Αδειάζει η κλεψύδρα ως προς τον χρόνο ανακοίνωσης του νέου κατώτατου μισθού που θα ισχύσει από την 1η Απριλίου 2023, καθώς πλέον απομένει η κατάρτιση του υπομνήματος του ΚΕΠΕ και της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, το οποίο αν και δεν είναι δεσμευτικό για την κυβέρνηση στις 28 Φεβρουαρίου, θα κλείσει τον κύκλο τυπικών και άτυπων διαβουλεύσεων μεταξύ επιστημόνων, ινστιτούτων, φορέων και κοινωνικών εταίρων.
Στη συνέχεια, το αργότερο έως τις 10 Μαρτίου, ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης θα εισηγηθεί στο υπουργικό συμβούλιο και θα υπογράψει την αναγκαία Υπουργική Απόφαση που θα ορίζει το ύψος του νέου κατώτατου μισθού.
Και όπως όλα (εισηγήσεις, εκθέσεις-προτάσεις) δείχνουν, η αύξηση θα είναι τουλάχιστον κοντά στο 5% με 6%, ήτοι το ύψος του προβλεπόμενου για το 2023 πληθωρισμού. Οι ειδικοί μάλιστα, οικονομικοί και πολιτικοί αναλυτές, εκτιμούν πως η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε μια αύξηση πολύ κοντά σε αυτή των συντάξεων, δηλαδή 7,75%, προκειμένου ο κατώτατος μισθός από 713 ευρώ που είναι σήμερα να αγγίξει τα 766-768 ευρώ.
Η μείωση των εισφορών
Την ίδια στιγμή, πληθαίνουν οι πιέσεις προς το κυβερνητικό επιτελείο για περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Είναι χαρακτηριστική η πρόταση του ΣΕΒ για τον κατώτατο μισθό, στην οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, η αύξηση του κατώτατου μισθού στα όρια του προβλεπόμενου πληθωρισμού για το 2023, ήτοι 5% με 6%, θα μπορούσε να αποφασιστεί, υπό την προϋπόθεση ότι θα μειωθεί και το μη μισθολογικό κόστος κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες άμεσα (με την ανακοίνωση της κυβέρνησης) και κατά επιπλέον 3 μονάδες το διάστημα 2024-2025.
Στο υπόμνημα που έχει υποβάλει και το οποίο πλέον βρίσκεται στο ΚΕΠΕ μαζί με τα υπομνήματα όλων των εμπλεκόμενων στη διαδικασία φορέων και ινστιτούτων, σύμφωνα με πληροφορίες, ο ΣΕΒ επισημαίνει ως αναγκαίες επιδιώξεις την αύξηση του πραγματικά διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, χωρίς όμως να τεθεί σε κίνδυνο, αλλά αντιθέτως να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Στο υπόμνημα υπογραμμίζεται το γεγονός ότι η υψηλή φορολογία της εργασίας και το επίπεδο των ασφαλιστικών εισφορών -που διαχρονικά είναι υψηλότερο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ- εξακολουθούν να συρρικνώνουν το πραγματικά διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, να επιβαρύνουν το μη μισθολογικό κόστος και να δρουν ως αντικίνητρο για επίσημη εργασία.
Και αναφέρεται πως η τελική πρόταση της πολιτείας, αφού λάβει συνδυαστικά υπόψη κοινωνικούς, οικονομικούς και αναπτυξιακούς παράγοντες, πρέπει να συνοδεύεται με μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης άμεσα, κατά 0,60 ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να υλοποιηθεί η κυβερνητική δέσμευση μείωσης κατά 5 μονάδες στην κυβερνητική 4ετία, καθώς και με νέα, σταδιακή μείωση εισφορών κατά επιπλέον 3 μονάδες το 2024-2025. Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε, η Ελλάδα θα αρχίσει να προσεγγίζει τον μέσο όρο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Είναι γνωστή η θέση του ΣΕΒ, η οποία καταγράφεται στο υπόμνημα, πως μια αύξηση του μεικτού κατώτατου μισθού κατά 5% ή 6%, σε συνδυασμό με τη μείωση των εισφορών του εργαζομένου μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση των καθαρών αποδοχών των αμειβομένων με τον κατώτατο μισθό.
Για παράδειγμα, εάν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί κατά 5% και από 713 ανέλθει σε 748,5 ευρώ και οι εισφορές μειωθούν κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, η πραγματική αύξηση θα είναι 7,4%, καθώς οι καθαρές αποδοχές του εργαζόμενου θα ανέλθουν σε 660 ευρώ από 614 ευρώ τον μήνα που είναι σήμερα. Εάν η μείωση των εισφορών είναι κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, τότε ο καθαρός κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στα 667 ευρώ, αυξημένος κατά 8,7%.
Αντίστοιχα, εάν η αύξηση είναι της τάξης του 6% και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, η πραγματική αύξηση στην τσέπη του εργαζόμενου θα είναι της τάξης του 9,7%, καθώς ο νέος μεικτός κατώτατος μισθός θα είναι 755,8 ευρώ, όμως ο καθαρός μισθός θα ανέρχεται σε 674 ευρώ.
Ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι η μείωση της φορολογίας των εργαζομένων θα δώσει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις καθαρές αμοιβές που προσφέρουν χωρίς υπέρμετρη επιβάρυνση της ανταγωνιστικότητάς τους, ενώ η στήριξη των επιχειρήσεων στην προώθηση παραγωγικών επενδύσεων θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των μισθών, δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Τέλος, τάσσεται υπέρ της συνέχισης στήριξης των ευάλωτων νοικοκυριών, για όσο παρατηρείται η πληθωριστική έξαρση στις τιμές τροφίμων, καυσίμων και ενέργειας.
Πηγή: Euro2day