής δραστηριότητας στον κατασκευαστικό κλάδο. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς οι επενδύσεις σε κατοικίες μειώθηκαν κατά 10,5% σε ετήσια βάση.
Αναλυτικότερα, οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) αυξήθηκαν το β' τρίμηνο του 2024 κατά 9,2% σε ετήσια βάση. Οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (ηλικίας έως 5 ετών) το β' τρίμηνο του 2024 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,7%, ενώ οι τιμές των παλαιών διαμερισμάτων κατά 8,3%. Ισχυροί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης καταγράφηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα και συγκεκριμένα στην Αθήνα (9,1%), στη Θεσσαλονίκη (12,1%) και σε άλλες μεγάλες πόλεις (7,3%).
Με τον αραμπά η μείωση επιτοκίων
Τέλος, τελευταία παράμετρο στη δύσκολη εξίσωση απόκτησης κατοικίας αποτελούν τα υψηλά ακόμη επιτόκια για στεγαστικά δάνεια, που καθίστανται σχεδόν απαγορευτικά, δεδομένης της εκτίναξης των τιμών στις κατοικίες και της αργής αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η δαπάνη για τόκους στεγαστικού δανείου παρέμεινε τον Ιούνιο σταθερά υψηλή (σ.σ. πάνω από το 50%), ως προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά, αν όχι το υψηλότερο, στην Ευρωζώνη.
Πηγή: Euro2day