Με αφορμή την πρόσφατη συνεδρίαση του Εθνικού Φορέα Δημογραφικής Πολιτικής που εξετάζει τρόπους ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού του, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί με επάρκεια στις διαμορφούμενες προκλήσεις, η ΣΕΚ επαναλαμβάνει ότι το δημογραφικό ζήτημα συνεχίζει να αποτελεί μια πολυπαραγοντική απειλή για τον κοινωνικό ιστό της χώρας μας.
Όπως υποστηρίζει η ΣΕΚ σε ανακοίνωσή της, τις επόμενες δεκαετίες αναμένεται ταχεία αύξηση του ποσοστού γήρανσης του πληθυσμού στις χώρες της ΕΕ, με αποτέλεσμα η σημαντική μείωση στο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού να προκαλέσει τεράστια προβλήματα, στον κοινωνικό ιστό στην αγορά εργασίας και στα συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων, λόγω της αδυναμίας να ανταπεξέλθουν στη βάση των οικονομικών τους δεδομένων.
Για αυτό, σημειώνει, θα πρέπει το δημογραφικό να αποτελέσει μέρος της συζήτησης για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, λαμβάνοντας υπόψη ότι στη βάση της τελευταίας αναλογιστικής μελέτης, μέχρι το 2080 διαφαίνεται πως δυο εργαζόμενοι θα χρειάζεται να επωμίζονται το βάρος της συντήρησης ενός συνταξιούχου.
Επίσης στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καταδεικνύουν ότι η δυνατότητα αύξησης του δείκτη γονιμότητας συνδέεται άμεσα με τις κοινωνικές παροχές και ιδιαίτερα με τα μέτρα που στηρίζουν οικονομικά τις οικογένειες και που συμφιλιώνουν την οικογενειακή και εργασιακή ζωή.
Η ΣΕΚ τονίζει ότι η λύση του δημογραφικού προβλήματος μπορεί να αναζητηθεί μέσα στο πλαίσιο της επανασύστασης των κοινωνικών δομών, της δημιουργίας ενός πλέγματος κοινωνικής προστασίας που θα εγγυάται στον Κύπριο πολίτη ικανοποιητικό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, της προώθησης της ισότητας των φύλων στην εργασία, της διαχείρισης της μετανάστευσης και της ενίσχυσης της εκπαίδευσης με τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται η σύζευξη του επαγγελματικού προσανατολισμού με τις πραγματικές ανάγκες στην αγορά εργασίας.
Η ΣΕΚ εισηγείται επίσης τη λήψη μέτρων που θα στοχεύουν στην ενίσχυση των πολιτικών που αφορούν την οικογένεια, μεταξύ αυτών την παραχώρηση κινήτρων για δημιουργία δομών φροντίδας παιδιών πλησίον των χώρων εργασίας, παραχώρηση της γονικής άδειας με πλήρεις απολαβές, περαιτέρω επέκταση της άδειας μητρότητας και της άδειας πατρότητας, την περαιτέρω οικονομική ενίσχυση/επιχορήγηση των υπογόνιμων ζευγαριών όπως επίσης και την περαιτέρω στόχευση στις πολιτικές συμφιλίωσης οικογένειας και εργασίας.
Παράλληλα, σημειώνει, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα ολιστικό πλαίσιο μεταναστευτικής πολιτικής , με στόχο την καλύτερη ενσωμάτωση των μεταναστών στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, την προσέλκυση αλλοδαπών υψηλής κατάρτισης από Τρίτες Χώρες, στο πλαίσιο πάντοτε της Στρατηγικής Απασχόλησης Εργαζομένων από Τρίτες Χώρες και την εξασφάλιση σε αυτούς αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και διαμονής. Σημαντική πτυχή θα αποτελέσει και η προσπάθεια τιθάσευσης εκροών ντόπιου προσοντούχου δυναμικού, ώστε η Κύπρος να αξιοποιεί στην αγορά εργασίας τα δικά της ταλέντα.
«Σε αυτή την προσπάθεια διαχείρισης των επιπτώσεων του δημογραφικού εφιάλτη οι Κοινωνικοί Εταίροι θα πρέπει να έχουν ουσιαστικό ρόλο, γνωρίζοντας ότι οι επιδράσεις του δημογραφικού, ποικίλουν και αποκτούν τη δική τους ξεχωριστή βαρύτητα, ειδικότερα όταν αφορούν ημικατεχόμενη πατρίδα, με την κατοχική δύναμη να διοχετεύει επιτηδευμένα παράνομους μετανάστες μέσω της πράσινης γραμμής με στόχο να προκαλεί προβλήματα στην Κυπριακή Δημοκρατία», τονίζεται.
«Αναμένουμε το συντομότερο οι προτάσεις που τέθηκαν από τη ΣΕΚ και άλλους φορείς για εκσυγχρονισμό του Φορέα να πάρουν σάρκα και οστά, ώστε χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή να αρχίσει να παράγεται ουσιαστική δουλειά και σε συνδυασμό με την πολιτική βούληση να δημιουργηθεί ένα πλέγμα ουσιαστικών μέτρων και παρεμβάσεων που να δρουν αυτόνομα αλλά και συνδυαστικά ώστε να αρχίζουν να καταγράφονται τα πρώτα θετικά αποτελέσματα», υπογραμμίζει.
Τέλος η ΣΕΚ αναδεικνύει το γεγονός πως η πολιτική που παραπέμπει στην προώθηση εργαζομένων από Τρίτες Χώρες, χωρίς προϋποθέσεις και κριτήρια, μακριά από το πλαίσιο κοινωνικού διαλόγου, πλήττει την ομαλή λειτουργία της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, υποβαθμίζει την Ευρωπαϊκή Πολιτική για ενίσχυση των δεξιοτήτων και αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί κινδύνους σε σχέση με την ποιοτική αναβάθμιση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας.