ΑΠΟΨΕΙΣ Υποβαθμίσεις Κυπριακών Τραπεζών από τους Moody’s και Κεντρική Τράπεζα

Υποβαθμίσεις Κυπριακών Τραπεζών από τους Moody’s και Κεντρική Τράπεζα

Υποβαθμίσεις Κυπριακών Τραπεζών από τους Moody’s και Κεντρική Τράπεζα
From Panicos Demetriades
10/3/2011 11:09
Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον τη δήλωση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, η οποία δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου στο Cyprus StockWatch.  Μεταξύ άλλων η δήλωση αναφέρει ότι «η ΚΤ έκανε σύσταση στις τράπεζες παρά το ότι είναι πολύ καλή η κεφαλαιακή τους επάρκεια να ενισχύσουν περαιτέρω τη ρευστότητα τους» και επίσης ότι «τους συστάθηκε επίσης να μην μοιράσουν μέρισμα, ενώ η ΚΤ προωθεί τη δημιουργία Ταμείου Σταθερότητας με τη συμβολή των τραπεζών ώστε οι τράπεζες να δημιουργήσουν ένα επιπρόσθετο μαξιλάρι σε ενδεχόμενους κινδύνους». Θα ήταν ευχής έργον αν τα προτεινόμενα μέτρα - τα οποία φαίνονται συνετά και λογικά - είχαν παρθεί πριν ένα χρόνο, στα αρχικά δηλαδή στάδια της Ελληνικής κρίσης.  Διότι κατά πάσα πιθανότητα θα είχαν αποφευχθεί οι διαδοχικές υποβαθμίσεις των κυπριακών τραπεζών και της ίδιας της κυπριακής κυβέρνησης.  Πριν ένα περίπου χρόνο οι κυπριακές τράπεζες παρουσίασαν τεράστια κέρδη (για το 2009).  Θα ήταν πολύ πιο συνετό να είχαν αρχίσει από τότε να κάνουν μεγαλύτερες πρόνοιες για τα επισφαλή δάνεια και τις πιθανές ζημιές του 2010, οι οποίες ήδη διαφαίνονταν στον ορίζοντα.  Οι προβλέψεις για την Ελληνική οικονομία για το 2010, από τότε περιλάμβαναν βαθειά ύφεση και μεγάλη αύξηση της ανεργίας.  (Γι’ αυτό το θέμα είχα γράψει πέρυσι, κάνετε κλικ πιο κάτω για περισσότερα. Να προσθέσω παρενθετικά ότι η καθυστέρηση των εποπτικών αρχών της Κύπρου να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του τραπεζικού συστήματος δεν αποτελεί εξαίρεση στα διεθνή πεπραγμένα.  Είναι πολύ σύνηθες φαινόμενο οι ζημιές σε μια τραπεζική κρίση να αναγνωρίζονται με καθυστέρηση για διάφορους λόγους.  Πρώτον είναι θέμα της προσπάθειας που καταβάλλουν οι επιτηρητές του συστήματος – συχνά όχι και πολύ μεγάλη διότι δεν είναι και δικά τους τα χρήματα που προστατεύουν.  Δεύτερο, το επίπεδο δεξιοτήτων των εποπτικών αρχών είναι συνήθως χαμηλό γιατί αυτοί που έχουν την ικανότητα να ανιχνεύουν και ταυτόχρονα να κρύβουν τις ζημιές πληρώνονται καλύτερα αν βρίσκονται σε ιδιωτικές τράπεζες (μετακινήσεις στελεχών των εποπτικών αρχών προς τις εμπορικές τράπεζες είναι ενδεικτικές αυτού του φαινομένου - αυτό φαίνεται να έχει γίνει πρόσφατα και στην Κύπρο).  Τρίτο, σε πολλές περιπτώσεις οι εποπτικές αρχές δέχονται πιέσεις να καθυστερήσουν τη δημοσιοποίηση τυχόν προβλημάτων σε τράπεζες για πολιτικές ή και άλλες σκοπιμότητες.  Επανερχόμενος στην ουσία, σήμερα όμως δυσκολεύομαι να δεχθώ τη δήλωση του διοικητή της ΚΤ ότι οι Κυπριακές τράπεζες είναι «εύρωστες».  Όταν ο δείκτης πρωτοβάθμιων κεφαλαίων μιας τράπεζας είναι 11% ή 12 % - όπως στην περίπτωση των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών - μέσα σε κανονικές συνθήκες, τότε δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτή τη δήλωση.  Όταν όμως η Ελληνική οικονομία στην οποία οι τράπεζες έχουν μεγάλη έκθεση βρίσκεται σε βαθειά κρίση – θέμα για το οποίο έχω ξεχωριστό άρθρο, δεν είναι αρκετό οι τράπεζες να παρουσιάζουν κεφαλαιακή επάρκεια.  Είναι απαραίτητο να έχουν κάνει επαρκείς προβλέψεις στον ισολογισμό τους για τις μεγάλες ζημιές που θα δημιουργηθούν στο εγγύς μέλλον, ως επίσης και να έχουν ήδη διαγράψει τα κακά χρέη από το ενεργητικό τους (και να έχουν ανάλογα μειώσει την αξία των επισφαλών). Για το τελευταίο κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος γιατί οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να κρύβουν και να ανακυκλώνουν τα κακά χρέη μέσα στον ισολογισμό τους, αν δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.  Ευελπιστεί όμως κάποιος ότι οι εποπτικές αρχές αντιλαμβάνονται το πρόβλημα αυτό και το αντιμετωπίζουν με τον ορθό τρόπο. Όσον αφορά τις προβλέψεις, τα τελευταία αποτελέσματα των τραπεζών – τα οποία φαίνεται να εξέπληξαν το ΧΑΚ προς τα κάτω – δείχνουν ότι παρά τη μεγάλη αύξηση από πέρυσι, δεν φαίνεται να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι υπάρχει οικονομική κρίση.   Για παράδειγμα, δημοσίευμα του «Φ» με ημερομηνία 1η Μαρτίου που αναφέρεται στη Marfin Popular Bank, η οποία παρουσιάζει «υγιή» δείκτη πρωτοβάθμιων κεφαλαίων (Tier 1) της τάξης του 12%, αναφέρει τα εξής: «...ο δείκτης προβλέψεων προς χορηγήσεις παρέμεινε σταθερός στις 100 μονάδες βάσης, με το δείκτη κάλυψης μη εξυπηρετούμενων δανείων από προβλέψεις να διατηρείται στο 51%».  Η πρόνοια δηλαδή που φαίνεται να γίνεται - η οποία δεν έχει αλλάξει για τουλάχιστον ένα χρόνο - είναι για ζημία 51% πάνω στο 1% των χορηγήσεων, δηλαδή 0.51% των δανείων.  Από μόνη της αυτή η λιλλιπούτια πρόβλεψη δημιουργεί εύλογες απορίες και ερωτηματικά, όχι μόνο για την ίδια την τράπεζα αλλά και γιά τις εποπτικές αρχές.  Επίσης οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα ότι ένας υγιής δείκτης πρωτοβάθμιων κεφαλαίων μπορεί να μετατραπεί σε κεφαλαιακή ανεπάρκεια μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.   Αν για παράδειγμα οι ζημιές ανέλθουν στο 5% του χαρτοφυλακίου της τράπεζας – το οποίο μέσα σε συνθήκες κρίσης δεν θα είναι και πολύ απίθανο - τότε ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας θα μειωθεί κατά 4.5%, διότι οι προβλέψεις θα μπορούν να καλύψουν μόνο το 0.5%, δηλαδή το 10% της ζημιάς. Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη λοιπόν γιατί ο οίκος Moody’s προχώρησε στην υποβάθμιση των «εύρωστων» κυπριακών τραπεζών. Ούτε και πρέπει να προκαλεί έκπληξη η προσπάθεια που γίνεται να μετατοπισθεί η ευθύνη για την υποβάθμιση των τραπεζών από τις εποπτικές αρχές στα δημοσιονομικά.  Όμως το δημόσιο χρέος της Κύπρου, που βρίσκεται γύρω στο 60% του ΑΕΠ, παραμένει πολύ χαμηλό για να δικαιολογήσει αυτή την προσπάθεια.  Σίγουρα υπάρχουν διαρθρωτικά προβλήματα, όπως το θέμα των συντάξεων, που αν δεν αντιμετωπισθούν πιθανό να αυξήσουν το χρέος μεσοπρόθεσμα (αυτό εξαρτάται και από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, όπως έχω εξηγήσει σε άλλο άρθρο μου).  Το πρόβλημα όμως σήμερα είναι το τραπεζικό σύστημα.  Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα δημοσιονομικά στο προσεχές μέλλον – δηλαδή τους επόμενους 12 μήνες - είναι οι ίδιες οι τράπεζες.  Και αυτό γιατί οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι για την Ελληνική οικονομία, το μέλλον της οποίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το μέλλον των κυπριακών τραπεζών. Πανίκος Δημητριάδης Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο του Leicester
NEWSLETTER