ΤτΕ: Ανάπτυξη 2,5% το 2025, κίνδυνοι, προκλήσεις
ΤτΕ: Ανάπτυξη 2,5% το 2025, κίνδυνοι, προκλήσεις
20/12/2024 11:48

Υποβλήθηκε σήμερα Παρασκευή στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2024, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της.

Προβλέψεις

Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3% το 2024, να επιταχυνθεί στο 2,5% το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά στο 2,3% το 2026 και στο 2,0% το 2027. Η βασικότερη συνιστώσα της οικονομικής μεγέθυνσης εκτιμάται ότι θα είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά. Συνολικά, η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ θα είναι ελαφρώς αρνητική τα επόμενα έτη, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα και η ενίσχυση της κατανάλωσης αναμένεται να προκαλέσουν αύξηση των εισαγωγών με ρυθμούς αντίστοιχους με εκείνους των εξαγωγών.

Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3%, από 4,2% το 2023, αντανακλώντας τη μεγάλη επιβράδυνση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής. Μέχρι το 2026 ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς το στόχο της ΕΚΤ (2%), αλλά θα παραμείνει ελαφρά πάνω από αυτόν.

Ο πληθωρισμός των υπηρεσιών αναμένεται να είναι πιο επίμονος σε σχέση με τον πληθωρισμό των λοιπών συνιστωσών του ΕνΔΤΚ, αντανακλώντας κυρίως τις αναμενόμενες αυξήσεις στις αμοιβές εργασίας. Τέλος, ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να μειωθεί σημαντικά στο 3,5% το 2024 και στο 3,1% το 2025, αντικατοπτρίζοντας την αποκλιμάκωση κυρίως του πληθωρισμού των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.

Προκλήσεις

Οι επιτυχίες που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια αποτελούν ένδειξη ότι η οικονομία είναι στο σωστό δρόμο. Ωστόσο, η προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης από τη δεκαετή κρίση χρέους δεν έχει ολοκληρωθεί. Σε πραγματικούς όρους, τόσο το ΑΕΠ όσο και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολείπονται ακόμη σε σχέση με τα προ της κρίσης επίπεδα και η σύγκλισή τους με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο απαιτεί ακόμη ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Επιπρόσθετα, αρκετές εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, κάποιες από τις οποίες προϋπήρχαν της κρίσης χρέους, παραμένουν. Για παράδειγμα, η έλλειψη ανταγωνισμού σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας, η οποία επιτείνει το διεθνές πρόβλημα της ακρίβειας, το υψηλό δημόσιο χρέος, το μεγάλο επενδυτικό κενό, η χαμηλή αποταμίευση, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα που επιδεινώνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό και η γήρανση του πληθυσμού, που επιτείνουν τη στενότητα της αγοράς εργασίας διαχρονικά, αποτελούν παράγοντες που περιορίζουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.

Σε αυτές τις εγχώριες αδυναμίες έρχονται να προστεθούν και παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η ένταση των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων, ο γεωοικονομικός κατακερματισμός και η αναβίωση της τάσης προς τον εμπορικό προστατευτισμό, η κλιματική κρίση, η ενεργειακή ασφάλεια, η μετάβαση προς μια βιώσιμη και κυκλική οικονομία, καθώς και η επέλαση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών και ειδικότερα της τεχνητής νοημοσύνης.

Κίνδυνοι και αβεβαιότητες

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί και συνδέονται με: (α) τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (β) ενίσχυση του εμπορικού προστατευτισμού διεθνώς, (γ) χαμηλότερο του αναμενομένου ρυθμό απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του RRF, (δ) εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες μισθολογικές πιέσεις, (ε) βραδύτερη του αναμενομένου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και (στ) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής κρίσης.

Τραπεζικό σύστημα: Βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών

Τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών βελτιώθηκαν περαιτέρω το εννεάμηνο του 2024. Συγκεκριμένα, οι δείκτες ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου βελτιώθηκαν, ενώ η κερδοφορία των τραπεζικών ομίλων παρέμεινε ικανοποιητική. Σε αυτό συνετέλεσαν, μεταξύ άλλων, η καλή επίδοση της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία το 2023. Ως αποτέλεσμα, οι οίκοι αξιολόγησης προχώρησαν πρόσφατα σε αναβαθμίσεις των σημαντικών τραπεζών, διατηρώντας τις προοπτικές θετικές.

Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε ατομική βάση μειώθηκε σημαντικά το Σεπτέμβριο του 2024 σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2023 και διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στις ενέργειες για την εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου ορισμένων τραπεζών στο πλαίσιο της επικείμενης ένταξης τιτλοποιήσεων ΜΕΔ στο πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής».

Πρόοδος

Η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει αξιόλογες επιτυχίες τα τελευταία χρόνια και έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτική σε διάφορες εξωτερικές διαταραχές, όπως η πανδημία COVID-19, η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επακόλουθη άνοδος του πληθωρισμού. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι υψηλότερος του αντίστοιχου μέσου ρυθμού της ΕΕ από το 2019 και έπειτα, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η απασχόληση αυξάνεται και το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα παρά την πολύ σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού. Ως συνέπεια, το διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται και το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού έχει μειωθεί μεταξύ 2019 και 2023. Η συνετή δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια και οι προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής αποδίδουν καρπούς, καθώς επιτυγχάνονται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη λήψης περιοριστικών μέτρων και αποκλιμακώνεται το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Η θετική πορεία της οικονομίας τα τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Η επιβεβαίωση της προόδου που έχει συντελεστεί αντανακλάται και στην πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου των ελληνικών κρατικών ομολόγων στη βαθμίδα ΒΒΒ από ΒΒΒ- από τον οίκο αξιολόγησης Scope Ratings.

Θετικές οικονομικές εξελίξεις σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας

Η παγκόσμια οικονομία παρέμεινε ανθεκτική το 2024, παρά την περιοριστική νομισματική πολιτική και την αβεβαιότητα από τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Ο γενικός πληθωρισμός εξακολούθησε να υποχωρεί σημαντικά στις προηγμένες οικονομίες, λόγω και της ασκηθείσας περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών παραμένει υψηλός και ως εκ τούτου η διαδικασία μείωσης των βασικών επιτοκίων, την οποία ξεκίνησαν το 2024 οι νομισματικές αρχές σε πολλές οικονομίες, προχωρεί με προσεκτικά βήματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές συνθήκες σήμερα είναι ευνοϊκότερες σε σύγκριση με δώδεκα μήνες πριν, το παγκόσμιο εμπόριο έχει ανακάμψει και οι διεθνείς τιμές των βασικών εμπορευμάτων και της ενέργειας έχουν σε γενικές γραμμές σταθεροποιηθεί. Η αβεβαιότητα όμως για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας έχει αυξηθεί σημαντικά.

Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, παρότι οι δείκτες οικονομικής συγκυρίας υποδηλώνουν ότι η οικονομική δραστηριότητα ήταν οριακά ασθενέστερη από ό,τι αναμενόταν, η οικονομία ανακάμπτει και θα ενισχυθεί με την πάροδο του χρόνου, καθώς η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων επιτρέπει στα νοικοκυριά να καταναλώνουν περισσότερο και καθώς οι επενδύσεις αναμένεται να ανακάμψουν. Η σταδιακή άρση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής αναμένεται να στηρίξει την κατανάλωση και τις επενδύσεις.

Στη διάρκεια του 2024 ο γενικός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ συνέχισε την πορεία αποκλιμάκωσης που είχε ξεκινήσει το 2023, ενώ οι περισσότεροι δείκτες μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό βρίσκονται περίπου στο 2%. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τον Ιούνιο, το Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και το Δεκέμβριο μείωσε, κατά 25 μονάδες βάσης κάθε φορά, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.

Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει καταστήσει σαφές ότι δεν δεσμεύεται ως προς τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων πολιτικής.

Οι προοπτικές για το παγκόσμιο και το ευρωπαϊκό ΑΕΠ παραμένουν θετικές, ωστόσο οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις είναι αυξημένοι, εξαιτίας της έντονης γεωπολιτικής αβεβαιότητας και της ενδεχόμενης ενίσχυσης του εμπορικού προστατευτισμού. Για τη ζώνη του ευρώ, πρόσθετη αβεβαιότητα δημιουργούν οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες.

Πραγματική οικονομία: Διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής – Βραδεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού

Η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα συνέχισε να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό το πρώτο εννεάμηνο του 2024 (2,3% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023). Βασική συνιστώσα της ανάπτυξης ήταν η εγχώρια ζήτηση, προερχόμενη κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και από τις επενδύσεις. Η άνοδος της κατανάλωσης υποστηρίχθηκε από την αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, καθώς η απασχόληση συνέχισε να κινείται ανοδικά και οι ονομαστικοί μισθοί αυξήθηκαν σημαντικά. Θετικά κινήθηκαν και οι εξαγωγές υπηρεσιών. Ωστόσο, η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα ήταν οριακά αρνητική, καθώς οι εξαγωγές αγαθών εκτιμάται ότι επηρεάστηκαν από την υποτονική εξωτερική ζήτηση, ενώ παράλληλα καταγράφηκε σημαντική άνοδος των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Τέλος, η μείωση της δημόσιας κατανάλωσης συνέβαλε αρνητικά στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.

Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός το 2024 αποκλιμακώθηκε σε σύγκριση με το 2023. Ειδικότερα, στο διαθέσιμο ενδεκάμηνο του 2024, διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 3,0%, από 4,2% το 2023. Όσον αφορά τις συνιστώσες του, παρατηρείται σαφής αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών μέσα στο 2024 σε σύγκριση με το 2023. Η επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών αποτέλεσε ουσιαστικά εμπόδιο στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του γενικού πληθωρισμού, ο οποίος ως αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε υψηλότερα επίπεδα έναντι της ευρωζώνης.

Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις: Ευνοϊκότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες

Οι προσδοκίες των επενδυτών για τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη και τις ΗΠΑ έχουν κινηθεί καθοδικά και συγκλίνουν προς τους αντίστοιχους στόχους της ΕΚΤ και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Ειδικότερα, οι επενδυτές διαμόρφωσαν, ήδη από το τέλος του γ΄ τριμήνου του 2023, προσδοκίες για μειώσεις επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες διεθνώς. Κατά συνέπεια, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες διεθνώς σήμερα είναι ευνοϊκότερες σε σύγκριση με δώδεκα μήνες πριν. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αποδόσεις των κρατικών και εταιρικών ομολόγων έχουν μειωθεί, περισσότερο για τα ομόλογα βραχύτερης διάρκειας, συμβάλλοντας στη σημαντική βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς. Εντούτοις, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς από την αυξημένη διεθνή γεωπολιτική και μακροοικονομική αβεβαιότητα.

Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν ακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις των αποδόσεων των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ. Ταυτόχρονα, οι αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων για την ελληνική οικονομία οδηγούν σε σημαντικά αυξημένη συμμετοχή των επενδυτών στις νέες εκδόσεις ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα τη συνεχιζόμενη πτώση του κόστους δανεισμού του.

Κατά τη διάρκεια του 2024 παρατηρήθηκαν αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη μείωση του κόστους δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και άρα συμβάλλει θετικά στα καθαρά επιτοκιακά τους έσοδα. Αντίστοιχα, οι αποδόσεις των ομολόγων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) καταγράφουν μείωση από τις αρχές του 2024.

Οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ) σημείωσαν ισχυρή άνοδο έως τα τέλη Οκτωβρίου. Οι τραπεζικές μετοχές παρουσίασαν υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με το γενικό δείκτη του ΧΑ, σε συνάφεια κυρίως με την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία, την αυξημένη κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ίδιων των τραπεζών.
Τραπεζικός τομέας: Αύξηση των καταθέσεων, υποχώρηση των επιτοκίων δανεισμού και αύξηση των χορηγήσεων

Τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας, μετά την ανοδική τάση που ακολουθούσαν επί ένα έτος περίπου, παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα κατά το δ΄ τρίμηνο του 2023 και τους πρώτους δέκα μήνες του 2024 στην πλειονότητα των κατηγοριών, παρά τις πραγματοποιηθείσες μειώσεις στα επιτόκια πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Εκτιμάται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να περιορίσουν τις εκροές αποταμιευτικών πόρων από τους λογαριασμούς προθεσμίας προς εναλλακτικές τοποθετήσεις, αναβάλλουν την προσαρμογή των επιτοκίων που προσφέρουν στους καταθέτες.

Κατά τους πρώτους δέκα μήνες του 2024 το υπόλοιπο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατέγραψε σωρευτική αύξηση κατά 0,7 δισεκ. ευρώ, λόγω της ανάκαμψης των επιχειρηματικών καταθέσεων, ενώ η άνοδος των καταθέσεων των νοικοκυριών ήταν πιο περιορισμένη. Ως αποτέλεσμα, το υπόλοιπο των ιδιωτικών καταθέσεων διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο του 2024 σε 195,5 δισεκ. ευρώ.

Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών υποχώρησε το τρέχον έτος, σε συνέπεια με τη μείωση των επιτοκίων πολιτικής του Ευρωσυστήματος και την παρατηρηθείσα αποκλιμάκωση του κόστους αναχρηματοδότησης των τραπεζών από τις αγορές κεφαλαίων και ομολόγων.

Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών δανείων προς τις ΜΧΕ το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2024 ενισχύθηκε και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 8,5%, έναντι μέσης τιμής 6,5% το 2023. Η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις συνδέεται με την ενίσχυση της ζήτησης τραπεζικών δανείων, ιδίως εκ μέρους των μεγάλων επιχειρήσεων. Tην παροχή επιχειρηματικών πιστώσεων υποβοήθησαν τα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας αναπτυξιακών φορέων, καθώς και τα τραπεζικά δάνεια συγχρηματοδότησης των επενδυτικών σχεδίων τα οποία εντάσσονται στο Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά έγινε λιγότερο αρνητικός τους πρώτους δέκα μήνες του 2024 (-1,1%) σε σύγκριση με τη μέση τιμή του 2023 (-2,4%). Αυτή η εξέλιξη οφείλεται αφενός στα στεγαστικά δάνεια, τα οποία κατέγραψαν ηπιότερο ρυθμό συρρίκνωσης, και αφετέρου στην καταναλωτική πίστη, ο ρυθμός μεταβολής της οποίας ήταν θετικός και συνέχισε να επιταχύνεται.

Προτάσεις πολιτικής

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας και στην υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» και οι οποίες θα διευκολύνουν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας και την επιτάχυνση του αναπτυξιακού ρυθμού τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, κάτι τέτοιο θα διασφαλίσει τη βαθμιαία βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο, παρότι η έγκαιρη απορρόφηση και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του RRF είναι αποφασιστικής σημασίας για την πορεία της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, δεν επαρκεί για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος της δεκαετούς κρίσης χρέους. Κατά συνέπεια, απαιτούνται πρόσθετες ενέργειες για την αντιμετώπιση των εγγενών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας και για να επιτευχθεί διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη.

Ενδεικτικά, η δημογραφική γήρανση αναμένεται να συρρικνώσει το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας. Αυτό απαιτεί την υιοθέτηση ενεργητικών πολιτικών και προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αγορά εργασίας που θα έχουν ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό. Παράλληλα όμως, απαιτούνται και στοχευμένες πολιτικές όσον αφορά την ένταξη των μεταναστών και την προσέλκυση ξένων εργαζομένων για να αντιμετωπιστούν οι ήδη παρατηρούμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού στον αγροτικό τομέα και στους κλάδους που σχετίζονται με τον τουρισμό και τις κατασκευές.

Δεδομένων των περιορισμών που θέτουν οι δημογραφικές εξελίξεις, απαιτείται η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προκειμένου να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική. Η αύξηση των επενδύσεων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την πλήρη απορρόφηση και παραγωγική αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Ταυτόχρονα όμως, προϋποθέτει και την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τις υφιστάμενες προκλήσεις και να χρηματοδοτήσει αποτελεσματικά τις επενδύσεις και τη μεγέθυνση της οικονομίας. Συνεπώς, χρειάζεται εγρήγορση ώστε να επιτευχθεί περαιτέρω εξυγίανση του ενεργητικού των τραπεζών και να αποφευχθούν νέες καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στο ίδιο πλαίσιο, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης με διεύρυνση των μικροπιστώσεων και πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδίως των νεοφυών και καινοτόμων, που δεν διαθέτουν εμπράγματες εξασφαλίσεις για τη λήψη τραπεζικών δανείων.

Λόγω των περιβαλλοντικών προκλήσεων και της κλιματικής αλλαγής, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής, καθώς επιτρέπει τη διατήρηση ή την αύξηση του βιοτικού επίπεδου, προστατεύοντας παράλληλα τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον.
Προκειμένου να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, απαιτείται η βελτίωση της εκπαίδευσης και κατάρτισης ειδικά σε νέες τεχνολογίες, ούτως ώστε να αυξηθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο. Επιπλέον, οι αγορές εργασίας και κεφαλαίων θα πρέπει να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε οι πιο παραγωγικές επιχειρήσεις σε κάθε τομέα να είναι σε θέση να προσελκύουν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας και του κεφαλαίου. Αυτή η διαδικασία διασφαλίζει ότι οι καλύτερες επιχειρήσεις θα ευδοκιμούν, ενώ οι λιγότερο αποτελεσματικές θα εξέρχονται από την αγορά.

Πρόκειται για τη λεγόμενη «κατανεμητική αποδοτικότητα», η οποία συνεπάγεται την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και την οικονομική πρόοδο. Αντίθετα, αν η εργασία και το κεφάλαιο παραμένουν στις σχετικά μη παραγωγικές επιχειρήσεις, η οικονομία και η παραγωγικότητα σταδιακά υποχωρούν. Κάτι τέτοιο μπορεί να προκύψει αν, για παράδειγμα, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από υπερβολικές ρυθμίσεις, αν οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν, χάρη σε ευνοϊκές διατάξεις ή φραγμούς στην είσοδο νέων επιχειρήσεων, ή αν οι νέες πιο δυναμικές επιχειρήσεις έχουν δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση.

Ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι επίσης η αντιμετώπιση άλλων ζητημάτων που εμποδίζουν την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Τέτοια ζητήματα είναι η πολυνομία και η κακονομία, οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, το ασαφές χωροταξικό πλαίσιο, η ελλιπής διασύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, οι ελλείψεις σε υποδομές, το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση του εισοδήματος από εργασία και οι αυξημένοι έμμεσοι φόροι.

Επιπρόσθετα, απαιτείται η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, καθώς η πρόσβαση των επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά τούς δίνει την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν οικονομίες κλίμακας και να ενισχύσουν το τεχνολογικό τους περιεχόμενο, ενώ ο διεθνής ανταγωνισμός τείνει να επιβραβεύει τις πλέον παραγωγικές επιχειρήσεις.

Ωστόσο, πέρα από τα ανωτέρω, η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας προέρχεται από την αυξημένη παραγωγικότητα που επιτυγχάνεται σε επίπεδο επιχείρησης μέσω υιοθέτησης καλύτερης τεχνολογίας, βελτιωμένων πρακτικών διαχείρισης και καινοτόμων διαδικασιών. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις που υιοθετούν τεχνολογίες αιχμής και προσελκύουν κορυφαία ταλέντα μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την παραγωγικότητά τους. Εκτός όμως από τις δράσεις των ίδιων των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, απαιτείται κρατική παρέμβαση με επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα ώστε να ενθαρρυνθεί η δημιουργία ενός οικοσυστήματος καινοτομίας με συνεργασίες μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων για να προωθηθεί η βασική έρευνα, αλλά και η εμπορική της αξιοποίηση.

Εν κατακλείδι, η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω των μεταρρυθμίσεων και της καινοτομίας, μαζί με την αύξηση των επενδύσεων και του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, είναι καθοριστικής σημασίας για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Ωστόσο, παρά την προσήλωση που πρέπει να επιδείξουμε ως χώρα στην υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η απάντηση στις νέες παγκόσμιες τάσεις και προκλήσεις δεν μπορεί να προέλθει από καθεμία χώρα μεμονωμένα. Αντίθετα, χρειάζεται κοινή προσέγγιση, σύμπλευση και συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο με βάση τις προτάσεις της πρόσφατης έκθεσης Letta για την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης της Ενιαίας Αγοράς και της έκθεσης Draghi για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Βασική προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί το κενό καινοτομίας, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας και να κατοχυρωθεί η κυριαρχία, ασφάλεια και ανθεκτικότητα της Ευρώπης είναι ο συντονισμός και η κοινή δράση των Ευρωπαίων εταίρων, αξιοποιώντας και την επιτυχημένη εμπειρία του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU.

Πηγή: Euro2day

Σχετικές ειδήσεις

NEWSLETTER